To να χαρακτηρίσεις απλά, σπαρτιάτικα και λιτά ως «progressive» ή «προοδευτική» την μπάντα των King Crimson, δεν αποτελεί απλώς μια πρωτοφανή παρανόηση ή ένα αποτυχημένο understatement μεγατόνων, αλλά μια ευθεία προσβολή απέναντι στην ίδια την φύση της Μουσικής.

«The fate of all mankind I see / is in the hands of fools», δηλαδή «η μοίρα όλης της Ανθρωπότητας βλέπω ότι αφήνεται στα χέρια των ανόητων», τραγούδησαν πριν 54 χρόνια οι ίδιοι, δια στόματος και φωνής Greg Lake, έχοντας πιάσει από νωρίς το νόημα ως προς το πού οδεύει ο σύγχρονος πολιτισμός.

Οξύτατοι παρατηρητές όντες οι ίδιοι της, σύγχρονής τους πραγματικότητας, με τον πόλεμο του Βιετνάμ να κορυφώνεται ακριβώς κατά την στιγμή της γνωριμίας των μελών των King Crimson, το φθινόπωρο του 1968, κατάφεραν, πλην των όποιων στιχουργικών και εννοιολογικών παρατηρήσεων που διαποτίζουν τους στίχους τους, να αφήσουν πίσω τους και ένα «σώμα εργασίας» που σχεδόν υπερβαίνει το Λογικό και ενίοτε προσεγγίζει το Απόλυτο.

Γιατί, οι King Crimson (από εδώ και στο εξής «KC»), κινήθηκαν αφενός εντός της περιμέτρου της «ορθόδοξης», ροκ μουσικής (κιθάρα-μπάσο-πιάνο-ντραμς) κάνοντας, ταυτόχρονα, αχανείς μουσικές βόλτες στην περιφέρεια πολλών μουσικών ειδών, από την τζαζ μέχρι την κλασικότροπη και από τον εκτενή αυτοσχεδιασμό (improv) μέχρι το acid rock και το fusion.

Κυρίως δε, κατάφεραν και πήραν από το χεράκι την ροκ μουσική των τελών της δεκαετίας του ’60 και, μαζί με κάποιους συνοδοιπόρους τους, όπως οι εξίσου «εγκεφαλικοί» Van Der Graaf Generator, την οδήγησαν σε μονοπάτια που η ίδια η ποπ / μουσική κουλτούρα της εποχής εκείνης δεν μπορούσε καν να διανοηθεί ότι θα εισερχόταν ποτέ της.

Για να το θέσω και κατά τι πιο παραστατικά, η κάθε ακρόαση κάποιου άλμπουμ των KC ανάγκαζε σχεδόν ετσιθελικά τον ακροατή του να προσεγγίζει το έργο τους σαν την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων: μπαίνοντας σε μια ηχητική «κουνελότρυπα», όπου αφενός δεν ήξερε καν εξαρχής τι είδους πλάσμα θα συναντήσει μπροστά του («φιλικά» στερεοφωνικό ή «εχθρικά» κακοφωνικό;) και αφετέρου δεν γνώριζε αν θα έβγαινε από αυτή έχων σώας τας ώτας (και τας φρένας).

Γιατί είναι αλήθεια – αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς απέναντι στα ίδια μας τα αυτιά – ότι υπήρξαν στιγμές στην υπερπενηντάχρονη ιστορία των KC όπου η ακρόαση των τραγουδιών τους ή των ορχηστρικών κομματιών τους ενδεχομένως μπορούσε να αποδειχθεί ένας σισύφειος άθλος για το μέσο αυτί.

Αλλά, πάλι, σε ποιους (νόμιζαν ότι) απευθύνονταν τον Ιανουάριο εκείνο του ’69 οι Greg Lake (Γκρέγκ Λέϊκ – φωνητικά, μπάσο), Robert Fripp (Ρόμπερτ Φριπ – κιθάρα), Ian McDonald (Ίαν Μακντόναλντ – πλήκτρα και πνευστά), Peter Sinfield (Πήτερ Σίνφιλντ – στίχοι) και Michael Giles (Μάϊκλ Τζάϊλς – τύμπανα), αποφασίζοντας να προχωρήσουν οριστικά και αμετάκλητα με την μουσική μετεξέλιξη του σχήματος των «Giles, Giles and Fripp»;

