Πρώτα υπήρχαν φήμες, μετά ήρθαν τα teasers: το εμβληματικό λογότυπο του συγκροτήματος προβλήθηκε σε διάσημα κτίρια στη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Λονδίνο, το Παρίσι και άλλες μεγάλες πόλεις.

Τώρα, οι Rolling Stones ανακοινώνουν επίσημα την επικείμενη κυκλοφορία του “Hackney Diamonds”, του πρώτου τους στούντιο άλμπουμ από το 2005.

Το νέο άλμπουμ των Rolling Stones περιλαμβάνει 12 νέα τραγούδια, τα οποία έγραψαν οι Mick Jagger και Keith Richards, εκτός από τρία κομμάτια στα οποία συμμετείχε στη δημιουργία τους και ο Αμερικανός συνθέτης, τραγουδιστής, κιθαρίστας και θρυλικός παραγωγός Andrew Watt, που έχει δουλέψει με Post Malone, Iggy Pop και Elton John.

Ανάμεσα στα τραγούδια του δίσκου υπάρχουν δύο στα οποία είχαν δουλέψει με τον Charlie Watts.

Με αφορμή λοιπόν την κυκλοφορία, σε λίγες ημέρες, του νέου άλμπουμ του βρετανικού συγκροτήματος, εμείς ακούσαμε ξανά για ακόμη μια φορά και τα 32 άλμπουμ των Rolling Stones και τα τοποθετήσαμε με σειρά αξιολόγησης.

*Αξιολογήσαμε όλα τα στουντιακά και live άλμπουμ των Rolling Stones και όχι τις συλλογές και τα best of’s.

32. Still Life
Κυκλοφορία: 1 Ιουνίου 1982
Ηχογραφημένο κατά τη διάρκεια της αμερικανικής περιοδείας τους το 1981, το «Still Life» είναι το –κατά τεκμήριο– χειρότερο live άλμπουμ της καριέρας τους. Αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι έφτασε μέχρι το Νο 4 των αγγλικών τσαρτ, τόσο η αποδοχή από τους μουσικοκριτικούς όσο και η αντίστοιχη από τους οπαδούς τους ήταν από χλιαρές έως κακές, κάτι διόλου παράξενο για ένα δίσκο που ακούγεται υπερβολικά «στουντιακός» για τα επίπεδα μιας ζωντανής συναυλίας των Stones. Εκεί που θα έπρεπε ο Jagger να καβαλάει τα ηχεία, η κιθάρα του Richards να βγάζει φωτιές, η ρυθμική βοήθεια από τον Wood να ξερνάει φλόγες, ο Watts να χτυπάει σαν δαίμονας την ντραμ και ο Wyman να μετακινείται πάνω στην ταστιέρα του μπάσου του σαν μανιακός, ακούμε πέντε μουσικούς που αράζουν στη σκηνή με δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία και παίζουν τις παρτιτούρες τους δίχως συναίσθημα. Η μπάντα «εκτελεί» στην κυριολεξία τον ύμνο «Under My Thumb», το «Satisfaction» φυτοζωεί κάτω από τόνους κακής ηχοληψίας και ο μόνος που διασώζεται τελικά είναι ο πιανίστας (και άτυπο έκτο μέλος του συγκροτήματος) Ian Stewart που ανασταίνει το «Twenty-Flight Rock» του Eddie Cochran.

31. Dirty Work
Κυκλοφορία: 21 Μαρτίου 1986
Μακράν το χειρότερο studio άλμπουμ τους. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1985 μέσα σε κλίμα έντασης με τις σχέσεις μεταξύ Jagger και Richards να είναι εξαιρετικά τεταμένες. Ο λόγος; O Keith θεωρεί μέχρι και σήμερα πως έκανε όλη τη «βρώμικη δουλειά» στο στούντιο ενώ ο Mick έφτανε πάντα την τελευταία στιγμή, αφού συχνά εξαφανιζόταν λόγω υποχρεώσεων για την προώθηση του πρώτου του προσωπικού άλμπουμ, She’s The Boss. Επιπλέον, «ευνούχισαν» κι αυτόν τον έρμο τον Watts, αφού τα περισσότερα τύμπανα βγαίνουν από… drum machine! Η απουσία του Jagger είναι τόσο αισθητή ώστε αυτό ήταν το πρώτο τους άλμπουμ με τον Richards να έχει τα «πρώτα» φωνητικά σε δύο κομμάτια, κάτι που επαναλήφθηκε και στις επόμενες δουλειές. Το άλμπουμ δεν περιέχει ούτε ένα (1) τραγούδι της προκοπής.

30. Flashpoint
Κυκλοφορία: 2 Απριλίου 1991
Η ηχογράφησή του έγινε κατά τη διάρκεια της περιοδείας «Steel Wheels/Urban Jungle Tour» που διήρκεσε από το 1989 μέχρι το 1990, με ηχογραφήσεις από εμφανίσεις τους στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ τους, το συγκεκριμένο περιλάμβανε και δύο αποκλειστικά κομμάτια (“Highwire”, “Sex Drive”), ενώ στην εκτέλεση του “Little Red Rooster” συμμετείχε ο Eric Clapton στην κιθάρα. Ένα ακόμη μέτριο προς κακό live άλμπουμ, απ’ αυτά που άλλα συγκροτήματα βγάζουν για πλάκα.

29. No Security
Κυκλοφορία: 3 Νοεμβρίου 1998
Ακόμη ένα μέτριο live (απορώ, πριν το κυκλοφορήσουν, δεν το άκουσαν οι ίδιοι κι είπαν «τι μαλακίες τους δίνουμε»;) που κυκλοφόρησε λίγο μετά την μεγάλη τους συναυλία στην Αθήνα. Στα δώδεκα τραγούδια του άλμπουμ (που επιλέχθηκαν από τις εμφανίσεις τους στο Άμστερνταμ, το Μπουένος Άιρες, τη Νυρεμβέργη και το Σεν Λούις) ξεχωρίζουν τα “The Last Time”, “Gimme Shelter”, “Live With Me”, “Sister Morphine” και “Waiting On A Friend”, ενώ η μερίδα του λέοντος του tracklist –αναμενόμενα– ανήκει στα τραγούδια από το τελευταίο τους άλμπουμ, Bridges To Babylon (“Saint Of Me”, “Flip The Switch”, “Thief In The Night”, “Out Of Control”).

