55 χρόνια, 5 μουσικοί, 15 στουντιακά άλμπουμ, ένα σπουδαίο ροκ συγκρότημα. Βαθμολογούμε όλα τα άλμπουμ των Pink Floyd πλην των ζωντανών (Live).
Tα 15 στουντιακά άλμπουμ των Pink Floyd από το χειρότερο ως το καλύτερο
15. The Endless River (Parlophone/EMI)
Κυκλοφορία: 7 Νοεμβρίου 2014
Αυτός ο κυρίως ορχηστρικός δίσκος είναι για τον εκλιπόντα πληκτρά των Floyd Rick Wright ό,τι ήταν το Wish You Were Here για τον Syd Barrett: ένα είδος επικήδειου, ένα μνημόσυνο της συμβολής του στο συγκρότημα ειδικότερα και στο ροκ γενικότερα. Όχι και τόσο ταιριαστού επικήδειου, βεβαίως, καθώς η μουσική σε όλο το The Endless River παρεκκλίνει επικίνδυνα σε ambient και easy listening μονοπάτια.
Μέχρι και το The Division Bell, οι Pink Floyd έμοιαζαν να είναι μια μπάντα που κοιτούσε διαρκώς μπροστά, με πρόθεση να καινοτομήσει τον ήχο της. Όμως το The Endless River αποδεικνύεται ότι είναι μία από τις λίγες κυκλοφορίες των Pink Floyd που ακούγεται σαν ένα (ή και παραπάνω) βήμα προς τα πίσω, χωρίς τίποτα καινούργιο να πει και χωρίς νέα μουσικά σύνορα να εξερευνήσει.
14. Τhe Final Cut (EMI)
Κυκλοφορία: 21 Μαρτίου 1983
Και αυτό εδώ είναι το καλύτερο προσωπικό άλμπουμ του Roger Waters. Γιατί για Pink Floyd ούτε λόγος: ο Μason δεν παίζει καν ντραμς (τα τύμπανα είναι ηλεκτρονικά, ενώ στα δύο τραγούδια που είναι… αναλογικά, ντραμς παίζει ο Ray Cooper και o Andy Newmark), ο Wright είναι εκτός μπάντας [συγκεκριμένα κάνει διακοπές διαρκείας στο εξοχικό του σπίτι στη Λίνδο της Ρόδου], ενώ ο Gilmour απλώς προσθέτει κάποιες κιθαριστικές πινελιές, ως session μουσικός.
Άλλωστε, για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς το ποιος είναι το αφεντικό, το αναγράφει και στο εξώφυλλο: Final Cut: a requiem for the post war dream / by Roger Waters / performed by Pink Floyd. Το άλμπουμ είναι κακό. Αντε να πούμε, εντελώς χαριστικά, ότι είναι μέτριο. Ενα 5αράκι. Που δεν τιμάει κανέναν εντός των Pink Floyd.
13. A Momentary Lapse Of Reason (EMI)
Κυκλοφορία: 7 Σεπτεμβρίου 1987
Μέσα στο περιρρέον electro-pop κλίμα της εποχής, με τους New Order και τους Pet Shop Boys να κυριαρχούν στη βρετανική μουσική, οι Pink Floyd (δηλαδή οι τρεις πλην Waters), μαζί με αρκετούς session μουσικούς, ξεκινάνε την ηχογράφηση του A Momentary Lapse of Reason. Το όλο εγχείρημα «μυρίζει» Gilmour-ίλα από μακριά, ο Mason, ως είθισται, έχει ελάχιστη συνεισφορά στην παραγωγή των τραγουδιών, ενώ ο έτερος μουσικός που θα μπορούσε να συνεισφέρει στη σύνθεση τραγουδιών, ο Wright, μπαίνει στην όλη διαδικασία προς το τέλος των ηχογραφήσεων.
Η παραγωγή των Ezrin και Gilmour γειτνιάζει προς τη glossy pop άλλων παραγωγών επιπέδου Don Was και οι περισσότερες συνθέσεις είναι υπερβολικά αδιάφορες για να αποτρέψουν τα χασμουρητά. Διασώζονται μετά βίας τα “Learning to Fly”, “One Slip”, “On the Turning Away” και “Terminal Frost”. Κανείς από τους συμμετέχοντες δεν έμεινε ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα και το μόνο που θυμόμαστε είναι ακόμη ένα εξαιρετικό εξώφυλλο, εμπνεύσεως του συνήθη υπόπτου Storm Thorgerson.
12. More (EMI)
Κυκλοφορία: 13 Ιουνίου 1969
Με αρχικό τίτλο το «Original Motion Picture Soundtrack from the film More» του γαλλοελβετού σκηνοθέτη Barbet Schroeder, αυτό το άλμπουμ είναι το παρθενικό σάουντρακ του συγκροτήματος καθώς και η πρώτη φορά όπου ο Syd έχει αποχωρήσει πλήρως από τις τάξεις της μπάντας απ’ τις αρχές του 1968. Είναι ένα από τα δύο άλμπουμ των Pink Floyd στα οποία ο Gilmour είναι ο μόνος κύριος τραγουδιστής -το δεύτερο είναι το A Momentary Lapse of Reason.