Και για ποιους ηχογράφησαν (οι ίδιοι που αναφέρονται παραπάνω, στην αρχική σύνθεση της μπάντας ή άλλοι που προστέθηκαν αργότερα, στην πορεία της καριέρας των KC) επτά, απολύτως οριακά και σημαίνουσας επιρροής για την progressive rock σκηνή, άλμπουμ μέσα σε μια εξαετία, μεταξύ 1969-1974;

Η «Αυλή του Βασιλιά Πορφυρού», δηλαδή το παρθενικό τους άλμπουμ «In the Court of the Crimson King», που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1969, ουσιαστικά άνοιξε τις πύλες της στο progressive rock, ενός υπο-είδους που έκτοτε θα χαρακτηριζόταν (χωρίς τότε να το γνωρίζουμε καν ακόμη αυτό) από μεγάλες διάρκειας μουσικές συνθέσεις, πυκνές ενορχηστρώσεις με διάφορα όργανα, από πνευστά μέχρι έγχορδα να «καπελώνουν» το ένα το άλλο, απειλώντας την ίδια την δομή του συμβατικού ποπ τραγουδιού της εποχής εκείνης, καθώς και μια διαρκή «παρεκούμβηση» προς άλλα, οικεία αλλά και ανοίκεια είδη, όπως η τζαζ, acid ή μη, η folk και φυσικά η ορχηστρική και κλασικότροπη μουσική, όπως παραδόθηκε και μεταλαμπαδεύτηκε, συνειδητά ή υποσυνείδητα, στην φουρνιά των μουσικών της γενιάς εκείνης από πεφωτισμένα μουσικά μυαλά, όπως ο Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, ο Πιέρ Μπουλέζ, ο Τζον Κέιτζ και ο Ιάννης Ξενάκης.

O πρώτος δίσκος των KC, εκτός από μερικά εξαιρετικά μέλη της συγκεκριμένης γενιάς μουσικών που έβγαλε η Βρετανία στα τέλη των ‘60s, διαθέτει ακόμη ένα «πυρηνικό όπλο»: το υπέροχα δυστοπικό μυαλό του ποιητή και στιχουργού Πίτερ Σίνφιλντ, ο οποίος μπορούμε πλέον ξεκάθαρα να υποθέσουμε ότι περνούσε την ημέρα του ως άλλος Charlie Brooker (ο συμπατριώτης του δημιουργός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης της προ δεκαετίας τηλεοπτικής σειράς «Black Mirror»), κατασκευάζοντας μέσα στο λαβυρινθώδες μυαλό του τα πιο εφιαλτικά σενάρια για το μέλλον του πολιτισμού και της Ανθρωπότητας και μεταφράζοντάς τα, ιδανικά, σε μορφή στίχων με ροή, αρχή, μέση και τέλος. Και, κυρίως και πρωτίστως, με νόημα. Νόημα που έβγαινε και τότε, αλλά και τώρα. Γι’ αυτό και η νοηματοδότηση των στίχων του Σίνφιλντ από το 1969 αποκτά ξεχωριστή (και σχεδόν αχρονική) χροιά αν τους ακούσουμε στο Σήμερα του 2023.

Γράφοντας τους στίχους του εμβληματικού «21st Century Schizoid Man» (αφιερωμένο, ειρήσθω εν παρόδω, στον ελληνικής καταγωγής, τότε 39ο αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Spiro Agnew, ο οποίος υποστήριζε μετά μανίας την ολοένα και πιο ενεργή εμπλοκή των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στον μαινόμενο πόλεμο του Βιετνάμ) δεν μπορείς παρά να παρατηρήσεις ότι πίσω από το «Blood rack, barbed wire / Politician’s funeral pyre / Innocents raped with napalm fire / Twenty-first century schizoid man», ο Σίνφιλντ έκρυβε μια βαθιά μελαγχολία (έως ματαιωμένη απογοήτευση) για τον ρόλο της Πολιτικής και των πολιτικών εν γένει απέναντι στον ρου της ανθρώπινης ιστορίας –ποιος, αυτός, ο ίδιος ο ποιητής Σίνφιλντ που είχε μεγαλώσει, κατά δήλωσή του, με τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη δίπλα στο προσκεφάλι του.

