Ο δημιουργός και συγγραφέας του Black Mirror, Charlie Brooker εχει παραδώσει προ πολλού τα όποια του διαπιστευτήρια και δεν έχει να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν, παρά μόνο στον ίδιο του τον εαυτό.

Επί μια δεκαετία έχουμε ενθουσιαστεί, έχουμε ανατριχιάσει, έχουμε τρομάξει, έχουμε σκεφτεί, έχουμε κάνει την ομφαλοσκόπησή μας και έχουμε περάσει από χίλια μύρια κύματα με τα σενάρια που οπτικοποίησε ο Μπρούκερ, βάζοντας τον Μαύρο Καθρέπτη του μέχρι και στο Λεξικό της Οξφόρδης, με τον τίτλο της σειράς να καταντάει, πολύ σύντομα, μέχρι και επιθετικός προσδιορισμός που σημαίνει το «εφιαλτικά δυστοπικό».

Η έκτη σεζόν του Black Mirror, που έρχεται σχεδόν πέντε χρόνια μετά την πέμπτη σεζόν της σειράς, είναι όντως ένα αποκύημα της εποχής της, καθώς διαθέτει όλα εκείνα τα ποιοτικά στοιχεία, αλλά και τις αμήχανες στιγμές που (καθ)ορίζουν την μετά-πανδημική πραγματικότητα σήμερα.

Δεν θα σας σποϊλάρουμε πολύ ως προς την πλοκή των επεισοδίων, αλλά τα πέντε επεισόδια της έκτης σεζόν διαδραματίζονται σε διαφορετικά χωροχρονικά περιβάλλοντα: τρία επεισόδια διαδραματίζονται στο παρελθόν, ένα στο παρόν και μόνο η πρεμιέρα, το υπέροχο «Joan Is Awful», μοιάζει με ένα τυπικά «παραδοσιακό» επεισόδιο του Black Mirror, καθώς επικεντρώνεται στη κλασική μπρουκερίστικη δυστοπία περί των απειλών των νέων τεχνολογιών τη ζωή μας.

Στο επεισόδιο αυτό – ένα από τα δυο πραγματικά καλογραμμένα και άξια αναφοράς της σεζόν – ο Brooker σχολιάζει ευφυώς το Netflix (το υποτιθέμενο κανάλι με το όνομα Streamberry) και την αλόγιστη προβολή τηλεοπτικών σειρών, με την πραγματικότητα και την φαντασία να συμπλέκονται τόσο πολύ που ο θεατής να μην ξέρει που τελειώνει η μια και που αρχίζει η άλλη.

Η καλύτερη και πιο μεστή στιγμή της σεζόν είναι το επεισόδιο που τιτλοφορείται «Beyond the Sea» (διόλου τυχαία και το μεγαλύτερο σε διάρκεια, σαν κανονική ταινία, κοντά στα 80 λεπτά). Aaron Paul, Josh Hartnett και Kate Mara δίνουν ένα πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνειών και βάζουν τον θεατή εντελώς μέσα στο κλίμα του ρετροφουτουρισμού (στο επεισόδιο, ο χρόνος υποτίθεται ότι είναι το 1969), σε μια ιστορία που παλαντζάρει ανάμεσα στο δράμα και την τραγικότητα και εκτυλίσσεται εξολοκλήρου στο διάστημα.

Στο (μέτριο προς καλό) επεισόδιο με τον τίτλο «Loch Henry», ένα ζευγάρι νεαρών σκηνοθετών ντοκιμαντέρ (Myha’la Herrold και Samuel Blenkin) αναρωτιούνται για την πορεία και το μέλλον της κινηματογραφικής αφήγησης εγκληματολογικών ιστοριών true crimes.

Τα δυο πιο αδύναμα επεισόδια λαμβάνουν χώρα στο παρελθόν.

Το «Demon 79» προδίδει την χρονολογία όπου εκτυλίσσεται (την Βρετανία του 1979), τόσο από τον τίτλο, όσο και από τις pop culture αναφορές του (γίνεται λόγος για τον βρετανικό «Χειμώνα της Δυσαρέσκειας», το «Rasputin» των Boney M ακούγεται στο ραδιόφωνο, ενώ το juke box στην παμπ παίζει τα «I Don’t Like Mondays» και «Hit Me with Your Rhythm stick»), ενώ στο πιο αδύναμο (και μικρότερο σε διάρκεια, μόλις 40 λεπτά) επεισόδιο της σεζόν, το «Mazey Day», ο Μπρούκερ επιστρέφει κάπου στο κοντινό παρελθόν, για να επανεξετάσει διεξοδικά (αλλά όχι πάντα επιτυχημένα) τις πρώτες ημέρες του Διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών τύπου iPod της εποχής εκείνης.

Η συνολική αίσθηση που μας αφήνει η έκτη σεζόν του Black Mirror είναι χλιαρή: έχει τις καλές της στιγμές, έχει τις μέτριες και τις αδιάφορές της.

Διαθέτει μερικές ενδιαφέρουσες δραματουργικές κορυφώσεις και το κλασικό «food for thought» που μας δίνει ο Μπρούκερ από το 2011 μέχρι σήμερα, όπως αντίστοιχα διαθέτει και στιγμές, μεγάλης ή μικρής διάρκειας όπου η γραφή του Brooker θυμίζει περισσότερο μια άσκηση ύφους, παρά μια πειραματική εξερεύνηση, όπως αυτή των πρώτων σεζόν της σειράς.

Σε άλλα σημεία, ο σχολιασμός και η κριτική του Μπρούκερ παραμένει, διστακτικά, στο πρώτο επίπεδο αφήγησης, δίχως να κάνει τις απαραίτητες και απαιτούμενς τομές, ενώ σπάνιες είναι οι στιγμές που η όποια κοινωνική σάτιρα που επιδιώκεται να γίνει, φτάνει επιτυχημένα στον στόχο της.

Κυρίως όμως, η έκτη σεζόν του Black Mirror καλύπτεται από την αχλή του απεικονιστικού ρετροφουτουρισμού, με πολλά επεισόδια να πάσχουν από αυτή την «σχιζοειδή διαταραχή» του να μην γνωρίζουν ως προς το πού να κατευθυνθούν τελικά: προς το (αβέβαιο) μέλλον μας ή προς το (νοσταλγικό) παρελθόν μας;