Ωστόσο, το άλμπουμ αυτό σηματοδοτεί την μουσική αφύπνιση του Waters: από τα 13 κομμάτια του δίσκου, έχει γράψει τα πέντε και συμμετέχει στη σύνθεση άλλων έξι. Τα “Cirrus Minor”, “Cymbaline” και “Green is the Colour” δείχνουν έναν μουσικό που πασχίζει να βρει την συνθετική του φωνή, παρόλο που με το “The Nile Song” ο Waters μπήκε στις μουσικές εγκυκλοπαίδειες ως ο συνθέτης του πρώτου τραγουδιού με –τηρουμένων των αναλογιών της εποχής- χεβιμεταλλικό ήχο βγαλμένο από την παραμόρφωση της φαζαρισμένης ηλεκτρικής κιθάρας.
11. Obscured By Clouds (Ηarvest)
Κυκλοφορία: 2 Ιουνίου 1972
Με νωπή ακόμη την επιτυχία του More, ο Schroeder παράγγειλε από τη μπάντα ακόμη ένα soundtrack, αυτή τη φορά για τις ανάγκες της νέας του ταινίας με τίτλο La Vallée. Και δικαιώθηκε, αφού οι Floyd του παρέδωσαν μια συλλογή τραγουδιών απείρως καλύτερη και ανώτερη από το More: τα τραγούδια του Obscured by Clouds ηχογραφήθηκαν την ίδια ακριβώς περίοδο που το γκρουπ δούλευε πάνω στα κομμάτια του επόμενου του άλμπουμ, του Dark Side of the Moon, με αποτέλεσμα οι ενορχηστρώσεις να είναι λίγο έως πολύ ίδιες, αφού η μεθοδολογία και η καθημερινή ρουτίνα ήταν σχεδόν η ίδια.
Οι ηχογραφήσεις, που έλαβαν χώρα στα Strawberry Studios του Σατό Ντ’ Έρβιλ της Γαλλίας, απέδωσαν μουσικούς καρπούς εξαιρετικής ποιότητας, όπως τα “Wot’s … uh the Deal”, “Burning Bridges” και “Childhood’s End”.
10. Ummagumma (Ηarvest/EMI)
Κυκλοφορία: 25 Οκτωβρίου 1969
Αν θες να διαπιστώσεις πόσο «αρρωστάκι» είναι ένας οπαδός των Pink Floyd, δεν έχεις παρά να τον προκαλέσεις να σου πει από μνήμης το τραγούδι της δισκογραφίας τους με τον μεγαλύτερο τίτλο. Είναι το “Several Species of Small Furry Animals Gathered Together in a Cave and Grooving with a Pict” και περιέχεται στο άλμπουμ αυτό, το οποίο χωρίζεται σε δυο μέρη, ένα στουντιακό κι ένα live: η ηχογράφηση του πρώτου δίσκου πραγματοποιήθηκε στο Mother’s Club του Μπέρμιγχαμ στις 27 Απριλίου και στις 2 Μαΐου 1969 στο College of Commerce του Μάντσεστερ, ενώ η στούντιο ηχογράφηση προήλθε από συνθέσεις του κάθε μέλους του συγκροτήματος ξεχωριστά.
Έτσι, ο Wright συνέθεσε το “Sysyphus”, ο Waters το βουκολικό “Grantchester Meadows” και το “Several Species…” χρησιμοποιώντας ηχητικά εφέ φωνητικών και τυμπάνων σε διάφορες ταχύτητες για να αναπαραστήσει τους ήχους των «μικρών τριχωτών ζώων» του τίτλου, ο Gilmour συνεισέφερε το “The Narrow Way (Parts 1-3)” και ο Mason το “The Grand Vizier’s Garden Party (Part 1: Entrance; Part 2: Entertainment; Part 3: Exit)”. Το πείραμα δεν πετυχαίνει πάντα, καθώς τα τραγούδια ώρες ώρες είναι «ξεχειλωμένα» δίνοντας στο όλο εγχείρημα περισσότερο μια ξεκάθαρη avant garde-ίστικη μουσική αξία, εφάμιλλη με τους πειραματισμούς των Βeatles στο τραγούδι “Revolution No 9”.
Ωστόσο, το live άλμπουμ συλλαμβάνει τη μπάντα στα καλύτερα της, με ζωντανές –και καλύτερες από τις αντίστοιχες στουντιακές- εκτελέσεις τεσσάρων κομματιών. Εξίσου εμβληματικό και το εξώφυλλο του δίσκου -ακόμη μια δημιουργία της Hipgnosis- που παρουσιάζει τα μέλη των Pink Floyd με μία κορνίζα να κρέμεται στον τοίχο δίπλα τους και να δείχνει ακριβώς την ίδια εικόνα σε μικρότερη ανάλυση/εκδοχή. Ένα κλασικό παράδειγμα του λεγόμενου Droste effect, ευρύτερα γνωστού κι ως τεχνική mise en abyme.
Στο δε οπισθόφυλλο του άλμπουμ ποζάρουν περήφανα, ανάμεσα στον ηχητικό εξοπλισμό της μπάντας, οι δυο roadies του συγκροτήματος, ο Alan Styles (στον οποίο κατόπιν αφιέρωσαν το τραγούδι “Alan’s Psychedelic Breakfast”) κι ο Peter Watts (πατέρας της ηθοποιού Naomi Watts).
9. A Saucerful of Secrets (EMI)
Κυκλοφορία: 29 Ιουνίου 1968
Με τον Syd ολοένα και πιο απόντα από κάθε δραστηριότητα της μπάντας, το συνθετικό βάρος αφενός πέφτει στα χέρια των αμέσως πιο ταλαντούχων κι αφετέρου ο ήχος απομακρύνεται από την τεχνικολόρ ψυχεδέλεια του Barrett και αρχίζει να μπαίνει σε άλλα χωράφια. Το άλμπουμ ξεκινάει ιδανικά, με μια απειλητική, «βαριά» μπασογραμμή να εισάγει το “Let There Be More Light” που «κλείνει το μάτι» στο “Lucy in the sky with diamonds” των Beatles, αφού περιέχει και το στίχο “For there revealed into glowing robes which Lucy in the sky”.