Η παραμορφωμένη από το βαρύ distortion φωνή του Greg Lake δίνει τον τόνο (ή, καλύτερα, την ατονικότητα) ενώνοντας κάτω από την ηχητική σκέπη του το hard rock, το progressive rock με τον πνευστό αυτοσχεδιασμό της τζαζ διαμέσου του σαξοφώνου του Μακντόναλντ. Ήταν – και παραμένει έως και σήμερα – ένα σχεδόν απόκοσμα σοκαριστικό άκουσμα που πιάνει εξαπίνης τον ακροατή του, ο οποίος, θέλοντας και μη, έχει ήδη ανέβει πάνω στο μουσικό «άλογο» των KC και δεν δύναται να ξεπεζέψει, καθώς ο ρυθμικός «καλπασμός του» κυμαίνεται από τα 4/4 μέχρι τα 6/8, κρατώντας το αυτί του κολλημένο σχεδόν πάνω στις αυλακιές του βινυλίου.

Η δεύτερη κορυφαία στιγμή του άλμπουμ είναι, ασφαλώς, το «Epitaph (Including “March For No Reason” and “Tomorrow And Tomorrow”)». «The wall on which the prophets wrote / Is cracking at the seams / Upon the instruments of death / The sunlight brightly gleams / When every man is torn apart / With nightmares and with dreams / Will no one lay the laurel wreath / When silence drowns the screams?», τραγουδάει ο Lake σε μια από τις συγκλονιστικότερες φωνητικές ερμηνείες όλης του της καριέρας, με τον ίδιο να καταλήγει εμφατικά ότι «η σύγχυση θα αποτελέσει τον επιτάφιό μου».

Ένας «Επιτάφιος», όμοιος με εκείνον του Γιάννη Ρίτσου και τυλιγμένος μέσα σε ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά εξώφυλλα άλμπουμ του 20ου αιώνα: τον «Σχιζοειδή Άνθρωπο» του εναρκτήριου τραγουδιού, ο οποίος παλεύει ανάμεσα στην Απόγνωση και την Παράνοια, με όλα αυτά που συμβαίνουν (και, δυστυχώς, θα εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα) τριγύρω του. Και είναι πραγματικά κρίμα που ο εμπνευστής και σχεδιαστής του συγκεκριμένου εξωφύλλου, ο βρετανός προγραμματιστής Barry Godber, δεν έζησε λίγο παραπάνω από τα 24 του χρόνια, προκειμένου να δράξει την ικανοποίηση από την αδιαμφισβήτητη δημοφιλία του μέχρι και σήμερα.

Ο Godber πέθανε από καρδιακή προσβολή τον Φεβρουάριο του 1970, σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ. Ωστόσο, πρόλαβε να παραδώσει στην ποπ κουλτούρα του 20ου αιώνα ένα εξώφυλλο με έναν «Σχιζοειδή Άνθρωπο», εμπνευσμένο κατά το ήμισυ από τον «Nebuchadnezzar» του William Blake και κατά το ήμισυ από τον ίδιο του τον εαυτό, έτσι όπως τον αντίκρισε ο ίδιος στον καθρέφτη του μπάνιου του μία μέρα που ξυριζόταν.

Και επίσης, ως γνήσια εικονιστική αντίστιξη, ο Godber φρόντισε στο εσωτερικό του δίσκου να ενσταλάξει την έννοια της Ηρεμίας απέναντι στο Χάος, διαμέσου της μορφής του ίδιου του Crimson King, ενός στρογγυλοπρόσωπου ηλικιωμένου με ένα γλυκό χαμόγελο, το οποίο ωστόσο είναι εξίσου αινιγματικό με εκείνο της «Μόνα Λίζα», καθώς, διαβάζοντας παράλληλα τους στίχους του Σίνφιλντ, ο ακροατής δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο τού χαμογελάει αυτός ο Πορφυρός Βασιλιάς: να είναι επειδή νιώθει να πλησιάζει η Ελπίδα για όλη την Ανθρωπότητα;

Ή μήπως το κάνει επειδή νιώθει ότι (επιτέλους) πλησιάζει το τέλος της ύπαρξής του και η επικείμενη και οριστική του λύτρωση από όλα τα δεινά της ζωής του;

Και όχι ότι αποτελεί και καμιά σοβαρή τιμή, γιατί μιλάμε για το γνωστό – ως προς τον εγγενή μουσικό συντηρητισμό του – και μη εξαιρετέο «Rolling Stone», αλλά το 2015 σε εκτενές του άρθρο, το αμερικανικό μουσικό περιοδικό ανακήρυξε το «In the Court of the Crimson King» σαν τον δεύτερο μεγαλύτερο δίσκο του Progressive Rock όλων των εποχών, μετά το «The Dark Side of the Moon» των Pink Floyd.