28. Stripped
Κυκλοφορία: 13 Νοεμβρίου 1995
Ακολουθώντας τη μόδα των ακουστικών συναυλιών που ξεκίνησαν από την εκπομπή Unplugged του MTV, οι Rolling Stones αποφάσισαν να παίξουν κι αυτό το χαρτί της τράπουλας, μπας κι αποδειχτεί κατά τι πιο επιτυχημένο σε σχέση με τα τελευταία τους άλμπουμ που τους έσπρωχναν όλο και πιο βαθιά στη δισκογραφική κατηφόρα και τη μουσική λήθη. Το άλμπουμ έγινε περισσότερο γνωστό χάρη στην αδιάφορη διασκευή στο “Like A Rolling Stone” του Bob Dylan αλλά και κάποια κομμάτια που αναδεικνύονται καλύτερα «απογυμνωμένα», όπως το “Love In Vain” του Robert Johnson.

27. A Bigger Bang
Κυκλοφορία: 5 Σεπτεμβρίου 2005
Το 24ο στουντιακό άλμπουμ της μπάντας από το Ντάρτφορντ είναι μια προσπάθεια να παίξουν σε αχαρτογράφητα νερά κι ύδατα βαλτωμένα από την garage ένδεια των συγχρόνων τους. Οι φήμες που μιλούσαν για μια «επιστροφή» με ένα άλμπουμ εφάμιλλο του Exile on Main St. έπεσαν φυσικά έξω, παρόλο που τα ίδια τα μέλη της μπάντας φρόντισαν να μεταφέρουν όλο αυτό το περιρρέον κλίμα μουσικής αναγέννησης μέσα στο στούντιο. Ο συνεκτικός κρίκος ανάμεσα σε όλα τα κομμάτια του εν λόγω άλμπουμ δεν είναι ούτε η garage φόρμουλα ούτε η blues αισθητική, αλλά η συνειδητοποίηση ότι οι Stones ηχογραφούν «για την πάρτη τους» και μόνο, χωρίς να τους ενδιαφέρει αν θα βγάλουν το επόμενο χιτάκι. Το A Bigger Bang πούλησε καλά επειδή έκανε «κλικ» στους «πιουρίστες» οπαδούς τους που αναγνωρίζουν ως «πραγματικούς Stones» μόνο αυτούς της περιόδου μεταξύ 1967 και 1972. Οι θιασώτες εκείνης ακριβώς της περιόδου του συγκροτήματος είδαν (ή μάλλον άκουσαν) στο A Bigger Bang πολλά από τα στοιχεία εκείνα που αγάπησαν στο Beggars Banquet και το Sticky Fingers: την κοφτή κιθάρα του Keith, την υπόγεια μπασογραμμή του Daryl Jones που γεμίζει τον ήχο του αριστερού ηχείου, τα στακάτα ντραμς του Charlie και πάνω από όλα τους λαρυγγισμούς του Mick σε κομμάτια όπως τα “She Saw Me Coming”, “Look What the Cat Dragged In”, “Oh No Not You Again” και “Back of My Hand”.

26. Voodoo Lounge
Κυκλοφορία: 12 Ιουλίου 1994
Το πρώτο άλμπουμ των Stones χωρίς τον Wyman (που από τις αρχές των 90s αποφάσισε να αφοσιωθεί στον κήπο και την rhythm ’n’ blues μπάντα του) τους βρήκε να κινούνται σε νερά γνώριμα μεν, αβαθή δε. Ίσως σε αυτό να φταίει και το πρόσφατο φλερτ τους με τις νέες τεχνολογίες ή το λούσο της παραγωγής του Don Was (γνωστού για τις άκρως «εμπορικές» δουλειές του). Βοηθούμενο από ένα καταπληκτικό πρώτο σινγκλ (το επικό “Love Is Strong”, συνεπικουρούμενο από το εξαιρετικής ευφυΐας βιντεοκλίπ – δημιουργία του μετέπειτα διάσημου σκηνοθέτη David Fincher) και από μια τεράστια καμπάνια που συνέπεσε χρονικά με το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου που έλαβε χώρα εκείνο το μήνα στις ΗΠΑ, το άλμπουμ σκαρφάλωσε από τη δεύτερη κιόλας εβδομάδα κυκλοφορίας του στο Νο 14 του αμερικανικού καταλόγου επιτυχιών. Τα τρία επόμενα σινγκλ όμως (“You Got Me Rocking”, “Out Of Tears” και “I Go Wild”) δεν έκαναν μεγάλη εντύπωση, γεγονός που προκάλεσε τα αρνητικά σχόλια του Jagger, που δήλωσε ανικανοποίητος από τον τρόπο δουλειάς του Was. Βέβαια, η συνολική εντύπωση που αφήνει το Voodoo Lounge είναι μιας προσπάθειας που, με ένα σοφότερο «διακανονισμό», θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έστω και καλή. Όμως, λίγο το παλιομοδίτικο της παραγωγής του Was, που δεν αφήνει πολλά κομμάτια να «αναπνεύσουν», λίγο η διάρκεια του CD (62 λεπτά) και ο αριθμός των τραγουδιών (15) φαίνεται ότι κούρασαν τους φίλους της μπάντας, σε βαθμό που σήμερα θυμόμαστε το εν λόγω άλμπουμ από το προαναφερθέν πρώτο σινγκλ (και βιντεοκλίπ), την ήρεμη δύναμη του “Thru and Thru” (που μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε έξοχα για να «ντύσει» τις εικόνες της τηλεοπτικής σειράς «The Sopranos») και το Chuckberry-ικό “You Got Me Rocking”.