Η συμβολή του νέου μέλους, David Gilmour είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, τόσο στο προαναφερθέν κομμάτι, όσο και στο ομότιτλο τραγούδι του δίσκου, ένα δωδεκάλεπτο αστρικό τριπ που θα μπορούσε κάλλιστα να συνοδέψει την σεκάνς του πολύχρωμου «ταξιδιού» του αστροναύτη Dave Bowman πάνω από την επιφάνεια των πλανητών στο «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» του Stanley Kubrick.
To “A Saucerful of Secrets” τελειώνει με ένα σπαρακτικό, σχεδόν συγκινητικό μοτίβο στα πλήκτρα, συνθέσεως του Wright –ίσως η καλύτερη μελωδία που ξεπήδησε ποτέ από τα κίμπορντς του. Κι έπειτα έχουμε και τα “Remember a Day” (επίσης σύνθεσης του Wright που με την αποχώρηση του Syd βρήκε χώρο να ξεδιπλώσει τις αρετές του στο μουσικό «γήπεδο») αλλά και το “Set the Controls for the Heart of the Sun” που μάλλον είναι το πρώτο post rock τραγούδι της ιστορίας.
Ο δε Waters είναι φανερά έξω απ’ τα νερά του αφού για δεύτερο συνεχόμενο δίσκο συνθέτει ένα ανοσιούργημα με τίτλο “Corporal Clegg” που αναφέρεται σε έναν στρατιώτη ο οποίος έχασε το πόδι του (leg-Clegg, το πιάσατε;) σε μια μάχη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα θέμα που θα ανέπτυσσε διεξοδικά μια δεκαετία αργότερα.
Είναι δε τόσο έντονη η… ωσεί παρούσα στάση του Syd, ώστε την παραδέχεται ακόμη κι ο ίδιος, όταν στο τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ, το “Jugband Blues”, ακούγεται να τραγουδάει «και πρέπει να σας το καταστήσω σαφές με κάθε τρόπο πως δεν είμαι παρών»… Το δε εξώφυλλο του δίσκου είναι δημιουργία της καλλιτεχνικής ομάδας Hipgnosis, μια συνεργασία που ξεκίνησε το 1968 και διατηρήθηκε μέχρι το 1977.
8. Αnimals (Ηarvest/EMI)
Κυκλοφορία: 21 Ιανουαρίου 1977
Ωραίος τίτλος άλμπουμ: «Ζώα». Διπλή ανάγνωση. Και μπορεί στιχουργικά το Animals να δανείστηκε στοιχεία από την «Φάρμα Των Ζώων» του George Orwell (οι ανθρώπινοι χαρακτήρες παρομοιάζονται με διαφορετικά είδη ζώων), αλλά ο Waters το έχει εμποτίσει και με αρκετά στοιχεία από την δική του αριστερή πολιτική στάση: ο ίδιος δηλώνει μέχρι σήμερα φανατικός Σοσιαλιστής, άσχετα αν ο όρος δεν έχει να κάνει με την Αριστερά, τουλάχιστον όσον αφορά στην ελληνική (αλλά κι ευρωπαϊκή) πορεία του Σοσιαλιστικού κινήματος… Ό
πως και στην Πλατωνική πολιτεία, έτσι και ο Κόσμος των Ζώων χωρίζεται σε τρεις τάξεις: τα δεσποτικά και αδίστακτα γουρούνια, τα στρατόκαυλα σκυλιά του πολέμου και φυσικά η αγέλη των προβάτων-θύματα. Τα τραγούδια του Animals, το οποίο ηχογραφήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1976, βασίστηκαν σε ημιτελείς συνθέσεις τριετίας, όπως τα κομμάτια “Raving And Drooling” και “Gotta Be Crazy”, τα οποία είχαν πρωτοπαρουσιαστεί ζωντανά στις εμφανίσεις τους, για τις ανάγκες της περιοδείας του άλμπουμ Wish You Were Here.
Και αφού μετονομάστηκαν, αντίστοιχα, σε “Sheep” και “Dog” μπήκαν σε ένα άλμπουμ τίγκα στις σημειολογικές πολιτικές «σπόντες» περί ανύπαρκτου αγωνιστικού κοινωνικού πνεύματος –τα οσφυοκαμπτικά πρόβατα μπορεί να ξεσηκώνονται μεν και να σκοτώνουν τα σκυλιά, αλλά στη πορεία… ξεφουσκώνουν, παίρνουν σύνταξη και γυρνάνε πάλι πίσω στα σπίτια τους και την ησυχία της οικογένειας τους, μακριά από τις μάχες στο δρόμο.
Το άλμπουμ ανοίγει και κλείνει με ένα δίλεπτο τραγούδι σε δυο παραλλαγές, το “Pigs On The Wings”, που αναφέρεται στη σχέση του Waters με την τότε σύζυγο του, Carolyne Anne Christie. Ωραία είναι και η ιστορία γύρω από το εξώφυλλο του Animals: η Hipgnosis αρχικά πρότεινε ένα εξώφυλλο που θα απεικόνιζε ένα μικρό παιδί να μπαίνει στο υπνοδωμάτιο των γονιών του και να τους βρίσκει να κάνουν σεξ σαν «ζώα».