Όλα λάθος για το Rolling Stone (το TDSOTM είναι ένας από τους σημαντικότερους δίσκους όλων των εποχών, αλλά σίγουρα δεν είναι ο απόλυτος και ακριβής ορισμός του progressive rock – τουλάχιστον, δεν είναι περισσότερο «προοδευτικός» από το άλμπουμ «Atom Heart Mother» των ιδίων των Pink Floyd. Άλλη κουβέντα αυτή, ωστόσο).

Το «In the Court of Crimson King» πάντως αποτέλεσε, σίγουρα, το κρίσιμο σημείο καμπής, εκεί όπου το απλό ροκ της τρίλεπτης ή τετράλεπτης φόρμας / μανιέρας, όντως μπήκε σε ένα μονοπάτι πρωτοπορίας και προοδευτικότητας, με ό,τι και αν συνεπάγονταν τότε οι δυο αυτοί όροι.

H στουντιακή απογείωση των King Crimson

Δεν θα ήταν άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι οι KC διέγραψαν μια παρόμοια πορεία με τους Pink Floyd, με την έννοια ότι αυτό που συνέβη στους τελευταίους μετά την κυκλοφορία του «Τhe Piper At The Gates Of Dawn» και την (εκ μέρους του, ακούσια) εκπαραθύρωση του Syd Barrett από την μπάντα, μοιάζει να συνέβη και στην περίπτωση των KC.

Kαι αυτό επειδή, αμέσως μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους, ο Lake πάει στους «Emerson, Lake and Palmer», ο Giles αποχωρεί και ο Ian McDonald, ενώ στην αρχή δείχνει να το σκέφτεται λίγο και να είναι αμφίθυμος ως προς την αποχώρησή του ή όχι από το συγκρότημα, τελικά παίρνει των ομματίων του και φεύγει και αυτός. Και όπως στην περίπτωση της ανάδειξης του Roger Waters ως άτυπης ηγετικής μορφής στους Floyd μετά την αποχώρηση του Μπάρετ, έτσι και εδώ αναδεικνύεται η μορφή του Ρόμπερτ Φριπ, o οποίος πλέον αποφασίζει να πάρει στις πλάτες του όλη την μπάντα. Και τι πλάτες ε; Πιο πειραματικές πεθαίνεις.

Έξι μόλις μήνες μετά το ντεμπούτο τους, κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ τους με τίτλο «In The Wake Of Poseidon», πιο ηλεκτρονικό, με περισσότερο mellotron και πιο ατμοσφαιρικό. Πιο «ambient» θα λέγαμε, γι’ αυτό και μέχρι σήμερα αποτελεί το προσωπικό αγαπημένο του Brian Eno, ο οποίος και θεωρεί ότι με αυτό ακριβώς το άλμπουμ τέθηκαν οι βάσεις για την σύγχρονη ambient μουσική, την οποία φυσικά μετεξέλιξε κατόπιν και ο ίδιος, με όλα εκείνα τα εκπληκτικά άλμπουμ που κυκλοφόρησε μεταξύ 1975-1981.

Το τεράστιο αριστούργημα του άλμπουμ είναι, ασφαλώς, το κομμάτι «The Devil’s Triangle (“Merday Morn”, “Hand Of Sceiron”, “Garden Of Worm”)», ένα από τα σημαντικότερα prog-rock δημιουργήματα όλων των εποχών, με τον «Άρη» από τους «Πλανήτες» του Gustav Holst να αντηχεί εξαρχής και να θέτει τον βαρύ τόνο σε μια, κατά βάση, free jazz σύνθεση άνω των 11 λεπτών.

