Όταν άκουσα πρώτη φορά Throbbing Gristle, σε μια πρώτη φάση με διαπέρασε ένας υπερβατικός ηλεκτρισμός. Σε μια δεύτερη φάση όμως, μου κέντρισαν την περιέργεια. Σε αντίθεση με την κλασική ροκ κάβλα που μου προκαλούσαν τα υπόλοιπα συγκροτήματα που άκουγα τότε, η ομορφιά των συγκεκριμένων δεν είχε να κάνει με το περιεχόμενο της μουσικής αυτής καθεαυτής.
Προσπάθησα να καταλάβω τι το διαφορετικό με συνέπαιρνε στους Throbbing που δεν είχαν οι υπόλοιπες μπάντες που άκουγα τότε, και το έκανα.
Ακουγόταν στ’ αφτιά μου σαν μια αυτό-κανιβαλιστική μεταλλαγμένη ντίσκο, μια avant garde αντι-ποπ χειρονομία από τεταμένες μαχαιριές. Θα μπορούσα να είχα γράψει ολόκληρο βιβλίο για το σικ (και με τις δύο ερμηνείες) πνεύμα και την εντυπωσιακή αναρχία του 20 Jazz Funk Greats, του οποίου η κιτς φωτογραφία παραθαλάσσιων διακοπών στο διαβόητο σημείο αυτοκτονίας του Beachy Head προϊδεάζει τον θεατή για την εσκεμμένα αιχμηρή ειρωνική διάθεση του ηχητικού του περιεχομένου.
Ένα τουριστικό ζιγκ ζαγκ σφυροκόπημα μέσα από την exotica, τη ροκ και τη ντίσκο. Το δε «Hot on the Heels of Love» ήταν μια αποκάλυψη για τα εφηβικά αφτιά μου, μια παραληρηματική κομματάρα ντίσκο μπουζουάρ που θύμιζε Moroder, με τα λαχανιασμένα φωνητικά της Cosey να γεμίζουν το τότε σχετικά ευρύχωρο νεαρό μου υποσυνείδητό.
Στα δεκαέξι περίπου και διανύοντας έναν ξέφρενο βίο με soundtrack διάφορες εναλλακτικές μουσικές, ένιωσα ότι όφειλα να δώσω μια δίκαιη ευκαιρία στο 20 Jazz Funk Greats. Είχα ακούσει το ποσοστό των Swans που αναλογούσε στην ηλικία μου, οπότε είχα μια κάποια προδιάθεση να αφεθώ σε ό,τι ήταν πιο θορυβώδες, άβολο και παράξενο.
Και, παρά το γεγονός ότι αποτελεί τον σημαδιακό δίσκο ενός από τα πρώτα industrial γκρουπ, το 20 Jazz Funk Greats στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο θορυβώδες. Κι εκεί έγκειται η μεγάλη παραδοξότητα του δίσκου. Από τη μια αποπνέει την απόλυτη δυσφορία που αναλογεί σε ένα noise γκρουπ, χωρίς ωστόσο οι παραμορφωμένοι, τσίγκινοι ήχοι του δεν κάνουν σχεδόν καθόλου θόρυβο.
Αυτό που με άγγιξε ήταν το γενικότερο στυλ του γκρουπ, ο τρόπος έπλεκαν μια υψηλή αισθητική με περίεργους, εμμονικούς ήχους και πονεμένα φωνητικά. Και, πάνω απ’ όλα, ο τραγουδιστής, ο Genesis P-Orridge, κίνησε την περιέργειά μου απλά και μόνο με την ύπαρξή του.
Τότε ήταν ένα άτομο που γεννήθηκε άνδρας, αλλά παρουσιαζόταν ως κάποιος που σίγουρα δεν ήταν αρρενωπός. Ως ένα μπερδεμένο αγόρι που επιθυμούσε την κοριτσίστικη ζωή, πώς θα γινόταν άλλωστε να μην με γοητεύσει;
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, είχα μια διεξοδική μουσική παιδεία σε indie και alternative και στην πορεία, παρατήρησα κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα στη μουσική ενός καθόλα ευκαταφρόνητου αριθμού τρανς ατόμων, και ιδιαίτερα των τρανς γυναικών.
Glitchy ηχοτοπία, σωρεία από samples,μηχανές, φουτουρισμός, θόρυβος και σφυροκοπήματα – αυτό δεν ισχύει για όλους τους τρανς μουσικούς εννοείται, αλλά υπάρχει κάποιο είδος μοτίβου εδώ, που αφορά ιδιαίτερα στα πιο εναλλακτικά είδη.