Τελικά πρυτάνευσε η άποψη του Waters, ο οποίος κάτοικος ων της λονδρέζικης περιοχής Clapham Common, πολύ κοντά στο Battersea Power Station, επέβαλλε να μπει στο εξώφυλλο η φωτογραφία του επιβλητικού αυτού κτιρίου που χρησίμευε ως σταθμός παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Ταυτόχρονα, και μένοντας κοντά στο κεντρικό θέμα του άλμπουμ, οι Pink Floyd ανέθεσαν στη γερμανική εταιρεία Ballon Fabrik και στον Αυστραλό καλλιτέχνη Jeffrey Shaw να σχεδιάσουν και να κατασκευάσουν από κοινού ένα υπερμέγεθες μπαλόνι–γουρούνι, τον Algie, που θα ήταν φουσκωμένο με ήλιο και θα στηνόταν δίπλα σε μια από τις καμινάδες του Battersea για τις ανάγκες της φωτογράφησης.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1976 όλα ήταν έτοιμα για την παρθενική φωτογράφηση του Algie, όμως λόγω κακών καιρικών συνθηκών, το σκοινί που κρατούσε το γουρούνι έσπασε και ο Algie εξαφανίστηκε λονδρέζικο ουρανό, απειλώντας μέχρι και την ασφάλεια των πτήσεων γύρω από τα αεροδρόμια της βρετανικής πρωτεύουσας! Τελικά προσγειώθηκε σε ένα χωράφι στο Κεντ και η φωτογράφηση συνεχίστηκε την επόμενη ημέρα.
7. The Wall (Ηarvest/EMI)
Κυκλοφορία: 30 Νοεμβρίου 1979
Η ιδέα για τη δημιουργία του Wall ήρθε μια μέρα του Αυγούστου του 1977, όταν κατά τη διάρκεια της συναυλίας του συγκροτήματος στο Μόντρεαλ του Καναδά, ο Roger Waters ενοχλημένος από κάποιες συμπεριφορές του κοινού, έφτυσε κατάμουτρα ένα παλικάρι στην πρώτη σειρά που ζητούσε επίμονα Παχατουρίδη και το “Careful with That Axe, Eugene”.
Ο μπασίστας φαντάστηκε λοιπόν τον εαυτό του να αποκόβεται από το fan base του και να κλείνεται πίσω από έναν «τοίχο», όπου δεν μπορούσε να πληγώσει κάποιον συναισθηματικά, αλλά κυρίως δεν μπορούσε να πληγωθεί από τις συμπεριφορές τρίτων. Το άλμπουμ που γεννήθηκε από μια ροχάλα κατέληξε να γίνει το μουσικό αντίστοιχο του Νευρικού Εραστή: ένας δίσκος στον οποίον ο κεντρικός ήρωας πάσχει από –ταυτόχρονα– νευρώσεις, ψυχώσεις, σύνδρομο Tourette, θλίψη που έμεινε ορφανός από πατέρα πριν καν χρονίσει, οιδιπόδειο με τη μάνα του και ανικανότητα πλήρους στύσης με τη γκόμενά του (ευτυχώς η χοληστερίνη του ήταν σε χαμηλά επίπεδα).
Ο κεντρικός ήρωας του άλμπουμ, ονόματι Pink, είναι μαζί ένα ρεμάλι, ένα παρτάλι κι ένα ερείπιο, αδυνατώντας, από τα διάφορα άγχη και τις ανασφάλειες του, να βάλει τη ζωή του σε μια τάξη (…σχολική ή μη). Το προσωπικό δράμα του Pink ξεκινάει με την απώλεια του πατέρα του κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και συνεχίζεται με την γελοιοποίησή του από τους δασκάλους του στο σχολείο, την υπερπροστατευτική μητέρα του και την διάλυση του γάμου του.
Όλα αυτά συμβάλλουν στην εκούσια απομόνωση του από την κοινωνία και παριστάνονται με έναν εικονικό τοίχο, όπου κάθε ένα από αυτά τα ψυχολογικά τραύματα αποτελούν κι από «τούβλο» πάνω σε αυτόν. Κρυμμένος πίσω από τον τοίχο αυτό, και με την «φιλική συμμετοχή» μερικών ναρκωτικών, ο Pink αναπτύσσει αυταπάτες μεγαλείου και πιστεύει ότι είναι ένας φασίστας δικτάτορας που στέλνει τους στρατιώτες του να την «πέφτουν» σε όλες τις μειονότητες, μαύρους, ομοφυλόφιλους, εβραίους κτλ.
Στο τέλος όμως, ξυπνάει απότομα και, βασανισμένος από τις ενοχές, δικάζει τον εαυτό του, γκρεμίζει τον τοίχο και βρίσκει ένα άνοιγμα προς τον έξω κόσμο. Μουσικά, ο δίσκος είναι ώρες ώρες υπέροχος και ώρες ώρες… νερομπλούκι, ενώ διατρέχει διάφορα μουσικά είδη, από… ντίσκο (όπως έχει δηλώσει ο παραγωγός Bob Ezrin, όλοι πίεζαν προκειμένου το “Run Like Hell” να ακολουθήσει το μουσικό trend της εποχής εκείνης…), μπρεχτικά μιούζικαλ (“The Trial”), μέχρι και στρατιωτικό εμβατήριο (“Bring The Boys Back Home”).