25. Undercover
Κυκλοφορία: 1 Νοεμβρίου 1983
Οι Glimmer Twins έθεσαν εξαρχής ψηλά τον πήχη για το άλμπουμ αυτό: όχι μόνο το χαρακτήρισαν κομβικής σημασίας για το μέλλον της μπάντας, αλλά επιπλέον αποφάσισαν να δαπανήσουν για την ηχογράφησή του ένα μεγάλο –για τα δεδομένα της εποχής εκείνης– ποσό. Τα πρώτα δείγματα ήταν άκρως ενθαρρυντικά και τα νέα κομμάτια απλώνονταν από το φάσμα της hard rock μέχρι τη soul και από το new wave μέχρι το τζαμαϊκανό dub. Μόνο που είχαν λογαριάσει χωρίς τον ξενοδόχο: η σχέση των δύο «σιαμαίων» πέρασε ίσως την ισχυρότερη, μέχρι τότε, κρίση της, σε σημείο μάλιστα που για ένα διάστημα ο Mick και ο Keith δεν μιλιούνταν. Ο Mick ήθελε το άλμπουμ σκοτεινό και γεμάτο πολιτικές αναφορές και ο Keith, άρτι αποτοξινωθείς, ήθελε να ρίξει το βάρος του πάνω σε πιο ζωντανά, blues θέματα. Το αποτέλεσμα δικαιώνει και τους δύο – αλλά όχι το άλμπουμ στο σύνολό του, το οποίο ακόμη και σήμερα αποτελεί ένα αρκετά ζοφερό κομμάτι της δισκογραφίας τους, που, σύμφωνα με δηλώσεις του Mick, ούτε ο ίδιος θυμάται με ιδιαίτερη τρυφερότητα.

24. Bridges To Babylon
Κυκλοφορία: 30 Σεπτεμβρίου 1997
Αν το Voodoo Lounge ήταν το album όπου ο Keith ανέλαβε την μουσική πρωτοβουλία, το Bridges To Babylon σηματοδοτεί την επιστροφή του Jagger που ξαφνικά αποφάσισε να ασχοληθεί και λίγο με τη… παλιά του γκόμενα και όχι μόνο με τις (αποτυχημένες) σόλο απόπειρες του. Το άλμπουμ περιέχει up-tempo δυναμίτες (“Out Of Control”, “Too Tight”, “Lowdown”), περάσματα από ρέγκε (“You Don’t Have To Mean It”), mid-tempo μπαλάντες (“Saint Of Me”), αλλά και την… Angelina Jolie στο βιντεοκλίπ του “Anybody Seen My Baby”.

23. Steel Wheels
Κυκλοφορία: 28 Αυγούστου 1989
Τα δύο δυνατά σινγκλ που βγήκαν από το δίσκο (“Mixed Emotions” και “Rock And A Hard Place”) μας προϊδέασαν για μια θριαμβευτική επιστροφή, αλλά φευ! Δεν είναι μόνο το ότι οι μεταξύ τους σχέσεις είναι στο ναδίρ (ο ξενερωμένος Wyman ετοιμάζει σιγά σιγά τις… βαλίτσες του), αλλά «φαγώθηκαν» με τα ηλεκτρονικά ντραμς και συνεχίζουν να έχουν παροπλισμένο τον Charlie. Νισάφι πια! Από τα αυλάκια του άλμπουμ ξεπηδά μια και μόνη αίσθηση: αυτή του «παίδες, δεν το πολυέχουμε μαζί, οπότε ας κάνει ο καθένας τη φιγούρα του στα προσωπικά του άλμπουμ».

22. Live Licks
Κυκλοφορία: 2 Νοεμβρίου 2004
Επιτέλους, ένα live της προκοπής! Με αρχή, μέση και τέλος, καλή επιλογή στο setlist και καλές –ως επί το πλείστον- ερμηνείες από όλους τους εμπλεκομένους. Το τετραπλό DVD «Four Flicks» που κυκλοφόρησε το 2003 όσο και το διπλό CD «Live Licks» με 23 ζωντανές ηχογραφήσεις κατανεμημένες σε δύο CD αποτελούν τον αδιάψευστο μάρτυρα της παγκόσμιας περιοδείας «Licks World Tour 2002/3» κατά την οποία οι Stones εμφανίστηκαν σε μεγάλα στάδια ανά τον κόσμο. Παρά το ότι σε αρκετά σημεία δίνεται η εντύπωση ότι η συναυλιακή προσέγγιση της μπάντας είναι άκρως διεκπεραιωτική (ας όψεται και το πέρας της ηλικίας τους), υπάρχουν και στιγμές που χαίρεσαι να τους βλέπεις, όπως στα “Gimme Shelter”, “Brown Sugar”, “Paint It Black”, “Rocks Off”, στο “Everybody Needs Somebody To Love” του Solomon Burke και το “Honky Tonk Women” με την Sheryl Crow.

21. Emotional Rescue
Κυκλοφορία: 23 Ιουνίου 1980
Με κεκτημένη ταχύτητα από τη μεγάλη επιτυχία του προ διετίας Some Girls, η πεντάδα εισέρχεται στη δεκαετία του ’80 μέσα σε έναν κυκεώνα μουσικών αλλαγών: η disco έγινε new age, το punk μετατράπηκε σε post punk, αλλά στους ίδιους το μόνο που αλλάζει είναι οι τίτλοι των άλμπουμ τους: το Emotional Rescue είναι, στην ουσία, ένα Some Girls Part 2, αφού περιέχει απομεινάρια και διάφορα outtakes από τις ηχογραφήσεις του προηγούμενου άλμπουμ τους (όπως τα σπιντάτα “Summer Romance” και “Where the Boys Go”) συν κάποια τραγούδια που γράφτηκαν βιαστικά και ενόσω ο Richards ήταν απασχολημένος με το να βγάζει εαυτόν από τα καναδικά μπουντρούμια στα οποία κρατούνταν για κατοχή ναρκωτικών. Ως εκ τούτου, δεν διαθέτει ούτε τη σπιρτάδα της γραφής του Keith ούτε το momentum εκείνο που χάρισε στο Some Girls τη φήμη του. Είναι όμως ένα παρεξηγημένο και υποτιμημένο άλμπουμ που ο υποψιασμένος ακροατής πρέπει να ακούσει ανάποδα (δηλαδή από το τέλος προς την αρχή, αφού τα τέσσερα καλύτερα κομμάτια του βρίσκονται «θαμμένα» εκεί) για να το εκτιμήσει.

