Πόσες σταγόνες νερού υπάρχουν στην θάλασσα;

Τόσες είναι και οι μουσικές επιρροές (ή οι ηχητικές εικόνες) που ενυπάρχουν μέσα στην μουσική των Sugar Factory.

Από το post rock των Tortoise και των Slint μέχρι το proto-punk των Stooges και το proto-metal των Black Sabbath, το κύμα σε πετάει ξαφνικά στο noise-rock των Mogwai, τον εστέτ αφαιρετικό ηλεκτρισμό των Autechre, και από εκεί η μουσική θάλασσα σε ξεβράζει κάπου ηχητικά αφιλόξενα, στις εφιαλτικές παρτιτούρες των Πολωνών Paderewski και Penderecki, τον μουσικό ζόφο του György Ligeti και μετά το τσουνάμι σε παρασέρνει ξανά σε πιο straightforward ακούσματα, όπως το εγκεφαλικό trip-hop των Portishead, την αστική δυστοπία των Στέρεο Νόβα μαζί με την υπεραστική ουτοπία του Ry Cooder, και τις τζαζ πειραματικές ελεγείες του Miles Davis και του John Coltrane.

Μπορούν όλες αυτές οι, φαινομενικά, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους επιρροές να ενωθούν αρμονικά κάτω από μια κοινή ηχητική και αμιγώς ορχηστρική ομπρέλα με κινηματογραφική αφετηρία και avant garde προεκτάσεις;

Η απάντηση έγκειται σε δυο λέξεις: Sugar Factory.

Ένα συγκρότημα που, εν γνώσει του και επιλογή του, κινείται στις παρυφές της ελληνικής underground σκηνής χωρίς ποτέ του να έχει αξιώσει να παίξει μπάλα στα πολύ πιο εμπορικά χωράφια της εγχώριας μουσικής σκηνής.

Κάποιος θα χαρακτήριζε την προσέγγιση αυτή ως «μουσική αυτοκτονία». Γιατί, άλλωστε, να μην θέλεις να διαμορφώσεις την μουσική σου καθ’ αυτόν τον τρόπο ώστε να εκτεθείς σε ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό; Η λογική πίσω από την μπάντα είναι πολύ πιο βαθιά.

«Η μουσική είναι μια απίστευτη εμπειρία που έχει αρχή και δεν έχει τέλος. Πάντα είσαι μαθητής και δάσκαλος, πάντα μαθαίνεις και μοιράζεσαι. Βέβαια, η μουσική είναι σαν την θάλασσα. Και αν δεν την σεβαστείς θα σε πνίξει», μου λέει ο ιδρυτής του συγκροτήματος, Στέλιος Γκαγκάρης, με αφορμή την κυκλοφορία του τρίτου άλμπουμ των Sugar Factory, με τίτλο «Liminal Spaces».

Προσοχή: όχι «subliminal», δηλαδή «υποσυνείδητα», αλλά «liminal», ήτοι «μεταιχμιακά» ή «κινούμενα πάνω σε γειτνιάζοντα είδη».

Απολύτως ταιριαστός ο τίτλος που επελέγη για ένα άλμπουμ, τα μουσικά όρια του οποίου ξεφεύγουν εύκολα από το ένα genre στο επόμενο (μάλιστα, χωρίς ποτέ να σε προειδοποιούν γι’ αυτό), ενώ οι παύσεις ανάμεσα από τις νότες είναι πολλές περισσότερες απ’ όσες επιτάσσει μέχρι και η, συνήθως, ανοικτή σε πολυποίκιλες ερμηνείες, post rock φόρμα.

Αυτό, φυσικά, οδηγεί εκεί που έριξε το κύμα και άλλους συναδέλφους τους που ακόνισαν τα δόντια τους πάνω σε αυτό το modus operandi: Μια τολμηρά μινιμαλιστική οπτική με ενορχηστρώσεις σχεδόν ολοκληρωτικά απογυμνωμένες στα πρότυπα των έργων του Philip Glass ή του Wim Mertens.