Ασφαλώς τα δυο καλύτερα τραγούδια του είναι τα “Hey You” και “Comfortably Numb”, αν και γενικά σε όλο το άλμπουμ επικρατεί ένα κλίμα κατατονίας και ζόφου (όπως δηλώνουν και τα “Nobody Home”, “Don’t Leave Me Now” και “Goodbye Cruel World), αποτέλεσμα των εξαιρετικά τεταμένων (σχεδόν τοξικών) σχέσεων ανάμεσα κυρίως στον «δικτατορίσκο» Waters και τους Wright και Gilmour που συνεχώς του πήγαιναν κόντρα –ο Mason ήταν ανέκαθεν ο ανθρώπινος εξισορροπητικός παράγοντας.
Ουσιαστικά, με το The Wall μπαίνει τέλος στην ιστορία της μπάντας: για όλη τη δεκαετία του 1980, οτιδήποτε κυκλοφόρησε κάτω από την ετικέτα Pink Floyd δεν ήταν παρά ένα κακέκτυπο των περασμένων τους μεγαλείων.
6. Meddle (Ηarvest/EMI)
Κυκλοφορία: 30 Οκτωβρίου 1971
Το έκτο στούντιο άλμπουμ των Pink Floyd αποτελεί ουσιαστικά την εισαγωγή για αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει δυο χρόνια μετά. Το Meddle προλείανε το έδαφος για την άφιξη της Σκοτεινής Πλευράς του Φεγγαριού σε σημείο που η μπάντα πλέον έχει ξεφύγει, υφολογικά, από κάθε πιθανή σύνδεση με την ψυχεδέλεια των ‘60s και ανήκει ξεκάθαρα στο νέο μουσικό στυλ της νέας δεκαετίας, το Art και Progressive rock.
Όλο το ζουμί εδώ βρίσκεται στο 23λεπτο “Echoes”, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η νοητή συνέχεια του “Atom Heart Mother”. Μόνο που εδώ δεν έχουμε, όπως στο τελευταίο, μοτοσικλέτες να μαρσάρουν και άλογα να χλιμιντρίζουν, αλλά οι ήχοι που θυμίζουν κύματα, γλαρόνια και φάλαινες είναι βγαλμένοι από την κιθάρα του Gilmour και «τζαμάρουν» πάνω σε μια σύνθεση που σε κάποια σημεία της θυμίζει το κεντρικό θέμα του Phantom Of The Opera του Andrew Lloyd Webber.
Μια ενδιαφέρουσα ιστορία σχετικά με το “Echoes” είναι πως τα 23 λεπτά και 31 δευτερόλεπτα του είναι, κατά διαβολική (;) σύμπτωση ίδια σε χρονική διάρκεια με το τελευταίο κομμάτι (το Jupiter and Beyond the Infinite) της ταινίας 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος του Kubrick. Λέτε όντως να ήθελαν οι Floyd να γράψουν ένα τραγουδι που να στέκεται, χρονικά, δίπλα στο ultimate trip που εκπροσωπεί το Κιουμπρικό αυτό έπος; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά στο ερώτημα αυτό.
Δίπλα σε αυτή την 23λεπτη, εκκωφαντικής ηρεμίας, σουίτα στέκονται εξίσου αγέρωχα τα “One of These Days” (με την εκπληκτική εισαγωγή των δυο μπάσων που παίζονται σε χρόνο ελάχιστων χιλιοστών του δευτερολέπτου το ένα από το άλλο και τα παρανοϊκά, αλά-hereeee’s Johnny, φωνητικά του Mason), το υπέροχο “Fearless” που ξεκινάει με ένα πιάνο και μία ακουστική κιθάρα και κλείνει με τον ύμνο των οπαδών της Liverpool (το γνωστό “You’ll Never Walk Alone”), καθώς και το “Seamus” που αναφέρεται στον ομώνυμο σκύλο του Steve Marriott [των Small Faces], ο οποίος τον είχε δώσει στον Gilmour να του τον φυλάει για μερικές ημέρες.
5. Wish You Were Here (Ηarvest/EMI)
Κυκλοφορία: 12 Σεπτεμβρίου 1975
Αν το Dark Side ήταν το άλμπουμ που σηματοδοτεί την ωρίμανση του Waters ως συνθέτη εξαιρετικών τραγουδιών, το Wish You Were Here είναι αυτό που τον εδραιώνει ως τον αδιαμφισβήτητο νέο ηγέτη της μπάντας. Σε αυτό βέβαια συνετέλεσε τα μέγιστα και η ταυτόχρονη απροθυμία του Gilmour να αναλάβει αυτός να τραβήξει το ηγετικό «κουπί», παρόλο που, κατά γενική ομολογία, ήταν ο πιο ταλαντούχος κι οξυδερκής (σε μουσικό επίπεδο) από τους υπόλοιπους τρεις.
Οπότε, με τον Gilmour να μην «βγαίνει» μπροστά, ο κλήρος έπεσε στον Roger που από το 1975 κυβερνάει, θαρρείς, το συγκρότημα με σιδηρά πυγμή, επιβάλλοντας σχεδόν όλες του τις επιθυμίες για την κατεύθυνση των επόμενων άλμπουμ κατά το δοκούν. Η στιχουργική θεματική του Waters το 1975 έχει μεταλλαχθεί από μια απλή ανησυχία για το θάνατο, τα γηρατειά και τον υλισμό σε μια μανία καταδίωξης: πιστεύει πως όλα γύρω του είναι στραβά, πως όλοι τον κυνηγάνε για κάτι και πως είναι υποχρεωμένος να σκύβει το κεφάλι και να λέει συνεχώς «ναι».