20. The Rolling Stones (UK)
Κυκλοφορία: 17 Απριλίου 1964
Το πρώτο τους LP περιείχε μόνο τρεις δικές τους συνθέσεις, τα “Now I’ve Got A Witness”, “Little By Little” και “Tell Me”, εκ των οποίων οι δυο πρώτες ήταν το αποτέλεσμα πρόχειρων αυτοσχεδιασμών πάνω στα κομμάτια “Can I Get A Witness” του Marvin Gaye και “Shame Shame Shame” του Jimmy Reed αντίστοιχα. Στα τρία αυτά τραγούδια τα credit αναφέρουν ως συνθέτες το «Nanker Phelge», όνομα που χρησιμοποιήθηκε για να υπογράφουν τις συνθέσεις των οποίων τα δικαιώματα μοιράζονταν από κοινού τα πέντε μέλη των Rolling Stones. Το Phelge προέκυψε απ’ το επώνυμο ενός από τους πρώτους τους συγκατοίκους, του Jimmy Phelge, ενώ το Nanker ήταν η ονομασία μιας κοροϊδευτικής γκριμάτσας που έκαναν εν είδη αστείου τα πέντε μέλη της μπάντας πίσω από την πλάτη κάποιου που θεωρούσαν ηλίθιο. Τα υπόλοιπα εννέα κομμάτια ήταν διασκευές κλασικών soul, blues και rhythm & blues τραγουδιών που όμως παίζονταν απ’ το συγκρότημα με έναν εντελώς βρετανοπρεπή τρόπο. Στην Αμερική κυκλοφόρησε έπειτα από δεκαπέντε ημέρες με τον τίτλο England’s Newest Hit Makers και με μια αλλαγή στο tracklist, αφού το “Not Fade Away” του Buddy Holly αντικατέστησε το “Mona” του Bo Diddley. Παρών στις ηχογραφήσεις ήταν ο «πολύς» Phil Spector επιβλέποντας ένα άλμπουμ που με τίποτα δεν προοιώνιζε αυτό που θα άκουγαν τα αυτιά μας στα επόμενα χρόνια.

19. Goat’s Head Soup
Κυκλοφορία: 31 Αυγούστου 1973
Για το άλμπουμ αυτό, ο παραγωγός Τζίμι Μίλερ, αντί να τους χώσει σε ένα στούντιο της προκοπής και να τους τραβήξει λίγο τα γκέμια της γενικότερης… χαλαρουίτα διάθεσης, τους πήγε που; Στη Τζαμάικα! Το μέρος-σήμα κατατεθέν της ρέκλας. Και ποιό το αποτέλεσμα; Ένα μετριότατο άλμπουμ που δεν διασώζεται με τίποτα, ούτε με την πασίγνωστη μπαλάντα “Angie” που τους πρόσφερε το πρώτο τους Νο 1 έπειτα από δύο περίπου χρόνια, ούτε με το εναρκτήριο “Dancing With Mr D” (μια παραλλαγή του “Jumpin’ Jack Flash”). Η μοναδική δικαιολογία που (μπορεί να) έχουν είναι το ότι «έπρεπε» να ακολουθήσουν την επιτυχία τριών (άντε, τεσσάρων) αριστουργηματικών άλμπουμ και κάπου εκεί «έχασαν τη μπάλα». Αλλά ειλικρινά, με τραγούδια όπως το “Winter” πως μετά να μην αρχίσει την πρέζα ο Richards;

18. Love You Live
Κυκλοφορία: 23 Σεπτεμβρίου 1977
Ο τρίτος live δίσκος της μέχρι τότε καριέρας τους, το διπλό «Love You Live», είναι το μοναδικό επίσημο ζωντανά ηχογραφημένο ντοκουμέντο τους από τη δεκαετία του ’70. Σχεδόν τα τρία τέταρτα του άλμπουμ προέρχονται από τις συναυλίες της ευρωπαϊκής περιοδείας του 1976, με τον Mick Taylor να έχει ήδη προλάβει να αντικατασταθεί από τον Ron Wood και τους Stones (κυρίως τον Keith, που ήταν σε κακή κατάσταση εξαιτίας του πρόσφατου θανάτου του νεογέννητου γιου του, Τara, από πνευμονία) να μην ξέρουν που πατάνε και που βρίσκονται. Δεν κρατάμε απολύτως τίποτα. Πάμε παρακάτω.

17. Metamorphosis
Κυκλοφορία: 6 Ιουνίου 1975
Το Metamorphosis, μία παραγωγή του μάνατζερ Allen Klein (που αφού χαντάκωσε τους Beatles, είπε να κάνει το ίδιο και με τους Stones), με ακυκλοφόρητο και σπάνιο υλικό, μπαίνει εντελώς χαριστικά δίπλα στα υπόλοιπα άλμπουμ τους, αφού αποτελεί κάτι σαν bootleg της δεκαετίας του ’60. Τέσσερα από τα δεκαέξι κομμάτια (“Downtown Suzie”, “I Don’t Know Why”, “Family” και ‘Jiving Sister Fanny”) προορίζονταν για τα άλμπουμ Beggars Banquet και Let It Bleed, ενώ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα ηχογραφήθηκαν με τη βοήθεια σπουδαίων μουσικών, όπως ο Jimmy Page, ο John Paul Jones, o Nicky Hopkins και ο Al Kooper. Πέραν από 2-3 σκόρπια (όπως το “Some Things Just Stick In Your Mind” ή το “We’re Wastin’ Time”), εντύπωση προκαλούν οι στίχοι στο κομμάτι “Andrew’s Blues” με το συγκρότημα να λέει για τον πρώην μάνατζέρ τους πως ο «Andrew Oldham sitting on a hill with Jack and Jill / Fucked all night and sucked all night and taste that pussy till it taste just right». Γενικά πάντως, ηχεί ως «λίγο» πλέον στα αυτιά μας.