Μοιάζει συναρπαστικό όλο αυτό το μουσικό ταξίδι δίχως ευδιάκριτο προορισμό· είναι όμως όντως έτσι;

«Στο νέο μας άλμπουμ υπήρξαν πολλές τέτοιες στιγμές. Πέρα από κάποιες αρχικές ιδέες όλη η υπόλοιπη ενορχήστρωση δημιουργήθηκε με αυτοσχεδιαστική διάθεση στις ηχογραφήσεις και στην παραγωγή του δίσκου. Αυτή η ιδέα ήταν αρκετά συναρπαστική μιας και θα έπρεπε να δημιουργήσουμε στο παρόν. Η ανάγκη μας λοιπόν να αφήσουμε τους εγωισμούς μας κατά μέρος και να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας, μας ώθησε να εξωτερικεύσουμε όλο αυτό το (συναρπαστικό για εμάς) κλίμα που υπάρχει στο άλμπουμ μας», αποφαίνεται ο Στέλιος, ο οποίος εδώ και 13 χρόνια λειτουργεί υπό το καλλιτεχνικό παρατσούκλι Stelreverb (που, για τους μουσικούς μύστες, φανερώνει και κάποιες συγκεκριμένες συνήθειές του ως προς τις τεχνικές ηχογράφησης που προτιμάει).

«Οφείλουμε να είμαστε δημιουργικοί»

Αν υπάρχει μια… παγκόσμια σταθερά στην περίπτωση που είσαι καλλιτέχνης, αυτή είναι μια και αδιαπραγμάτευτη: η δημιουργικότητα είναι κάτι φευγαλέο, ποτέ δεδομένο -κάτι που έρχεται και φεύγει, ειδικά σε χρονικές συγκυρίες όπως η τωρινή σε συνθήκες πανδημίας, οικονομικής κρίσης και πολέμου στην ευρύτερη «γειτονιά μας», ταυτόχρονα.

«Η καθημερινή τρέλα που επικρατεί παντού στον πλανήτη γη ειδικότερα τα τελευταία δύο χρόνια δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια χαλάρωσης», σημειώνει ο Στέλιος, «οπότε την όποια δημιουργικότητα πρέπει να την καλωσορίζεις όταν έρχεται και να την αποχαιρετάς όταν φεύγει, μέχρι να ξανά έρθει για να ξανά φύγει. Εμείς οφείλουμε να είμαστε δημιουργικοί».

«Αφού αποδεχτήκαμε την όλη κατάσταση, τότε βρήκαμε πραγματική διέξοδο στη μουσική. Ουσιαστικά δεν είχαμε άλλη επιλογή: είτε θα είμασταν αναβλητικοί, είτε θα βρισκόμασταν σε δημιουργική εγρήγορση. Επιλέξαμε το δεύτερο ευτυχώς», υπερτονίζει και η ακρόαση του «Liminal Spaces» δεν (τον) διαψεύδει.

Μετά από διαδοχικές ακροάσεις των πέντε ορχηστρικών κομματιών (δεν μιλάμε για τραγούδια ασφαλώς, ξεχάστε τυχόν στίχους και λογάκια) που απαρτίζουν το άλμπουμ, ένα πράγμα είναι φανερό: η μουσική των Sugar Factory, εκτός του ότι ακροβατεί εύσχημα ανάμεσα στα όρια των διαφόρων μουσικών ειδών, ισορροπεί εξίσου περίτεχνα ανάμεσα στο «instrumental» και το «mental». Την δημιουργική παράνοια που σου δημιουργεί η αθέτηση των μουσικών συνόρων και ο επαναπροσδιορισμός τους -με όλα τα πιθανά λάθη και τον παράγοντα «αποτυχία» που τυχόν εμπεριέχονται σε αυτή την, ούτως ή άλλως, άκρως απαιτητική διαδικασία.

«Δεν πιστεύω ότι υπάρχει αποτυχία στην δημιουργική διαδικασία μιας και το να αποτυγχάνεις είναι ο καλύτερος τρόπος για να βρίσκεις τον δρόμο σου. Συνήθως δεν πιέζουμε τις καταστάσεις», καταλήγει ο Στέλιος.

Για να παραφράσουμε και τον Ουίλιαμ Μπλέικ, ο δρόμος της αποτυχίας οδηγεί στο παλάτι της σοφίας.

Και κάπως έτσι λειτουργούν και οι Sugar Factory.

* Το άλμπουμ «Liminal Spaces» κυκλοφορεί από την Submersion Records