Έτσι, εύλογα, αρχίζει τη μουρμούρα: γκρινιάζει για τη μουσική βιομηχανία, την αμερικανική σώουμπιζ, το Σύστημα και την καταπίεση που ασκεί αυτό σε όλους μας. Και φυσικά την απουσία, σε κάθε της μορφή. Εύχεται «να ήταν εδώ» ο Syd Barrett, αλλά εκείνος λείπει, κλεισμένος στο σπίτι του στο Κέιμπριτζ, ζωγραφίζοντας πεταλούδες και τρώγοντας παχυντικά φαγητά μπροστά από την τηλεόραση. Εύχεται «να ήταν εδώ» λογικοί άνθρωποι κι όχι τα καθίκια των δισκογραφικών εταιρειών. Παραβλέπω το αστείο αρκτικόλεξο με το “Shine on You Crazy Diamond” (“SoYcD”, δηλαδή SYD) και βλέπω πως το συγκεκριμένο τραγούδι, για μένα τουλάχιστον, είναι το πιο μεστό που έγραψαν ποτέ όλοι μαζί. Προσοχή, όχι άλμπουμ. Τραγούδι. Είναι ένα αριστούργημα, απ’ την αρχή με τις περίφημες τέσσερις νότες της κιθάρας, μέχρι το τέλος με το μελαγχολικό βιολί του γάλλου μουσικού Stephane Grapelli που ακούγεται τόσο αδρά και χαμηλόφωνα που είναι σαν να μην ηχογραφήθηκε καθόλου.
Ο φολκ τραγουδιστής Roy Harper -μια εκκεντρική μουσική περσόνα της Βρετανίας, κάτι σαν τον δικό μας Ζορζ Πιλαλί- απογειώνει το “Have a Cigar”, το “Welcome to the Machine” είναι προφητικό για την κατάσταση της μουσικής βιομηχανίας που επικρατεί μέχρι σήμερα, ενώ το “Wish You Were Here” εξακολουθεί να είναι ένα εκπληκτικό τραγούδι, γι’ αυτό άλλωστε και το έχουν ξεσκίσει τα «ροκ» ραδιόφωνα της χώρας μας και οι απανταχού «ναμαγαπάδες» στις παραλίες.
4. The Division Bell (EMI)
Κυκλοφορία: 28 Μαρτίου 1994
Επιτέλους ένα άλμπουμ αντάξιο του brand name των Pink Floyd: ο 14ος δίσκος της μπάντας που προβλήθηκε κι ως το κύκνειο άσμα του γκρουπ, κυκλοφόρησε στις αρχές της Brit Pop περιόδου και, παρόλο που φυσικά δεν αποτελεί μέρος της, είναι ένα άλμπουμ αρχετυπικά βρετανοπρεπές σε όλα, ακόμη και στην ειρωνεία του. «Γιατί σου φούσκωναν τότε κάποιοι τα μυαλά πως δήθεν ήσουν τότε το «χρυσό αγόρι»; Συνειδητοποίησες τι άνθρωπος κατάντησες;», ρωτάει ο Gilmour τον Waters στο τραγούδι “Poles Apart”, ευδιάκριτα χολωμένος ακόμη από τη συμπεριφορά του πρώην μπασίστα τους απέναντι στους υπόλοιπους τρεις Floyd.
Αυτή ακριβώς η θεματική, δηλαδή η επικοινωνία -ή καλύτερα, η έλλειψή της- στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι που βρίσκεται στον στιχουργικό πυρήνα του άλμπουμ, τον τίτλο του οποίου έδωσε ο συγγραφέας Douglas Adams, προσωπικός φίλος του Gilmour. Επίσης, «Division Bell» είναι η καμπάνα του Βρετανικού Κοινοβουλίου, που όταν χτυπάει σημαίνει πως ήρθε η ώρα τα μέλη της να ψηφίσουν για ένα ζήτημα –συμβολικά, εννοεί πως το να ψηφίζεις σημαίνει να λαμβάνεις μέρος σε ένα πρόβλημα και να μην το αποφεύγεις, βάζοντας το κάτω από το χαλάκι.
Τα δε τραγούδια είναι ένα κι ένα: “Lost for Words”, “A Great Day for Freedom”, “What Do You Want From Me”, το οικολογικό “Take It Back”, το “Wearing the Inside Out” του Wright και φυσικά το κομμάτι που κλείνει το άλμπουμ, ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια όλης της δισκογραφίας τους, το συγκλονιστικό ”High Hopes”που συνοδεύεται από ένα εξίσου εκπληκτικής ποιητικής ομορφιάς βιντεοκλίπ. Τελικά, υπάρχει ζωή και μετά τον Roger Waters…
3. The Piper At The Gates Of Dawn (EMI)
Κυκλοφορία: 5 Αυγούστου 1967
Ο τίτλος του παρθενικού άλμπουμ των Pink Floyd προέρχεται από το έβδομο κεφάλαιο του παιδικού βιβλίου «Wind In The Willows» του άγγλου παραμυθά Kenneth Grahame. Κι όντας ο μοναδικός δίσκος του συγκροτήματος με τον Syd στο τιμόνι, είναι φυσιολογικό όχι μόνο να διαθέτει όλα τα σήματα κατατεθέντα του μουσικού κι αφηγηματικού του ύφους (παρομοιώσεις, σουρεαλιστικές εικόνες, αναφορές σε παιδικές αναμνήσεις), αλλά και να απέχει παρασάγγες από τα άλμπουμ που επρόκειτο να ακολουθήσουν –ίσως αυτός να είναι ο λόγος που όσοι γουστάρουν πραγματικά αυτό το άλμπουμ, υποτιμούν την ύστερη δισκογραφία της μπάντας, ενώ αντίθετα οι Φλοϊντάδες των ‘70s θεωρούν το The Piper At The Gates Of Dawn ως ένα «ψυχεδελοspace άλμπουμ» που ακούγεται πλέον μόνο ως ένα κειμήλιο της εποχής που ηχογραφήθηκε.