Στο τρίτο άλμπουμ, «Lizard», επίσης του 1970 (κοντολογίς, οι KC κυκλοφόρησαν τρία στουντιακά άλμπουμ μέσα σε 14 μήνες, από τον Οκτώβριο του ’69 μέχρι τον Δεκέμβρη του ’70), ο Φριπ πλέον «ξεσαλώνει» και ουσιαστικά παίζει παραλλαγμένες σε prog-rock κλίμακες, τα άλμπουμ του Ornette Coleman, του Miles Davis και του Charles Mingus, τα οποία «λιώνει» στο πικάπ του σπιτιού του. Τα πνευστά, από όμποε μέχρι χάλκινα, έχουν την πρωτοκαθεδρία σε αυτό το άλμπουμ, όπως αντίστοιχα και στον επόμενο δίσκο, το «Islands» του 1971, το οποίο είναι επίσης το τελευταίο με την συμμετοχή του Sinfield στους στίχους.

Είναι ένα άλμπουμ που, ουσιαστικά, προλείανε το έδαφος για το, κατά πολλούς, απόλυτο αριστούργημά τους, το «Larks’ Tongues In Aspic». Εδώ πλέον είναι φανερή η επιρροή μουσουργών όπως ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ και ο Στραβίνσκι σε επικολυρικές συνθέσεις όπως το «Book Of Saturday» ή η σουίτα του «Larks Tongues In Aspic Part 2». Η μουσική είναι περίπλοκη, συχνά δυσνόητη, αλλά ο Φριπ έχει μαζέψει γύρω του μια τόσο δυνατή ομάδα φοβερά ταλαντούχων μουσικών, όπως ο περκασιονίστας Jamie Muir, η οποία ακολουθεί (και συχνά συνοδεύει διακριτικά) το μουσικό του όραμα μέχρι τελευταίας… ρανίδας.

Το 1974 οι King Crimson κυκλοφορούν δυο άλμπουμ και αμέσως μετά πέφτουν σε χειμερία νάρκη: αρχικά το «Starless And Bible Black», που ηχογραφήθηκε, στο μεγαλύτερο μέρος του, ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής του Άμστερνταμ και που αποτελεί ένα βήμα πίσω σε σχέση με την ηχητική κορωνίδα του «Larks’ Tongues In Aspic» και κατόπιν το «Red», που αποτελεί το ιδανικό δισκογραφικό κλείσιμο σε μια ονειρεμένη εξαετία.

Για πολλούς οπαδούς τους, συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος, αυτό είναι το καλύτερο και πιο «γεμάτο» άλμπουμ της καριέρας τους. Μπορεί το ντεμπούτο τους να ήταν σημαντικό για τους άλλους που τους ακολούθησαν και για την πορεία του prog-rock εν γένει, αλλά το «Κόκκινο» άλμπουμ των KC είναι σημαντικό κυρίως για τους ίδιους, καθώς ενώνει σχεδόν ιδανικά τους KC του «Επιταφίου» με αυτούς του προσωπικού τους «επιτάφιου», καθώς δυο βδομάδες πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Φριπ αποφάσισε να διαλύσει το συγκρότημα-υπόδειγμα που είχε καταφέρει, μετά κόπων και βασάνων, να φτιάξει μαζί με τον μπασίστα και τραγουδιστή John Wetton και τον ικανότατο ντράμερ Bill Bruford.

Ίσως γιατί κατάλαβε, έξυπνος άνθρωπος ων, ότι πρέπει να αποχωρείς ενόσω βρίσκεσαι στην κορυφή και στο top της φόρμας σου. Και οι KC του 1974 βρίσκονταν όντως σε τρομερή μουσική φόρμα.

1981-2003: Μια μικρή άνοδος και μια απότομη πτώση

Tι έκανε λοιπόν ο Φριπ μεταξύ 1975-1981; Ο ίδιος υποστηρίζει ότι είχε κάπως χάσει το «αίσθημα προσανατολισμού» στην ζωή του και αποπειράθηκε να το βρει διαμέσου διαφόρων πνευματικών «φλερτ» του, μελετώντας διάφορες θρησκείες και δόγματα. Το άλλο ήταν ότι, ξαφνικά, ένα πρωινό του 1977, μπήκε σε ένα στούντιο στο Βερολίνο και ηχογράφησε, με το γνωστό trademark κιθαριστικό του ήχο, ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια του 20ο αιώνα, το «Heroes» του David Bowie. Χωρίς το χαρακτηριστικό παίξιμο της κιθάρας του Φριπ, οι «Ήρωες» θα ακούγονταν πολύ διαφορετικοί.