16. Black And Blue
Κυκλοφορία: 1 Απριλίου 1976
Το Black And Blue κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1976 και παρόλο που γνώρισε εμπορική επιτυχία, οι κριτικοί το αντιμετώπισαν με αρνητική διάθεση, θεωρώντας το ως «δείγμα των καιρών» -δηλαδή της έλευσης της χορευτικής, μαύρης φανκ. Ηχητικά το άλμπουμ είχε άμεση αναφορά στις επιρροές τους αυτές, συνθέτοντας ένα κολάζ από τζαζ, φανκ και ρέγκε, αλλά με συνθέσεις που δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν το όλο μουσικό οικοδόμημα –έκτος κι αν μου πείτε πως έχετε κάτσει κι έχετε ακούσει πάνω από 5-6 φορές τo “Hot Stuff” ή το “Cherry Oh Baby”. Μόνο το “Fool To Cry” αξίζει κι αυτό με τα χίλια ζόρια. Το συμπέρασμα: την ίδια ακριβώς περίοδο, ο David Bowie έκανε ό,τι και οι Stones, αλλά πολύ καλύτερα. Το αρχικό εξώφυλλο του δίσκου προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και αναγκάστηκαν να το αποσύρουν αμέσως αφού απεικόνιζε μια κακοποιημένη γυναίκα κάτω από μια πινακίδα στη Sunset Boulevard με τη φράση «I’m Black And Blue From The Rolling Stones – And I Love It!».

15. The Rolling Stones No. 2 (UK)
Κυκλοφορία: 30 Ιανουαρίου 1965
To δεύτερο LP της μπάντας κυκλοφόρησε στη Βρετανία τον Ιανουάριο του 1965 με το τίτλο The Rolling Stones No. 2, σχεδόν ταυτόχρονα με το “The Last Time”, το πρώτο σινγκλ που κυκλοφόρησαν και το οποίο υπέγραφε το δίδυμο Jagger και Richards. Τα περισσότερα τραγούδια του άλμπουμ ηχογραφήθηκαν στα στούντιο της διάσημης δισκογραφικής Chess στο Σικάγο. Η αμερικανική έκδοση κυκλοφόρησε τρεις μήνες νωρίτερα, με τον τίτλο «12×5» και απαρτιζόταν κατά κύριο λόγο από κομμάτια του βρετανικού EP «Five By Five», καθώς και από τέσσερα του «The Rolling Stones No. 2». Τα υπόλοιπα εμφανίστηκαν στο «The Rolling Stones, Now», επίσης αμερικάνικη «συλλογή» (τρόπον τινά) με κομμάτια από τα άλμπουμ 12X5 και Rolling Stones Νo. 2. Η μπάντα βρίσκεται ακόμη σε διαδικασία «ψαξίματος», αφού δεν δείχνει διατεθειμένη ακόμη να αποφασίσει ανάμεσα στο δίλημμα «αμερικανικά rhythm & blues ή βρετανική ποπ;».

14. Got Live If You Want It! (US)
Κυκλοφορία: 9 Δεκεμβρίου 1966
Ως το πρώτο ζωντανά ηχογραφημένο «σουβενίρ» από την βρετανική περιοδεία της μπάντας το 1965-66, το -αποκλειστικά για την αμερικανική αγορά- Got Live if You Want It! επιχειρεί να μεταφέρει το ενθουσιώδες κλίμα που επικρατούσε στις βρετανικές πόλεις-σταθμούς της τουρνέ τους. Ωστόσο, είναι τόσο κακή η ποιότητα της αρχικής εγγραφής και οι κραυγές του κοινού είναι τόσο ψηλά στη τελική μείξη, ώστε ο οπαδός του συγκροτήματος που θέλει να αποκτήσει το εν λόγω άλμπουμ έχει νόημα να το κάνει μόνο στην στερεοφωνική έκδοση του 2002 σε SACD.

13. It’s Only Rock ’n’ Roll
Κυκλοφορία: 1 Οκτωβρίου 1974
Το εν λόγω άλμπουμ μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ως το πλέον άνισο της 50χρονης δισκογραφίας τους. Ο λόγος είναι ότι από τη μια είναι ένα εγχείρημα σαφώς πιο δυναμικό από τον προκάτοχό του (το «κρεμώδες» Goats Head Soup) με τραγούδια-δυναμίτες (όπως το ομώνυμο του άλμπουμ και το “Ain’t Too Proud To Beg” – διασκευή σε επιτυχία των Temptations από το 1966), αλλά από την άλλη η ηχογράφηση του σήμερα ακούγεται ελαφρά πρόχειρη (γεγονός που παραδέχτηκε κατόπιν και σε συνεντεύξεις του και ο ίδιος ο Richards), σαν να έγινε «στο πόδι» για να προλάβει τα deadline που τους έθεσε η δισκογραφική τους εταιρεία – δηλαδή… οι ίδιοι! Επιπλέον, σε τραγούδια όπως τα “Dance Little Sister” και “Short and Curlies” είναι προφανής η επιδίωξή τους να παραδώσουν κάτι, που στα αφτιά του μέσου ακροατή μπορεί να ακούγεται άκρως ικανοποιητικό, αλλά για τα δεδομένα της «Καλύτερης Rock ’n’ Roll Μπάντας στον Κόσμο» ήταν πολύ κατώτερο του αναμενομένου. Άκρως κυνικό και με υλικό… δεύτερης ποιότητας, το It’s Only Rock ’n’ Roll όχι μόνο έδειξε την έξοδο στον κιθαρίστα Mick Taylor, αλλά σήμανε την πλήρη ένταξη του Ron Wood στο συγκρότημα και προλείανε το έδαφος για ό,τι επρόκειτο να επακολουθήσει: την ενασχόληση της μπάντας με τη «γαλανομάτα soul», τη funk και την disco.

