Στο πάνθεον των μεγάλων Αμερικανών φωτογράφων δρόμου του 20ού αιώνα – Alfred Stieglitz, Bill Cunningham, William Eggleston, Diane Arbus, Joel Meyerowitz – κανένας δεν μοιάζει να μοιράζεται μια ιστορία με τον τρόπο που το κάνει η Vivian Maier. Πρώτον, δεν ήταν ποτέ γνωστή ως φωτογράφος στον στενό κύκλο φίλων και γνωστών που διατηρούσε, τουλάχιστον όχι όσο ζούσε. Η υποτιθέμενη καθημερινή δουλειά της Maier ήταν νταντά. Για περισσότερα από 40 χρόνια φρόντιζε παιδιά μεταξύ Νέας Υόρκης και Σικάγο, συγκεντρώνοντας παράλληλα ένα πλούσιο φωτογραφικό έργο που αποκαλύφθηκε μόλις το 2007, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό της.

Μετά την ανακάλυψη αυτού του θησαυρού αρνητικών σε μια αποθήκη στο Σικάγο, η μεταθανάτια φήμη της Maier ως πραγματικό είδωλο στον χώρο της εκτοξεύτηκε, χάρη σε μια σειρά από διεθνείς εκθέσεις και το ντοκιμαντέρ Finding Vivian Maier, το οποίο προτάθηκε για Όσκαρ το 2013.

Τώρα, το έργο της Maier έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο με μια έκθεση στην MK Gallery, με περισσότερες από 140 εξαιρετικές ασπρόμαυρες και έγχρωμες φωτογραφίες που αποκαλύπτουν το μέγεθος της σεμνής ιδιοφυΐας της και της ακόρεστης πείνας της να καταγράψει όλες τις πτυχές της αστικής ζωής. «Πρόκειται για μια σημαντική έκθεση», λέει η επιμελήτρια Anne Morin. «Νομιμοποιεί πραγματικά τη θέση της Vivian Maier στην ιστορία της φωτογραφίας και σηματοδοτεί το πέρασμα των φωτογραφιών της από εικόνες αρχείου σε έργα τέχνης».

«Είμαι κάποιου είδους κατάσκοπος» συνήθιζε να λέει η ίδια η Βίβιαν Μάιερ, μία από τις κορυφαίες φωτογράφους δρόμου του 20ου αιώνα, ένας άνθρωπος ανήσυχος και ανικανοποίητος, η οποία έγινε γνωστή μετά το θάνατό της από ένα τυχαίο περιστατικό ανακάλυψης του σπουδαίου έργου της, κάτι που προσδίδει στα κάδρα της μια έξτρα δόση μυστηρίου και αγιοσύνης.

«Πρέπει να αφήνουμε χώρο στους άλλους ανθρώπους. Η ζωή είναι ένας τροχός. Έχει τα πάνω της και τα κάτω της. Όλοι έχουν την ίδια ευκαιρία να φτάσουν μέχρι το τέλος. Και μετά κάποιος άλλος απλά θα πάρει τη θέση τους» λέει η πρωταγωνίστρια του ντοκιμαντέρ 84ων λεπτών, «Finding Vivian Maier», σε σκηνοθεσία Τζον Μαλούφ και Τσάρλι Σίσκελ, σκιαγραφώντας έτσι την αινιγματική προσωπικότητα της φωτογράφου. Μιας φωτογράφου αλλόκοτης και διαφορετικής, η ταυτότητα της οποίας βγήκε στο φως σχεδόν ταυτόχρονα με το θάνατό της.

«Δεν είναι τυχαίο ότι η Maier ήταν γκουβερνάντα», λέει η Morin. «Η εγγύτητά της με τον κόσμο των παιδιών της επέτρεψε πιθανώς να βελτιώσει την άποψή της για τον κόσμο και να έχει την ίδια ικανότητα με τα παιδιά να ανακαλύπτουν πράγματα. Είχε εξαιρετική οξυδέρκεια και ήταν σε θέση να βλέπει το εξαιρετικό στο συνηθισμένο. Ήξερε πώς να εντοπίζει αυτά που συνήθως περνούν απαρατήρητα, αυτές τις μικρές πινελιές της πραγματικότητας που είναι πάντα στα πρόθυρα να ξεφύγουν».

