Οι σημερινοί 45άρηδες πρέπει, λογικά, να θυμούνται τον Μάρτιο του 1989 σαν να ήταν χθες. Τότε που στο μουσικό κανάλι MTV έκανε την πρεμιέρα του, στις 3 του μήνα, το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Like A Prayer».
Για το μακρινό 1989, η κυκλοφορία του συγκεκριμένου τραγουδιού ήταν το μουσικό γεγονός της χρονιάς, με τους εφήβους και τους πιτσιρικάδες της εποχής να στέκονται μπροστά από τις τηλεοράσεις τους προκειμένου να θαυμάσουν τόσο τον θρίαμβο της εμπορικής ποπ μουσικής, όσο και την εντυπωσιακή μετάλλαξη της, τότε 30χρονης, Μαντόνα από (ξανθό) ποπ είδωλο σε (μελαχρινή) bona fide καλλιτέχνιδα.
Το ότι συνεχίζει να μας απασχολεί μέχρι σήμερα, 35 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, δικαιολογεί απολύτως όλο τον ντόρο που προκλήθηκε τότε, με πρωταγωνίστρια την Μαντόνα και… δευτεραγωνιστές το Βατικανό, τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, τους οπαδούς της Κου Κλουξ Κλαν στις ΗΠΑ, μέχρι και την ίδια την Pepsi.
Το ίδιο το τραγούδι «γεννήθηκε» από τις βαθύτερες υπαρξιακές και θρησκευτικές ανησυχίες της Μαντόνα, η οποία μόλις είχε μπει στην τέταρτη δεκαετία της ζωής της. Όπως παραδέχθηκε η ίδια σε συνέντευξη της τον Μάιο του 1989, η καθολική ανατροφή της της δημιουργούσε ένα αίσθημα ενοχής όλη την ώρα: «Στον Καθολικισμό είσαι γεννημένος αμαρτωλός και θα είσαι αμαρτωλός για όλη σου τη ζωή. Δεν έχει σημασία το αν και το πώς θα προσπαθήσεις να ξεφύγεις από αυτό. Η αμαρτία θα είναι μέσα σου συνεχώς. Ήταν αυτός ο φόβος που με στοίχειωνε και με πίκραινε κάθε στιγμή», τόνιζε.
Γνωρίζοντας επίσης, έξυπνη ούσα, ότι δεν διέθετε τις φωνητικές ικανότητες των μεγάλων ανταγωνιστριών της εκείνης της εποχής, όπως η Γουίτνι Χιούστον, αποφάσισε να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στη συγγραφή τραγουδιών με κάποιο διττό νόημα στους στίχους τους.
Όπερ και εγένετο. Το «Like a Prayer» αγγίζει ταυτόχρονα δυο σημαντικά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, τον έρωτα και την θρησκεία, εξισώνοντας τα. Αυτός που βιώνει τον έρωτα, είναι σαν να φτάνει στην (απο)θέωση και, αντίστοιχα, οι πιστοί της κάθε θρησκείας έχουν «ερωτική» σχέση με τον Θεό που πιστεύουνε.
Η εξυπνάδα της Μαντόνα ήταν το ότι με στίχους όπως «When you call my name it’s like a little prayer / I’m down on my knees, I wanna take you there» [«Όταν φωνάζεις το όνομα μου είναι σαν μικρή προσευχή / και όταν γονατίζω μπροστά σου θέλω να σε οδηγήσω εκεί»] κατάφερε να θολώσει ευσχήμως τα στιχουργικά όρια ανάμεσα στο σεξ, την πεολειχία και την πίστη, κάνοντας πολλούς να μιλήσουν για βλασφημία.
Και έπειτα ήταν και η οπτική θεματολογία που άγγιζε το βιντεοκλίπ της σκηνοθέτιδας Μέρι Λάμπερτ: φλεγόμενοι σταυροί, ένας μαύρος Ιησούς, ένας διαφυλετικός έρωτας, μέχρι και στίγματα στις παλάμες των χεριών της. Μπορεί αρχικά η Μαντόνα να εξήγησε στην σκηνοθέτιδα πως το τραγούδι μιλάει για την απλή ιστορία ενός κοριτσιού που είναι τρελά ερωτευμένο με έναν μαύρο άνδρα που τραγουδάει σε μια χορωδία, όμως η Λάμπερτ επέμενε πως θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό αν το βασικό story μετατρεπόταν σε μια μεγαλύτερη ιστορία, που να αφορά στον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία που βιώνει ένα ζευγάρι που δέχεται επίθεση από την Κου Κλουξ Κλαν.
Στο βίντεο, η Μαντόνα εμφανίζεται ως μάρτυρας στη ληστεία και την δολοφονία μιας νεαρής κοπέλας, για την οποία η αστυνομία θα συλλάβει ένα νεαρό μαύρο ο οποίος είναι αθώος -ένας προάγγελος του κινήματος #BlackLivesMatter. Η ίδια θα καταφύγει σε μία εκκλησία, όπου υπάρχει πίσω από κάγκελα το άγαλμα ενός μαύρου αγίου, που μοιάζει εκπληκτικά με το νεαρό μαύρο στον τόπο του εγκλήματος.