12. Some Girls
Κυκλοφορία: 9 Ιουνίου 1978
Όλως παραδόξως, το Some Girls δεν είναι ένα disco άλμπουμ παιγμένο από ένα rock ’n’ roll συγκρότημα• είναι ένα rock ’n’ roll άλμπουμ παιγμένο από μια disco μπάντα. Το feeling που διατρέχει τον δίσκο είναι αδιαμφισβήτητα rock, αφού από τη μία ο Ronnie Wood είχε ενσωματωθεί πλέον εξ ολοκλήρου στο συγκρότημα, και από την άλλη η «διαπλοκή» του Keith με τις λευκές σκόνες ανάγκασε τον Mick να τελειοποιήσει τις γνώσεις του πάνω στην εξάχορδη, προκειμένου να συνεισφέρει και αυτός το καλύτερο. Η περιπαιχτική και σαρκαστική διάθεσή τους φαίνεται από το έρπον funk του “Miss You” και το ομώνυμο κομμάτι, όπου, μέσα σε ένα κλίμα υπολανθάνοντος μισογυνισμού, διακηρύττουν «black girls just wanna get fucked all night», προκαλώντας τη γενική κατακραυγή μαύρων ιερέων, διάσημων τηλε-ευαγγελιστών και φεμινιστικών οργανώσεων. «Αν δεν μπορείτε να καταλάβετε ένα αστείο, να πάτε να γαμηθείτε», απάντησε ο Jagger, προχωρώντας στο παρασύνθημα, δηλαδή το ομοφυλοφιλικών και σαδομαζοχιστικών αναφορών “When the Whip Comes Down”, κατόπιν το “Beast of Burden” (ίσως την καλύτερη μπαλάντα που έχουν γράψει τα τελευταία τριάντα χρόνια), τη διασκευή στο “(Just My) Imagination”, ένα ακόμη κομμάτι των αγαπημένων τους Temptations, την country παρωδία του “Far Away Eyes”, το ρυπαρό rock ’n’ roll του “Respectable”, για να κλείσουν με το νιχιλιστικό “Shattered”. Το Some Girls μπορεί να μη διαθέτει το «συναίσθημα του δρόμου» που καθιέρωσε τους Stones ως μια πρωτοκλασάτη και αυτάρκη μουσική δύναμη, αλλά εμπεριέχει στα αυλάκια του δίσκου του όλα εκείνα τα στοιχεία για τα οποία θα τους θυμόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1970: τη σπιρτάδα μιας εποχής όπου όλα ήταν πασπαλισμένα με κοκαϊνη κι όλοι χόρευαν διαρκώς.

11. Tattoo You
Κυκλοφορία: 27 Αυγούστου 1981
Θεωρούμενο ως «το καλύτερο άλμπουμ των Stones τη δεκαετία του ’80» το Tattoo You είναι χωρισμένο σε δύο χαρακτηριστικές πλευρές: η πρώτη ήταν επικεντρωμένη στον καθαρά rock ’n’ roll ήχο, ενώ η δεύτερη περιέχει μπαλάντες. Τα περισσότερα από τα κομμάτια του ηχογραφηθήκαν μέχρι και προ οκταετίας, όπως τα “Tops” και “Waiting on A Friend” που γράφτηκαν το 1972 κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του Goats Head Soup με τον Mick Taylor (και ο οποίος αργότερα ζήτησε να εισπράξει χρήματα από τα δικαιώματα) ενώ οι μόνες νέες συνθέσεις ήταν τα “Neighbours” και “Heaven”. Το άλμπουμ έβγαλε τρία σινγκλ, αρχικά το “Start Me Up” (ο αρχικός τίτλος ήταν “Never Stop”) και μετά τα “Waiting On A Friend” (το βιντεοκλίπ του οποίου γυρίστηκε στη Νέα Υόρκη, στο ίδιο ακριβώς σπίτι που είχαν οι Led Zeppelin στο εξώφυλλο του Physical Graffiti) και “Hang Fire”.

10. December’s Children (And Everybody’s) (US)
Κυκλοφορία: 4 Δεκεμβρίου 1965
Αποκλειστικά αμερικανική κυκλοφορία, που περιέχει κάποια από τα τραγούδια της βρετανικής έκδοσης του Out Of Our Heads και βγήκε στις αρχές Δεκεμβρίου με σκοπό να εκμεταλλευτεί την αυξημένη εμπορική κίνηση της χριστουγεννιάτικης αγοράς (εξ’ου κι ο τίτλος «Παιδιά του Δεκεμβρίου»). Το άλμπουμ περιέχει κάποιους πρόσφατα ηχογραφημένους «κράχτες», όπως τα εκπληκτικά “Get Off of My Cloud” και τη δική τους εκτέλεση στο “As Tears Go By” των Jagger/Richards που είχε αρχικά τραγουδήσει η Marianne Faithfull. Ο δίσκος συμπληρώθηκε ως επί το πλείστον με τραγούδια που μέχρι τότε είχαν κυκλοφορήσει μόνο σε βρετανικούς δίσκους, σινγκλ και EP.

9. Get Yer Ya-Ya’s Out!
Κυκλοφορία: 4 Σεπτεμβρίου 1970
Το καλύτερο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ των Stones προήλθε από το live της μπάντας στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης στις 27 και 28 Νοεμβρίου του 1969. Στα 47 λεπτά του καταπληκτικού Get Yer Ya-Ya’s Out! παρακολουθούμε ένα συγκρότημα στο απόλυτο απόγειο της φόρμας και της καριέρας του να «παίζει» με τον εαυτό του, τα τραγούδια του, το κοινό, τα όργανα και κυρίως τις ίδιες του τις αντοχές. Και να βγαίνει πανηγυρικά κερδισμένο. Όντως, όπως αναγγέλλει η φωνή του παρουσιαστή Sam Cutler, οι Rolling Stones είναι «the greatest rock ’n’ roll band in the world».