100 Gecs, Black Dresses, Sophie, Underscores, Jane Remover, Katie Dey, Liturgy, Uboa, Weatherday, Backxwash.
Αυτη είναι μόνο μια μικρή λίστα καλλιτεχνών με trans femme ταυτότητες που φτιάχνουν μια σειρά από glitchy black metal ήχους (Liturgy), lo-fi indie (Weatherday), hyperpop (100 Gecs), industrial hip hop (Backxwash), έως στοιχειωμένο ambience (Uboa). Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιστρατεύουν το θόρυβο ή την εκκωφαντική μουσική που ρέπει προς την κακοφωνία για την παραγωγή της τέχνης τους.
Για να είμαι σαφής, στόχος μου εδώ δεν είναι να γενικεύσω, να τσουβαλιάσω ή να κατατάξω τις τρανς μουσικούς. Παρατηρώ απλώς μια διαχρονική τάση που εμφανίζεται στην τέχνη ενός σημαντικού συνόλου από αυτές.
Θέλουν να κάνουν θόρυβο
Είτε πρόκειται για το πιο ωμό metal που μπορεί να βρείτε στο έργο των Liturgy, είτε για την αισθησιακή υπερφόρτωση sampling του side project Leroy της Jane Remover, είτε για τα μινιμαλιστικά synths της Sophie, πολλοί από αυτούς μοιάζουν να δημιουργούν ήχους που προκαλούν δυσφορία!
Προσωπικά, μέσα στα χρόνια συνδεόμουν και ταυτιζόμουν με τους ήχους τους σε καθημερινή βάση. Σε πολλαπλές περιπτώσεις, χωρίς να το θέλω, ανακάλυπτα έναν νέο καλλιτέχνη, καθόμουν άκουγα τον δίσκο ξανά και ξανά, γούσταρα τον ήχο του και μετά ένιωθα μια παράξενη έξαρση όταν ανακάλυπτα την διαφορετικότητα του φύλου του.
Από τότε που το wall of sound μπήκε στη ζωή μου, και με αφορμή το Loveless των My Bloody Valentine έγινα οπαδός των πυκνών και τραχιών ήχων. Η σεληνιασμένη εφηβική ψυχή μου τρίπαρε πολλές φορές με το Since I Left You των The Avalanche. Σε αυτό το σημείο, φοβάμαι επίσης μήπως ακουστώ και πάλι κλισέ, αλλά και η glitchy πομπώδης ατμόσφαιρα του The Money Store των Death Grip, επίσης, μου έβαλε φωτιά στο αίμα ουκ ολίγες φορές.
Μου αρέσει να ανακαλύπτω μουσικές που φλερτάρουν με τα όρια του πόσο πολύ μπορεί ο ήχος να διαστρεβλωθεί, να παραμορφωθεί, να λυγίσει και να σπάσει. Εξίσου, με εξιτάρει η σκέψη ότι παίρνεις κάτι οικείο και το μεταμορφώνεις σε κάτι καινούργιο μέσα από ένα υπέροχο, εκλεκτικό sampling.
Ας ρίξουμε όμως μια ματιά στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο μεγάλωσα. Ξεκάθαρα ήταν η εποχή της τεχνολογικής υπερβολής και της εγκεφαλικής σαπίλας.
Το «μπιμπ» του messenger και η λάμψη της διασκέδασης σε μικρές δόσεις- το γαργάλημα της ατελείωτης πνευματικής διέγερσης- ένας κόσμος υπό συνεχή, αναπόφευκτη σύνδεση– αμέτρητα φόρουμ όπου κυριαρχούν τα memes- μια οθόνη όπου τα πάντα, παντού, όλα μαζί, μπορούν να σου προσφερθούν στο πιάτο.
Δικαίως, γίνεται πολύς λόγος για το ότι είναι καλό να αποσυνδεόμαστε κατά καιρούς ώστε να βρίσκουμε την πνευματική μας γαλήνη και ηρεμία. Αν δεν αποσυνδεόμαστε ποτέ, τα όρια μεταξύ της πραγματικότητας και του ψηφιακού σύμπαντος πιθανόν να θολώσουν. Και αν η πραγματική σας ζωή πλήττεται εις βάρος του ίντερνετ, αυτό είναι ξεκάθαρα ένα θεματάκι.