Η ευκατάστατη οικογένεια του Σικάγο, Γκενσμπούρκ, στην οποία η Μάγιερ ενσωματώθηκε το 1956, την αποδέχτηκε σαν κανονικό μέλος, της έδωσε μάλιστα και δικό της μπάνιο, το οποίο η Μάγιερ χρησιμοποίησε ως τον πρώτο της σκοτεινό θάλαμο.

Τη δεκαετία του 1970 τα παιδιά της οικογένειας Γκενσμπούργκ είχαν πλέον μεγαλώσει και η Μάγιερ αναγκάστηκε να αναζητήσει εργασία με άλλες οικογένειες. Δυστυχώς δεν ήταν πια σε θέση να εκτυπώσει και τα ρολά από τα φιλμ της άρχισαν να συσσωρεύονται. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου η Μάγιερ πειραματίστηκε με το έγχρωμο φιλμ, προσεγγίζοντας τη φωτογραφία με μια νέα ματιά, στην οποία παρά το χρώμα βασίλευε η αφαίρεση. Η δεκαετία του 1980 την βρίσκει σε άθλια κατάσταση, χωρίς κάποια οικογένεια στην οποία να δουλεύει και χωρίς στέγη. Αναγκάζεται να αποθηκεύσει αριστερά και δεξιά τις φωτογραφίες της και να προσπαθήσει απλά να επιβιώσει.

Όσον αφορά την αινιγματική κληρονομιά της Maier, η έκθεση μας προτρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στα έξοχα επιτεύγματα της σύνθεσης και του συγχρονισμού, αντί να κολλήσουμε στο αμείλικτο μυστήριο του χαρακτήρα της. «Όσο πιο κοντά έρχεται κανείς στο έργο της Vivian Maier, τόσο πιο αδιαφανές γίνεται ως πρόσωπο», λέει η Morin. «Το έργο αντικατοπτρίζει τη Vivian Maier μόνο ως φωτογράφο και είναι δύσκολο να διαπιστωθεί η πραγματική της προσωπικότητα. Είναι επίσης μια περιοχή στην οποία προτιμώ να μην τολμήσω να εισέλθω. Θέλω να πιστεύω ότι το μυστήριο του χαρακτήρα της παραμένει άθικτο».

Ποτέ δεν έφευγε από το σπίτι χωρίς τη Rolleiflex της, τη φωτογραφική της μηχανή, περασμένη γύρω από το λαιμό της

Η Βίβιαν γεννήθηκε το 1926 και απεβίωσε το 2009. Το κατά κόσμον επάγγελμά της ήταν νταντά αλλά όταν τη ρωτούσαν τι κάνει, αυτή αρεσκόταν στο να απαντά «είμαι κάποιου είδους κατάσκοπος». Όταν την έδιωξαν από ένα σπίτι στο οποίο έμενε στο Σικάγο, επειδή δεν είχε να πληρώσει το ενοίκιο, άφησε πίσω της μερικές χιλιάδες ρολά φιλμ, τα οποία και εμφάνισε ο επόμενος ιδιοκτήτης του σπιτιού και αφού συμβουλεύτηκε κάποιους ειδικούς όρισε μια δημοπρασία ακριβώς απέναντι από το σπίτι του Τζον Μαφούλ. Ήταν δυο χρόνια πριν το θάνατό της, όταν ο 29χρονος τότε σκηνοθέτης και φωτογράφος αντιλήφθηκε το θησαυρό που κρύβεται μέσα σε αυτές τις φωτογραφίες και τις αγόρασε έναντι του -όχι τόσο σημαντικού- ποσού των 380 δολαρίων. Οι εκατοντάδες φωτογραφίες ανήκαν στη Βίβιαν Μάγιερ και αποτελούσαν οι ίδιες ένα ντοκιμαντέρ της καθημερινής ζωής στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο της δεκαετίες του ’50 και του ’60.