Πάντως, κατά παραδοχή του, την περίοδο εκείνη είναι που τελειοποιεί την προσωπική του τεχνική, τα λεγόμενα «Frippertronics», μια σύνθετη λέξη προερχόμενη απ’ το επώνυμό του και το «electronics».

Τι επινόησε λοιπόν ο, πάντα ευρηματικός, Φριπ; Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα σύστημα αναλογικής καθυστέρησης του ήχου (το επονομαζόμενο «analog delay»), με την χρήση δύο μαγνητοφώνων. Να πούμε εδώ ότι η τεχνική αυτή προϋπήρχε του Φριπ, και συγκεκριμένα από την δεκαετία του ’60 και από τον μουσικοσυνθέτη Terry Riley, αλλά έπρεπε αφενός να φτάσουμε στην παρθενική του ηχογράφηση σε άλμπουμ, στο «Discreet Music» (1975) του Brian Eno και αφετέρου στην μετεξέλιξη της χρήσης της εν λόγω τεχνικής από τον Φριπ, ο οποίος πλέον μπορούσε να ηχογραφήσει μια ηλεκτρική κιθάρα με διαφορετικά ηχητικά στρώματα στον ήχο της.

Και όλα αυτά σε real time, δηλαδή σε πραγματικό χρόνο, όχι με χρήση «λούπας», ακόμη και αν στην τελική της μορφή η κιθάρα ακουγόταν όντως σαν να παίζει ένα κεντρικό θέμα και στο βάθος να ακούγεται μια δεύτερη μελωδική κιθαριστική γραμμή, εν είδη επαναλαμβανόμενης «λούπας». Κάπως έτσι, και μετά από αλλεπάλληλους πειραματισμούς, προέκυψαν τα σημερινά «loopers», τα οποία βασίστηκαν πάνω στα «Frippertronics» και που εδώ και μια 20ετία τουλάχιστον χρησιμοποιούνται ευρέως, τόσο από «αναλογικούς», όσο και από μουσικούς της ηλεκτρονικής μουσικής.

Τα «Frippertronics» λοιπόν… οργιάζουν μεταξύ 1981-82, όταν δηλαδή ο Φριπ αποφασίζει να ξεκινήσει πάλι το πρότζεκτ του «Βασιλιά Πορφυρού», έστω και με ένα παραλλαγμένο όνομα, ως «Discipline», σε συνεργασία με τον πανταχού παρόντα και πρόθυμο Bruford, τον Adrian Belew σε κιθάρα και φωνή και τον Tony Levin στο μπάσο.

Ο ομώνυμος δίσκος του 1981 αποτελεί ένα έργο πολύ μπροστά από την εποχή του – αρκεί από μόνο του να σκεφτείτε ότι στο άλμπουμ γίνεται ευρεία χρήση της κιθάρας-συνθεσάιζερ GR G-808/GR 303, που μόλις είχε κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή. Η νέα εποχή των KC (ή των «Discipline», αν προτιμάτε) διαθέτει μπόλικες επιρροές από τις πλέον πειραματικές τάσεις της εποχής, ειδικά δε το άλμπουμ «My Life In The Bush Of Ghosts» των David Byrne και Brian Eno.

Το prog-rock έχει μπολιαστεί για τα καλά με την fusion και την afrocentric άποψη περί μουσικής (ο υποψιασμένος ακροατής βρίσκει επιρροές μέχρι και από Fela Kuti), με το τελικό αποτέλεσμα να ακούγεται, μέχρι και σήμερα, πολύ… «προχώ» για την εποχή του.
Το άλμπουμ «Beat» που ακολούθησε έναν χρόνο μετά, ουσιαστικά επανέλαβε το ίδιο μοτίβο, απλώς με λιγότερο ευφάνταστες συνθέσεις και λιγότερο πετυχημένους πειραματισμούς.

Είναι και αυτό, ωστόσο, ένα άλμπουμ που αξίζει να υπάρχει σε μια οποιαδήποτε ενημερωμένη δισκογραφία, είτε αυτή καλείται prog, είτε πειραματική, new wave. H ειδοποιός διαφορά είναι το στιχουργικό concept του συγκεκριμένου άλμπουμ, το οποίο βασίζεται, όπως άλλωστε αποκαλύπτει και ο τίτλος του, πάνω σε μια τεράστια μορφή της beat λογοτεχνίας, τον Jack Kerouac και τα έργα του.