Ωστόσο, όταν η πραγματική σας ζωή είναι μια κόλαση, το διαδίκτυο αποτελεί ένα ζεστό και άνετο καταφύγιο. Πόσο μάλλον όταν, ας πούμε, κάποιος αισθάνεται την πλήρη αποσύνδεση με τη φυσική υπόσταση του σώματός του ή επιθυμεί απεγνωσμένα να ζήσει μια ζωή εντελώς διαφορετική από αυτή που του χάρισε η τύχη, η φύση, η μοίρα, η ζωή ή η βιολογία – ή όπως θέλετε πέστε το.
Δεν εκπλήσσομαι που βλέπω μια τυπικά περιθωριοποιημένη ομάδα να στρέφεται στη φυγή από τον πραγματικό κόσμο. Όντας συμπάσχουσα για τον άλφα ή βήτα λόγο, καταλαβαίνω τους λόγους καθώς είμαι μια από τους πολλούς που κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να δραπετεύσουν από την αμείλικτη πραγματικότητά.
Βέβαια, είναι δύσκολο να αποδώσω γενικευμένους λόγους πίσω από το γιατί πολλά τρανς femme άτομα στρέφονται προς τη μουσική που περιγράφεται εδώ. Ταυτόχρονα, ένα μεγάλο μέρος αυτής της μουσικής αντανακλά την εποχή της πληροφορίας, και ως γνωστόν, δεν υπάρχει μέρος που τα νεαρά αγόρια συχνάζουν περισσότερο από τα νοερά διαδικτυακά στέκια (ακόμη και αν τελικά δεν είναι αγόρια).
Είναι κάπως λογικό ότι πολλά από αυτά τα παιδιά που γεννήθηκαν μοιάζοντας με αγόρια κουβαλούν μέσα τους έναν περίπλοκο ιστό υπερδιέγερσης και μαξιμαλιστικής επιρροής – μια ευγενική προσφορά της παιδικής τους ηλικίας που μεγάλωσαν με το διαδίκτυο.
Επιπλέον, σε μεγάλο βαθμό, μεγάλο μέρος της μουσικής αυτών των καλλιτεχνών διαδίδεται επίσης μέσω του διαδικτύου, όπως για παράδειγμα μέσω του Spotify και του Bandcamp. Έτσι, φαίνεται να υπάρχει μια συσχέτιση εδώ.
Τι γίνεται με τους Throbbing Gristle τότε, οι οποίοι ήταν σαφώς προγενέστεροι της εποχής του διαδικτύου; Λοιπόν, το είδος στο οποίο έπαιζαν, το industrial, αναμφισβήτητα ξεκίνησε ως ένα είδος outsider που χρησιμοποιούσε το ζήτημα της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου για να εξερευνήσει τις επιπτώσεις της εποχής της πληροφορίας.
Μια ομάδα που αντιμετωπίζει διακρίσεις και ωθείται στο διαδίκτυο θα ήταν ασφαλώς πιο πιθανό να μετατρέψει αυτές τις εμπειρίες σε τέχνη. Ομοίως, μπορεί να βρουν την τέχνη τους να κατακλύζεται από αναφορές στα memes και την κουλτούρα του διαδικτύου (όπως για παράδειγμα οι 100 Gecs).
Όσο για τον θόρυβο που προκαλούν όλα αυτά, φαίνεται να αντικατοπτρίζει αποφασιστικά την εμπειρία της δυσφορίας του φύλου. Η επένδυση της μουσικής σε glitch ή παραμόρφωση μπορεί να είναι (ή και όχι) μια αυτονόητη μεταφορά για την ασυμφωνία της αυτοεικόνας, όπως και το πώς ένα τρανς άτομο μπορεί να βιώνει τη ζωή μέσα από ένα φίλτρο.
Για πολλά τρανς άτομα, μπορεί να είναι δύσκολο να υπάρξουν και να εκθέσουν τον εαυτό τους εκεί έξω χωρίς να κρύβουν το σώμα τους με διάφορους τρόπους. Όταν οι ίδιοι άνθρωποι στρέφονται προς την τέχνη, φαντάζομαι ότι μπορεί να το να βρίσκουν μια οδό για να διαστρεβλώσουν και να τεμαχίσουν την καταπιεσμένη έκφραση σε κάτι εντελώς καινούργιο να είναι τρομερά ανακουφιστικό.
Και, μερικές φορές, είναι ωραίο να βγάζεις μια κραυγή και να ξεσπάς κάνοντας θόρυβο με ό,τι βρεθεί στο διάβα σου, από καροτσάκια σουπερμάρκετ, μέχρι μουσικά πριόνια, μπάσα, κατσαρόλες και τηγάνια.
Στη μνήμη της Genesis Breyer P-Orridge.
✥Δείτε επίσης: Wendy Carlos: H τρανς νονά της ηλεκτρονικής μουσικής