Το… πρελούδιο του άλμπουμ ουσιαστικά αποκάλυπτε και τα περιεχόμενα του The Piper At The Gates Of Dawn: με τα singles “Arnold Layne” και “See Emily Play” που προηγήθηκαν της κυκλοφορίας του Piper, ο Syd παίρνει από το χέρι τους υπόλοιπους τρεις συνοδοιπόρους του και τους οδηγεί στην λαβυρινθώδη του φαντασία. Κι αυτή όντως διαθέτει αρκετές αμιγώς ψυχεδελικές στιγμές, όπως άρμοζαν στο περιρρέον κλίμα της εποχής (το “Astronomy Domine” και το επικό δεκάλεπτο “Interstellar Overdrive”) καθώς και τα μουσικά αποτελέσματα του πειραματισμού του με το LSD.
Το “Lucifer Sam” και το “Matilda Mother” ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα από τα υπόλοιπα τραγούδια, κάποια εκ των οποίων δεν άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου όπως το “Take Up Thy Stethoscope and Walk”, το πρώτο κομμάτι που έγραψε ποτέ ο Waters και που αν ήταν άλλος, με λιγότερη αυτοπεποίθηση, στη θέση του, θα είχε παρατήσει τη σύνθεση τραγουδιών και θα είχε αφοσιωθεί στον σχεδιασμό κτιρίων.
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στα Abbey Road Studios της ΕΜΙ και είναι χαρακτηριστικό πως ο Syd ηχογράφησε τα φωνητικά του σε έναν απομονωμένο στούντιο λόγω της απόκοσμα χαμηλής έντασης της φωνής του.
2. The Dark Side of the Moon (Ηarvest/EMI)
Κυκλοφορία: 23 Μαρτίου 1973
Τον Ιούνιο του 1972 οι τέσσερις Floyd κλείστηκαν στα Abbey Road Studios μαζί με τον αρτιότερο τεχνολογικά εξοπλισμό της εποχής και, για πρώτη φορά, με έναν νέο και ταλαντούχο μηχανικό ήχου, τον Alan Parsons, ο οποίος με τη δουλειά του έθεσε νέα στάνταρ σε αυτό που ονομάζουμε «τετραφωνικό ήχο»: ένα συνονθύλευμα ηχητικών τοπίων, μια στρατιά από στερεοφωνικά ηχητικά εφέ, που δεν είχε αποτυπωθεί ξανά ως τότε σε αυλάκια βινυλίου.
Τα ορχηστρικά μέρη του δίσκου κυριαρχούνται από κυκλικά περάσματα από υπόγεια κρυμμένα συνθεσάιζερ, ακολουθώντας τις μουσικές επιταγές του συνθέτη Terry Reilly, «χάδια» από το βαθυστόχαστο σαξόφωνο του Dick Parry και σόουλ ζεστές γυναικείες φωνές, αφηνιασμένες κιθάρες κι επαναλαμβανόμενα θέματα αόριστα τοποθετημένα, δομημένα πάνω σε μπλουζ και ποπ επιρροές, που κάνουν το πολύπλευρο υλικό αποδεκτό από ένα ευρύτατο κοινό.
Τα δε θέματα που επέλεξε ο Waters να διατρέχουν στιχουργικά το άλμπουμ είναι διαχρονικά: η ανασφάλεια, η αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων, η τρέλα, ο καταναλωτισμός και ο υλισμός, τα γηρατειά και ο θάνατος, ο χρόνος που περνά –ειδικά αυτή η τελευταία εμμονή είναι σχεδόν περίεργη να δημιουργήθηκε σε έναν άνθρωπο που μόλις είχε κλείσει τα 28 του χρόνια.
Επίσης ο Waters σκέφτηκε κάποιες νέες ιδέες ως εμβόλιμες στα μουσικά μέρη, όπως η μέθοδος των «συνεντεύξεων»: διάφοροι καλεσμένοι απαντούσαν σε ερωτήσεις επί θεμάτων που απασχολούσαν το concept του άλμπουμ [περί τρέλας, παράνοιας και αδυναμίας να ανταποκριθεί κανείς στην απλή καθημερινότητα].
Ανάμεσα σε αυτούς που ερωτήθηκαν ήταν τόσο ο Paul McCartney, όσο και η γυναίκα του, η Linda [που τότε ηχογραφούσαν σε κάποιο διπλανό στούντιο ως Wings το άλμπουμ Red Rose Speedway], αλλά οι απαντήσεις τους δεν «πέρασαν» τελικά από το ξεσκαρτάρισμα και δεν ακούγονται στα αυλάκια του δίσκου. Μια από τις απαντήσεις που δόθηκαν στην ερώτηση «πιστεύεις μερικές φορές πως όντως μπορεί να είσαι τρελός;» –και που ανοίγει το άλμπουμ- ήταν η εξής: «υπήρξα τρελός για πολλά χρόνια… δεν είναι εύκολο να εξηγήσω για ποιο λόγο σκέφτομαι τόσο παρανοϊκά, παρόλο που δεν είμαι τρελός» για να «πέσει» καπάκι το ορχηστρικό “Speak To Me”.