«Με τον καιρό, άρχισα να συνειδητοποιώ την αξία της δουλειά της», λέει ο Μαλούφ, ο τραπεζικός λογαριασμός του οποίου αυξήθηκε κατακόρυφα μετά από αυτή την ανακάλυψη αφού ανά τον πλανήτη συλλέκτες, συμπεριλαμβανομένου και του ηθοποιού Τιμ Ροθ, έχουν πληρώσει χιλιάδες δολάρια για να αποκτήσουν κάποιες από τις φωτογραφίες αυτές. Ο Μαλούφ παθιάστηκε και μετά από επίμονη έρευνα, βρήκε διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της πόλης και άλλα κρυμμένα σε αποθήκες κιβώτια με έργα της Μάγιερ, τα οποία και αγόρασε σώζοντάς τα από τον κάδο των σκουπιδιών. Τα κιβώτια περιείχαν χιλιάδες φωτογραφίες, καθώς και ηχογραφήσεις και βιντεοσκοπήσεις με κάμερα Super 8. Ο τεράστιος όγκος δουλειάς που άφησε πίσω της η Μάγιερ υπολογίζεται γύρω στα 150.000 αρνητικά. Η ποιότητά του μπορεί να συγκριθεί με την δουλειά των σύγχρονών της φωτογράφων Έλιοτ Έρβιτ και Γκάρι Γουίνογκραντ. Το λυπηρό ωστόσο είναι πως όταν ανακαλύφθηκε το έργο της, η ίδια δεν ήταν ζωντανή. Δεν έμαθε ποτέ ότι μπήκε στο hall of fame των φωτογράφων του 20ου αιώνα. Το 2009, ο Μαλούφ αφού είχε ψάξει αποτυχημένα να την βρει, έπεσε πάνω στη νεκρολογία της σε μια εφημερίδα. Η Μάγιερ είχε γλιστρήσει στον πάγο, είχε χτυπήσει στο κεφάλι και είχε αποβιώσει στις 21 Απριλίου του 2009, σε ηλικία 83 ετών.

«Η Βίβιαν σαφώς και γνώριζε ότι ήταν μία μεγάλη καλλιτέχνιδα, αλλά προφανώς δεν την ενδιέφερε να το μοιραστεί αυτό με κανέναν, αφού ποτέ και για κανένα λόγο δεν είχε δείξει τις φωτογραφίες της σε κάποιον» λέει ο Τσάρλι Σίσκελ, ο οποίος συνυπογράφει το ντεκιμαντέρ για τη ζωή της μαζί με τον Μαλούφ. «Κοιτώντας τις φωτογραφίες της συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν άνθρωποι ξεχασμένοι στους οποίους οφείλουμε να δείξουμε προσοχή», συνεχίζει ο Σίσκελ. «Η ιστορία της Μάιερ κουβαλάει ένα μήνυμα. Η ιδέα ότι μπορεί ανάμεσά μας να βρίσκονται σπουδαίοι ανεξερεύνητοι καλλιτέχνες είναι σπουδαία».

Ένα ελεύθερο πνεύμα με αντρικά παπούτσια και καπέλο

Ο όγκος του φωτογραφικού της έργου είναι κυρίως ασπρόμαυρος και επικεντρώνεται σε κοινωνικά θέματα, στη ζωή στο δρόμο, τη μειονεκτική θέση για τους μετανάστες, τις εμφανείς ανισότητες μεταξύ των τάξεων.

Όσοι την γνώριζαν την χαρακτήριζαν ως εξαιρετικά ευφυή, ιδιαίτερη και ως ένα πνεύμα ελεύθερο. Στο δρόμο κυκλοφορούσε με διακριτικότητα και στυλ. Φορούσε σχεδόν πάντα καπέλο, ένα μακρύ φόρεμα, ένα μάλλινο παλτό και αντρικά παπούτσια. Ποτέ δεν έφευγε από το σπίτι χωρίς τη Rolleiflex της, τη φωτογραφική της μηχανή, περασμένη γύρω από το λαιμό της.

Πρόσφατα -σχετικά- βρέθηκε αρχείο με σχεδόν 700 ανεμφάνιστα slides Ektachrome, ενώ έγινε γνωστό ότι εκτός από τη Rolleiflex, φωτογράφιζε και με μία Leica III c. Πολλά ρολά Ektachrome εμφανίστηκαν λανσάροντας ένα νέο κύκλο αναλύσεων, εκθέσεων και δημοσιεύσεων, αυτή τη φορά για την έγχρωμη δουλειά της.

Vivian Maier: Anthology MK Gallery, Milton Keynes, μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου του 2022.