Το, σχεδόν αδιάφορο, άλμπουμ «Three of a Perfect Pair» κυκλοφορεί το 1984 και βάζει το συγκρότημα ξανά σε μια χειμερία νάρκη συνολικά 11 ετών, μέχρι το 1995 και το άλμπουμ «Thrak». Εδώ πλέον, δυστυχώς, ο Φριπ δεν έχει παρόμοιες, όπως το «My Life In The Bush Of Ghosts», δεν έχει δίπλα του τον Eno ως σταθερό του φίλο/συνεργάτη/σύμβουλο και επιπλέον και οι ίδιοι οι KC βρίσκονται μεταξύ μουσικής σφύρας και άκμονος: ανάμεσα σε grunge και brit-pop, υπάρχει άραγε χώρος για μια τρίτη (μετ)ενσάρκωση των King Crimson;

Η απάντηση «τραμπαλίζει» προς το «ναι», γιατί και η ίδια η σύνθεση της King Crimson MK III σε προϊδεάζει για κάτι σπουδαίο: Fripp και Belew σε κιθάρες, Levin και Trey Gunn στο μπάσο και Bruford, Pat Mastelotto στα τύμπανα. Μιλάμε δηλαδή για τρία απίστευτα «δίδυμα» σε κιθάρα και rhythm section (μπάσο και ντραμς). Εδώ πλέον, οι KC παίζουν ένα ξεκάθαρο math-rock με εξάρσεις επιπέδου Helmet, ατμόσφαιρες και ξεσπάσματα επιπέδου Slint ή Tortoise και μια επιρροή που φτάνει μέχρι τους Battles, το «Atlas» του 2007 των οποίων δεν θα υπήρχε δίχως την ύπαρξη του «Thrak».

Εδώ, βασικά, τελειώνει και η μπάντα, καθώς τα δυο επόμενα άλμπουμ της, «The Construkction of Light» (ή «construKction of light») του 2000 και το «The Power to Believe» του 2003 (13ο και τελευταίο στουντιακό τους άλμπουμ) αποδεικνύονται «ελαφρών βαρών» για τα ονόματα που τα κουβαλάνε στις μουσικές τους πλάτες. Ίσως το τελευταίο σπουδαίο τραγούδι των ΚC να είναι το «Eyes Wide Open». Ίσως με αυτό το κομμάτι να υπογράφεται και το πιστοποιητικό «θανάτου» μιας σπουδαίας μπάντας, η οποία κυκλοφόρησε το ανέμπνευστο κύκνειο άσμα της πριν από ακριβώς 20 χρόνια.

Το 2019, με την συμπλήρωση μισού αιώνα ζωής του συγκροτήματος, ανακοινώθηκε η επικείμενη κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ «Cosmic F*ck: The King Crimson Documentary» του Τόμπι Άμις, με πρόσβαση σε σπάνιο υλικό της μπάντας και ένα απόλυτο must see για τον οποιονδήποτε οπαδό της prog-rock κουλτούρας, είτε είναι οπαδός των King Crimson, είτε όχι.

Ούτως ή άλλως, μιλάμε για ένα πολυπρόσωπο μουσικό σχήμα που, με προεξάρχοντα τον Ρόμπερτ Φριπ, έχει κυκλοφορήσει περισσότερους από 50 δίσκους, σε επίσημη ή bootleg μορφή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται 13 studio albums, 15 live albums, 13 compilation albums, 3 extended plays, 10 singles, 6 video albums και συνολικά 9 box sets.

Η σημαντικότερη, ωστόσο, προσφορά τους είναι το ότι, δίχως τον Πορφυρό Βασιλιά και την Αυλή του ή δίχως τις Γλώσσες Κορυδαλλού μέσα σε Ζελέ Κρέατος σήμερα δεν θα υπήρχε καν το είδος του post-prog rock, όπως αυτό καθιερώθηκε και γιγαντώθηκε μέσα από συγκροτήματα όπως οι Tool, οι A Perfect Circle, οι Opeth, οι Dream Theater, οι Gojira, οι Mastodon, οι At The Drive-In και οι Mars Volta.