Συγκλονιστικό το “Time”, ακόμη πιο συγκλονιστικό το “The Great Gig In The Sky”-το ωραιότερο τραγούδι που ηχογραφήθηκε ποτέ με θέμα τον θάνατο-, τρομακτικά όμορφο το “Us And Them”, και λίγο μετά το καλύτερο φινάλε άλμπουμ της σύγχρονης μουσικής, με τα “Brain Damage” και “Eclipse”, το “Money” μπορεί να είναι το μοναδικό Top 20 «χιτάκι» σε χρόνο 7/4, ενώ το “On The Run” θα ήθελαν πολύ να το έχουν γράψει οι Kraftwerk. Όλα μα όλα στο άλμπουμ αυτό μαρτυρούν μια ποιότητα ηχογράφησης τόσο υψηλή, ώστε ακόμη και σήμερα αποτελεί «μπούσουλα» για πολλά σύγχρονα συγκροτήματα τα οποία προσπάθησαν -ματαίως- να φτάσουν σε εφάμιλλα επίπεδα καθαρότητας ήχου.
Θρυλικά διττά και αμφίσημα έχουν μείνει φυσικά και τα λόγια που κλείνουν το άλμπουμ, δια στόματος του Gerry O’ Driscoll, θυρωρού στα Abbey Road Studios: «Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Για την ακρίβεια είναι όλο βυθισμένο στο σκοτάδι».
1. Αtom Heart Mother (Ηarvest/EMI)
Κυκλοφορία: 2 Οκτωβρίου 1970
Με την έλευση της νέας δεκαετίας τέθηκαν νέοι και περισσότερο μεγαλεπήβολοι μουσικοί στόχοι, ένας εκ των οποίων ήταν και η σύμπραξη της μπάντας με μια κλασική ορχήστρα. Έτσι, όταν τον Μάρτιο του 1970 ολοκληρώθηκε η σύνθεση ενός τραγουδιού με το βασικό θέμα να ονομάζεται “Theme from an Imaginary Western”, σύντομα έγινε σαφές πως κάτι έλειπε -κι αυτό το κάτι το προσέφερε με τις ιδέες και τη βοήθεια του ο σπουδαίος σκωτσέζος μουσικός Ron Geesin.
Η ομώνυμη 24λεπτη σουίτα ολοκληρώθηκε από τη συρραφή διάφορων ορχηστρικών συνθέσεων οι οποίες ενώθηκαν και με τη συνδρομή από τα χάλκινα πνευστά, το τσέλο και την 16μελή χορωδία της EMI Pops Orchestra, μεταμορφώθηκε σε αυτό που αρχικά ονομάστηκε “The Amazing Pudding” και κατόπιν “Atom Heart Mother”. Το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό και σε κάποια σημεία σχεδόν εφιαλτικά απόκοσμο, με τις μελωδίες να θυμίζουν το έργο Lux Aeterna (1966) του Ούγγρου συνθέτη György Ligeti, ο οποίος είχε δανείσει μερικούς μήνες νωρίτερα κάποια από τα χορωδιακά του έργα στον Stanley Kubrick για τις ανάγκες του soundtrack της ταινίας 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος.
Το “Atom Heart Mother”, που καταλαμβάνει ολόκληρη την πρώτη πλευρά του δίσκου και χωρίζεται σε έξι μέρη, έκανε τρομερή εντύπωση στον Kubrick, ο οποίος το ζήτησε για να ντύσει τις εικόνες της επόμενης προγραμματισμένης του ταινίας, με τίτλο Το Κουρδιστό Πορτοκάλι, αλλά το συγκρότημα αρνήθηκε. Ο δε τίτλος αναφέρεται σε ένα άρθρο που διάβασε το συγκρότημα σε μια εφημερίδα σχετικά με την ύπαρξη μιας νεαρής μητέρας με βηματοδότη που τροφοδοτούταν με ατομική ενέργεια.
Η δεύτερη πλευρά του δίσκου περιέχει το “If” του Waters, το εξαιρετικό “Summer ’68” του Wright και το αδιάφορο “Fat Old Sun” του Gilmour, ενώ ολοκληρώνεται με το “Alan’s Psychedelic Breakfast”, μία σύνθεση διάρκειας 13 λεπτών, αποτελούμενη από τρία μέρη, όπου ακούγεται η φωνή του Alan Styles την στιγμή που ετοιμάζει το πρωινό του. Το εξώφυλλο του άλμπουμ, ακόμη μια δημιουργία της Hipgnosis, παρουσιάζει μία αγελάδα να στέκεται σε ένα λιβάδι, χωρίς τον τίτλο του άλμπουμ ή το όνομα του συγκροτήματος –μια ηθελημένη κι εσκεμμένη αντίδραση του συγκροτήματος που δεν ήθελαν να φαίνονται τα πρόσωπο τους προκειμένου το κοινό να επικεντρωθεί στη μουσική τους.
Μάλιστα η φωτογραφία της αγελάδας δεν είναι μια εικόνα που βρήκανε κάπου, αλλά την τράβηξε ο ίδιος ο Storm Thorgerson, βγαίνοντας ένα πρωί για βόλτα στην αγγλική έξοχη. Το όνομα της εν λόγω αγελάδας ήταν Lullubelle III. Πάντως το άλμπουμ είναι τόσο… αποκηρυγμένο από κάποια μέλη της μπάντας, ώστε ο Waters έχει δηλώσει ότι ντρέπεται τόσο πολύ για το τραγούδι “Atom Heart Mother” που σήμερα δεν θα το έπαιζε live ούτε για ένα εκατομμύριο δολάρια.