Υπάρχουν πολλοί κιθαρίστες που αναφέρονται κάθε φορά που τίθεται το ερώτημα «ποιος είναι ο μεγαλύτερος κιθαρίστας όλων των εποχών;». Ονόματα όπως ο Jimmy Page, ο Eric Clapton, ο Jeff Beck, ο BB King, o Robert Fripp, ο Pete Townsend – τεράστιοι μουσικοί που άφησαν ανεξίτηλο σημάδι, χάρισαν χαρά, και ο καθένας έχτισε και μια ξεχωριστή σχολή ήχου.Όλοι τους υπέροχοι, όλοι τους αναγκαίοι. Κι όμως, δίπλα στο όνομα Jimi Hendrix, οι φλόγες τους μοιάζουν σαν σπίθες που χάνονται στον άνεμο.

Γιατί; Πρωτίστως, γιατί ο Hendrix δεν χρειάστηκε δεκαετίες για να χτίσει έναν μύθο. Του έφτασαν μόλις τέσσερα χρόνια κάτω από τα φώτα της σκηνής για να ανατρέψει τους νόμους της κιθάρας και να χαράξει τον δικό του αστερισμό. Η μουσική του ήταν σαν ένα όνειρο που ξεχειλίζει, μια ακατέργαστη ενέργεια που έπαιρνε σάρκα μέσα από τις πεντατονικές κλίμακες, από την παρόρμηση της στιγμής, από εκείνη την «ζωώδη» φύση που έκανε το παίξιμό του να μοιάζει άλλοτε με κραυγή, άλλοτε με προσευχή.

Ο Hendrix βασικά έπλαθε οράματα με τις έξι χορδές. Η κιθάρα του ήταν περισσότερο πυξίδα προς έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο όπου ο θόρυβος γινόταν μελωδία και η σιωπή ανάμεσα στις νότες άνοιγε δρόμο για το απρόβλεπτο. Ήταν ιδιοφυΐα, αλλά και υπνωτιστής. Ένας ερμηνευτής που σε έκανε να νιώθεις ότι η σκηνή είχε πάρει φωτιά, καιγόταν, και εσύ μαζί της.

Γι’ αυτό και σήμερα, δεκαετίες μετά, μιλάμε για τον Jimi Hendrix όχι σαν έναν «κιθαρίστα» αλλά σαν ένα όνειρο που άφησε πίσω του ήχο και φωτιά. Ένα όνειρο που συνεχίζει να μας στοιχειώνει, να μας εμπνέει και να μας υπενθυμίζει ότι η μουσική μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από τέχνη: μπορεί να είναι καθαρή αποκάλυψη.

Αυτός ήταν ο Hendrix στην ουσία του, ένας μάγος που μαγνήτιζε τον κόσμο με ήχους που κανείς δεν είχε φανταστεί ποτέ, κι όμως το προσπερνούσε σαν να ήταν απλώς άλλος ένας μουσικός που έπρεπε να βγάλει το σετ. Η ταπεινότητά του ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με την κοσμική κλίμακα του παιξίματός του. Εκεί όπου άλλοι θα χαιρόντουσαν να τρέφουν τον μύθο, ο Hendrix προτιμούσε να μένει γειωμένος, σχεδόν ντροπαλός απέναντι στον ίδιο του τον θρύλο. Κι όμως, όποιος τον έβλεπε ζωντανά ήξερε ότι στεκόταν μπροστά σε κάτι ανεπανάληπτο. Η έκπληξη του Jeff Beck δεν είχε να κάνει μόνο με τα ρούχα ή τα μαλλιά, είχε να κάνει με τον τρόπο που η κιθάρα του Hendrix έμοιαζε να καταπίνει τον αέρα του χώρου και να τον ξερνά πίσω σαν καθαρό ηλεκτρισμό. Δεν έπαιζε απλώς τα τραγούδια, τα διαστρέβλωνε, τα μεταμόρφωνε, αναδημιουργούσε το ίδιο το rock εκείνη τη στιγμή.

Η ειρωνεία είναι πως ο Hendrix, που ποτέ δεν πίστεψε πραγματικά στο μέγεθος του ταλέντου του, έγινε το ίδιο το μέτρο με το οποίο ορίζεται η μεγαλοσύνη. Έζησε μόλις τέσσερα χρόνια κάτω από τα φώτα, αλλά σε εκείνα τα χρόνια μετέτρεψε την κιθάρα σε σκάφος για το χάος, την ομορφιά και το συναίσθημα, με τρόπους που συνεχίζουν να αντηχούν δεκαετίες μετά. Δεν τον ενδιέφεραν οι τίτλοι ή τα στέμματα· μόνο η στιγμή, μόνο ο ήχος. Όταν ο Dick Cavett ανέφερε ότι οι άνθρωποι τον αποκαλούν «έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες στον κόσμο», ο Χέντριξ απάντησε απλά ότι ήταν «ο καλύτερος που κάθεται σε αυτή την καρέκλα, ίσως» στο στούντιο του παρουσιαστή. Ήταν πολύ πιο πρόθυμος να επαινέσει τους συναδέλφους κιθαρίστες του πριν δεχτεί ο ίδιος τον έπαινο. Υπήρχαν πολλοί μουσικοί για τους οποίους του άρεσε να μιλά, αποκαλώντας τους αγαπημένους του, και όταν οι άνθρωποι τον αποκαλούσαν «τον σπουδαιότερο», ο Hendrix γύριζε την προσοχή σε κάποιον από τους σύγχρονούς του. Αν και αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοπρεπές, έχει οδηγήσει σε μια συνηθισμένη διαμάχη μέσα στον κόσμο της μουσικής, γύρω από μια συγκεκριμένη φράση που φημολογείται πως έλεγε ο Hendrix. Η φράση είναι: «Δεν ξέρω, ρώτα τον…». Ο Hendrix φέρεται να το είπε αυτό για τον κιθαρίστα που θεωρούσε τον καλύτερο στον κόσμο. Ωστόσο, για το ποιον εννοούσε υπάρχει μεγάλη διαφωνία — οπότε ας το ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα.