8. Out Of Our Heads (UK)
Κυκλοφορία: 24 Σεπτεμβρίου 1965
Το 1965 οι Jagger και Richards έχουν ήδη υπογράψει δύο νούμερο ένα σινγκλ, το “The Last Time” και το “Satisfaction”, που τους μετέτρεψαν σε σούπερ σταρ. Ωστόσο, η δισκογραφική τους εταιρία Decca/London θεώρησε σκόπιμο να μην συμπεριλάβει κανένα από τα δυο αυτά τραγούδια στο επόμενο άλμπουμ τους, στη βρετανική του έκδοση –σήμερα, ο υπεύθυνος της δισκογραφικής που θα είχε υποπέσει σε παρόμοιο ατόπημα θα είχε καρατομηθεί δημοσίως στο μέσο της πλατείας Πικαντίλι. Ευτυχώς, η αμερικανική έκδοση, που κυκλοφόρησε με διαφορά δύο μηνών, τα είχε μέσα στο tracklist. Οι διασκευές σε soul, blues και rhythm & blues κομμάτια υπερτερούν για μια ακόμη –αλλά ευτυχώς τελευταία– φορά, αφού απ’ το επόμενο άλμπουμ το συγκρότημα «βρίσκει τη φωνή του».

7. Their Satanic Majesties Request
Κυκλοφορία: 8 Δεκεμβρίου 1967
Ξεκινώντας ως μια, μεταξύ αστείου και σοβαρού, απάντηση στο Μπιτλικό Sgt. Peppers’s Lonely Hearts Club Band και καταλήγοντας ως μια «τριπαρισμένη» αντίστιξη στο Piper At The Gates Of Dawn των Pink Floyd, το ψυχεδελικό –και τραγικά υποτιμημένο- αυτό άλμπουμ είναι ο πιο αμφιλεγόμενος δίσκος της καριέρας τους. Ταυτόχρονα, εδώ οι Stones έκαναν το δικό τους… Night At The Opera, αφού ο Brian Jones χρησιμοποιεί μια πλειάδα μουσικών στυλ (μιούζικαλ, έθνικ, αβαν-γκαρντ, ρετρό) αλλά και οργάνων, όπως περίπου έκαναν σχεδόν μια δεκαετία μετά οι Queen. Το εναρκτήριο “Sing This All Together” (τη βασική μελωδία του οποίου δανείστηκαν, 35 χρόνια μετά, οι Starsailor για το τραγούδι “Music Was Saved”) οδηγεί στο εκπληκτικό “She’s A Rainbow” (ενορχήστρωσης του John Paul Jones των Led Zeppelin), δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα στο space-rock του “2000 Light Years From Home”, καταλήγοντας με μαθηματική ακρίβεια στις έθνικ πινελιές του “Gomper”, είκοσι και βάλε χρόνια πριν το ξαναεπιχειρήσουν στο τραγούδι “Continental Drift” απ’ το άλμπουμ Steel Wheels.

6. Between The Buttons (UK)
Κυκλοφορία: 20 Ιανουαρίου 1967
Στο Between The Buttons είναι η τελευταία φορά όπου το tracklist διαφέρει στην αμερικανική και τη βρετανική του έκδοση. Εδώ, στην αμερικανική έκδοση περιλήφθησαν τα εξαιρετικά σινγκλ “Let’s Spend The Night Together” και “Ruby Tuesday” στη θέση των “Back Street Girl” και “Please Go Home” που πήραν τη θέση τους στη βρετανική βερσιόν. Παράλληλα, οι Stones θέτουν βέτο στο ρόλο του Oldham ως παραγωγού κι από το επόμενο άλμπουμ παίρνουν οι ίδιοι τα ηνία της παραγωγής. Το άλμπουμ αποτελεί ίσως το πιο «βρετανοπρεπές» πόνημα των Stones με κύριες επιρροές από Kinks, προλειαίνοντας ιδανικά το μουσικό έδαφος γι’ αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.

5. Aftermath (UK)
Κυκλοφορία: 15 Απριλίου 1966
Μετά από τρία χρόνια στο κουρμπέτι, αυτός είναι το πρώτο, πραγματικά, σημαντικό άλμπουμ του συγκροτήματος –επίσης, είναι ο πρώτος στερεοφωνικός τους δίσκος, αλλά και ο μοναδικός μέχρι τότε που περιείχε αποκλειστικά συνθέσεις των Jagger και Richards. Η Decca/London συνεχίζει τις ακατανόητες κινήσεις, παραλείποντας το “Paint It Black” από την βρετανική έκδοση του άλμπουμ, αλλά είναι τόσες οι συνθέσεις αυτόφωτης μεγαλοφυΐας (“Mother’s Little Helper”, “Under My Thumb”, “Lady Jane”) που κάποιοι έχουν αρχίσει ήδη να θεωρούν τους Stones άμεσους ανταγωνιστές των Beatles.

4. Exile On Main Street
Κυκλοφορία: 12 Μαΐου 1972
Το Exile On Main Street είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, το οποίο υποτιμήθηκε τον καιρό που κυκλοφόρησε, αλλά πλέον έχει υπερτιμηθεί αρκετά περισσότερο απ’ ότι του αξίζει σήμερα. Ακόμη κι αν ξεπεράσουμε το σκόπελο της χρονικής διάρκειας (πάνω από μια ώρα ανοικτών κουρδισμάτων και ακουστικών μπαλαντών με ενδιάμεσες «τσόντες» από mid-tempo τραγούδια δεν αντέχει κανείς!), αναγκαστικά θα «κράξουμε» -για πρώτη και τελευταία φορά- τον Jimmy Miller που άφησε εκτεθειμένη τη φωνή του Jagger μέσα σε ένα χαοτικό μιξάρισμα πολλών διαφορετικών οργάνων. Συνολικά, η όλη εμπειρία δεν σε αποζημιώνει και σήμερα, η ακρόαση ΟΛΟΥ του άλμπουμ είναι μάλλον ένα εγχείρημα άκρως κουραστικό. Παραδέχομαι ωστόσο πως το άλμπουμ διαθέτει τραγουδάρες (“Rocks Off”, “Tumbling Dice”, “Rip This Joint”, “All Down The Line”, “Shine A Light”, “Happy”, “Black Angel”) και μια γενικότερη ατμόσφαιρα που τη λες (καλοπροαίρετα) και χαλαρή, αλλά αν είσαι κακοπροαίρετος τη λες κάλλιστα και «μπάτε σκύλοι αλέστε».