Ποιον θεωρούσε ο Jimi Hendrix τον καλύτερο κιθαρίστα;

Κυκλοφορεί μια ιστορία, σχεδόν θρύλος. Όταν κάποτε τον ρώτησαν ποιος είναι ο μεγαλύτερος κιθαρίστας στον κόσμο, ο Hendrix λέγεται πως χαμογέλασε και απάντησε: «Δεν ξέρω, ρώτα τον…» Ποιον όμως εννοούσε;

Οι φήμες είναι πολλές. Κάποιοι λένε πως θαύμαζε τον Billy Gibbons (γνωστός ως κιθαρίστας, κύριος τραγουδιστής και μοναδικό σταθερό μέλος των ZZ Top, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του στους Moving Sidewalks, οι οποίοι ηχογράφησαν το “Flash” και άνοιξαν τέσσερις συναυλίες για τους Jimi Hendrix Experience) ή τον Terry Kath (ιδρυτικό μέλος των Chicago), δυο σπουδαία ταλέντα που είχαν τον δικό τους ήχο και το πάθος για να σταθούν επάξια δίπλα στους κορυφαίους των ’60s. Άλλοι ορκίζονται ότι μιλούσε για τον Rory Gallagher, τον Ιρλανδό κιθαρίστα που έκαιγε σκηνές με το φλογερό του παίξιμο. Όμως η αλήθεια ίσως να απογοητεύσει τους ρομαντικούς: ο Hendrix πιθανότατα… δεν μιλούσε για κανέναν.

Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι είπε ποτέ αυτή τη φράση. Κι όμως, ο μύθος ταξίδεψε σαν σπίθα, πέρασε από στόμα σε στόμα, κόλλησε πάνω σε διάφορα ονόματα και επιβίωσε για δεκαετίες. Γιατί; Ίσως γιατί μας αρέσει να φανταζόμαστε τον Hendrix, τον άνθρωπο που οι περισσότεροι θεωρούμε τον απόλυτο κιθαρίστα, να δείχνει αλλού, με σεμνότητα και ανθρωπιά. Να κατεβαίνει για λίγο από το βάθρο και να χαρίζει τον θαυμασμό του σε κάποιον άλλον.

Κι έτσι, ακόμα κι αν η ατάκα είναι μύθος, η ψυχή της ιστορίας μένει αληθινή: ο Jimi Hendrix δεν νοιαζόταν για τίτλους. Ήξερε ότι η μουσική δεν είναι διαγωνισμός αλλά μια αλυσίδα από χέρια που κρατούν την κιθάρα και την παραδίδουν στην επόμενη γενιά. Και ίσως αυτό να ήταν το μεγαλύτερο μάθημά του: πως ο καλύτερος κιθαρίστας δεν είναι ένας∙ είναι όλοι εκείνοι που τολμούν να παίξουν σαν να καίνε ολόκληρο τον κόσμο για μια στιγμή αλήθειας.

Ο Hendrix συνέχισε να ηχογραφεί σαν να κυνηγούσε τον χρόνο, και το καλοκαίρι του 1970 βγήκε για τελευταία φορά στην Ευρώπη, αφήνοντας πίσω του συναυλίες που έμοιαζαν με εκρήξεις φωτός. Νωρίς το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου, βρέθηκε νεκρός σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Λονδίνο. Οι συνθήκες του θανάτου του παραμένουν ασαφείς∙ ένα μυστήριο που θολώνει ακόμη περισσότερο τη φιγούρα του. Το τελευταίο του βράδυ το μοιράστηκε με τη Γερμανίδα σύντροφό του, Monika Dannemann, και οι αναφορές μιλούν για έναν θανατηφόρο συνδυασμό αλκοόλ και υπνωτικών χαπιών. Δίπλα στο κρεβάτι του, ένα μελαγχολικό ποίημα, μια τελευταία σελίδα που έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι έγραψε μόνος του το φινάλε.

Έτσι έφυγε ο Jimi Hendrix, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Όμως ο μύθος του δεν έσβησε∙ έμεινε να αιωρείται, σαν κιθάρα που ακόμα βουίζει στον αέρα, σαν τραγούδι που δεν τελειώνει ποτέ.

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.