3. Beggars Banquet
Κυκλοφορία: 6 Δεκεμβρίου 1968
Το 1968 ξεκινάει η πιο εμπνευσμένη και παραγωγική περίοδο της μπάντας, με τρία συνεχόμενα αριστουργηματικά άλμπουμ μέσα σε τέσσερα χρόνια, τα Beggars Banquet, Let It Bleed και Sticky Fingers (άλλοι μιλούν για τέσσερα συμπεριλαμβάνοντας και το Exile On Main St.). Το άτυπο αυτό threepeat ξεκίνησε με το σινγκλ “Jumpin’ Jack Flash”, το Μάιο του 1968, ταυτόχρονα με τα γεγονότα της Άνοιξης του ’68 και των φοιτητικών διαδηλώσεων στο Παρίσι. Έκτος από τα ακουστικά “No Expectations”, “Dear Doctor”, “Parachute Woman” και “Jigsaw Puzzle”, στο άλμπουμ ξεχωρίζει δια γυμνού… αυτιού ο ύμνος των φοιτητικών διαδηλώσεων “Street Fighting Man”, το σχεδόν… μαρξιστικό “Salt of the Earth” και ασφαλώς ένα από τα 2-3 καλύτερα τραγούδια που έγραψαν ποτέ, το σπαρακτικό marimba-rock του “Sympathy For The Devil”. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε με καθυστέρηση αρκετών μηνών εξαιτίας της αντίδρασης από την Decca/London, που έθεσε βέτο στη φωτογραφία από τον τοίχο μιας τουαλέτας που πρότειναν οι Stones για εξώφυλλο και στη θέση του τελικά μπήκε η απομίμηση μιας λευκής κάρτας, σαν «πρόσκληση σε φτωχικό γεύμα», όπως ήταν κι ο τίτλος του άλμπουμ.

2. Sticky Fingers
Κυκλοφορία: 23 Απριλίου 1971
Έχοντας ολοκληρώσει το συμβόλαιό τους με την Decca κι έχοντας προλάβει να ιδρύσουν τη δική τους εταιρεία, τη Rolling Stone Records, οι Stones μπήκαν στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1969 στο θρυλικό στούντιο της soul μουσικής Muscle Shoals της Αλαμπάμα των ΗΠΑ προκειμένου να ηχογραφήσουν τα δύο νέα τραγούδια τους, το “Brown Sugar” και τη country-rock μπαλάντα “Wild Horses”(ένα τραγούδι αφιερωμένο απ’ τον Mick στην Marianne Faithfull και στην επιστροφή της στη ζωή μετά από κώμα που είχε πέσει στα τέλη του 1969 λόγω OD ηρωίνης). Μαζί με αυτά τα δυο ηχογράφησαν και μια διασκευή στο παλιό blues κομμάτι “You Gotta Move” του Fred McDowell, αλλά το κλίμα του “Wild Horses” είναι αυτό που θα στοιχειώσει ολόκληρο το άλμπουμ: τίγκα στο ζόφο, την απαισιοδοξία και την ανατριχίλα, με πρώτο μάρτυρα το σκοτεινό “Sister Morphine” κι εξίσου ενδεικτικούς τίτλους τα “Dead Flowers” “Bitch” και “Sway”. Ωστόσο, δυο είναι οι μουσικοί που έβαλαν τη σφραγίδα τους στο Sticky Fingers: ο ένας είναι ο σπουδαίος κιθαρίστας Ry Cooder, ο όποιος δίδαξε στον Keith Richards όλα τα μυστικά της slide κιθάρας κι ειδικά τα «ανοιχτά κουρδίσματα» που ήταν υπερβολικά διαδεδομένα στους κύκλους της blues μουσικής. Με τις νέες αυτές τεχνικές, ο Richards τελειοποίησε έναν ήχο που είχε αρχίσει να μορφοποιεί αφενός με την κυκλοφορία του “Honky Tonk Women” και αφετέρου με τις συνθέσεις του Exile On Main Street. Ο δεύτερος άνθρωπος που τον επηρέασε βαθύτατα ήταν ο μακαρίτης ο Gram Parsons, εκ των πρωτοπόρων της country-rock. Το αποτέλεσμα είναι άψογο, ειδικά σε τραγούδια όπως το “Can’t You Hear Me Knocking”, μια υπέροχη «συνομιλία» κιθάρας και σαξοφώνου και το “Brown Sugar” που ξεκινάει ως μια παλιομοδίτικη ροκιά και καταλήγει σε ένα πανηγύρι πνευστών. Αξέχαστο φυσικά είναι και το εξώφυλλο του Andy Warhol με το πραγματικό φερμουάρ και από μέσα να φαίνεται το… μποξεράκι του Richards.

1. Let It Bleed
Κυκλοφορία: 28 Νοεμβρίου 1969
Το αριστούργημα τους. Και πώς να μην είναι όταν το άλμπουμ ανοίγει με το “Gimme Shelter” (ένα τραγούδι που, πλάκα πλάκα, πρέπει να έχει ακουστεί ως soundtrack, σχεδόν σε όλες τις ταινίες του Martin Scorsese) και κλείνει με το “You Can’t Always Get What You Want”. Εξίσου κομβικός κι ο ρόλος του Keith Richards ως ενορχηστρωτή των συνθέσεων (για πρώτη του φορά, μια χαρά τα πήγε και μάλιστα σε μια περίοδο που άρχιζε να εθίζεται από την ηρωίνη), ενώ ο Keef έκανε το τραγουδιστικό του ντεμπούτο στο τραγούδι “You Got the Silver” και πήρε… εργολαβία τις βρώμικες «μπλουζιές» “Love In Vain” του Robert Johnson και “Midnight Rambler”.