Η Μαντόνα αρχίζει να προσεύχεται μπροστά του και το άγαλμα δακρύζει. Στη συνέχεια, ενώ κοιμάται στα στασίδια της εκκλησίας, έχει κάτι σαν όραμα, καθώς ονειρεύεται μια μαύρη γυναίκα η οποία την πιάνει ενώ αυτή πέφτει από τον ουρανό. Η τραγουδίστρια επιστρέφει στο άγαλμα, το οποίο έχει πάρει πλέον την μορφή του νεαρού μαύρου, αυτός τη φιλάει στο μέτωπο και φεύγει από την εκκλησία.
Στη συνέχεια εκείνη παίρνει ένα μαχαίρι και κόβει την παλάμη της, που ματώνει, κατόπιν – στην διασημότερη σκηνή του βιντεοκλίπ – χορεύει ανάμεσα σε φλεγόμενους σταυρούς, αγκαλιάζει τον μαύρο άνδρα και τελικά καταλήγει στο αστυνομικό τμήμα όπου καταθέτει όλα όσα είδε και ο νεαρός αφήνεται ελεύθερος.
Like A Prayer, όταν «η ποπ πλησίασε όσο ποτέ στην ανώτερη Τέχνη»
Αμέσως μετά την προβολή του βιντεοκλίπ, οι κριτικές είναι διθυραμβικές, όπως αυτή του Rolling Stone που μεταξύ άλλων έγραψε ότι ο δίσκος «πλησίασε στην τέχνη όσο πιο κοντά μπορεί να φτάσει η ποπ σαν είδος». Άλλοι μίλησαν για την “ενήλικη” και “σοβαρή” ερμηνεία της Μαντόνα, ενώ το Billboard έκανε λόγο για μια άκρως επιτυχημένη πρόσμειξη ποπ με gospel χορωδία και ροκ κιθάρες.
Εννοείται πως τόσο το τραγούδι, όσο και το συνοδευτικό βιντεοκλίπ είναι, μάλλον, ο βασικότερος καλλιτεχνικός λόγος για τον οποίο θα μνημονεύεται η Μαντόνα εις το διηνεκές. Ένα πέραν πάσης προσδοκίας ποπ τραγούδι με ανθεμικό ρεφρέν, που κατάφερε να πιάσει το απόλυτο πολιτικό zeitgeist της εποχής -θυμίζουμε πως την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η ταινία «Ο Μισισιπής Καίγεται» με θέμα την πραγματική ιστορία της δολοφονίας, το 1964, δυο μαύρων φοιτητών και ενός λευκού στην πολιτεία αυτή από μέλη της Κου Κλουξ Κλαν.
Επιπλέον, το βιντεοκλίπ ήταν νούμερο ένα στην λίστα του MTV «100 Videos That Broke the Rules (100 Βιντεοκλίπ που Έσπασαν τους Κανόνες)» το 2005 για την 25η επέτειο του MTV, ενώ θεατές το ψήφισαν ως το «Most Groundbreaking Music Video of All Time (Πιο Πρωτοποριακό Βίντεο Όλων των Εποχών)». Σε δημοσκόπηση του Billboard το 2011, ψηφίστηκε το δεύτερο καλύτερο μουσικό βίντεο της δεκαετίας του 1980, πίσω από το «Thriller» του Μάικλ Τζάκσον.
Την σημαντική παρακαταθήκη που άφησε με το εν λόγω τραγούδι κατανόησε προσφάτως και η ίδια η Μαντόνα που ανάρτησε ένα σχετικό ποστ στο Instagram γράφοντας: «Πριν από 30 χρόνια κυκλοφόρησα το Like A Prayer και αυτό το βίντεο προκάλεσε τόσο μεγάλη διαμάχη επειδή φίλησα έναν μαύρο άγιο και χόρεψα μπροστά από φλεγόμενους σταυρούς. Επίσης, έφτιαξα μία διαφήμιση με την PEPSI που απαγορεύθηκε γιατί το βίντεό μου χαρακτηρίσθηκε ως ακατάλληλο. Χρόνια πολλά σε μένα και τη διαμάχη!», έγραψε.
Μάλιστα, η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως, όπως αποκαλύπτει η ίδια στη λεζάντα της, η πρώτη προσπάθεια να κάνει αυτό το ποστάρισμα απέβη άκαρπη, γιατί την μπλόκαρε… το ίδιο το Instagram!
Θυμήθηκε με τον τρόπο αυτό, τον ντόρο που προκάλεσε αμέσως μετά την προβολή του βιντεοκλίπ, όταν παρενέβη μέχρι και το… Βατικανό δια στόματος του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’, ο οποίος κάλεσε για «μποϊκοτάρισμα της βλάσφημης τραγουδίστριας που προσβάλει τον Καθολικισμό».
Στο παιχνίδι μπήκαν και άλλες συντηρητικές, θρησκευτικές ομάδες που απείλησαν την ίδια την Μαντόνα, η οποία εκείνη την περίοδο είχε υπογράψει ένα παχυλό συμβόλαιο συνεργασίας με την Pepsi. Κάτω από την πίεση της αμερικανικής κοινής γνώμης, η Pepsi υπέκυψε, απέσυρε μέχρι και τη χορηγία της στην περιοδεία της Mαντόνα, ενώ μάλιστα της χάρισε και τα πέντε εκατ. δολάρια της προκαταβολής που της είχε δώσει.
Μόνη κερδισμένη από το μίνι αυτό «σκάνδαλο» φυσικά ήταν η ίδια η, τότε 31χρονη, τραγουδίστρια που με ένα σμπάρο (το «Like A Prayer») κατάφερε να πετύχει δυο τρυγόνια: καθολική καλλιτεχνική αναγνώριση και… την (ρωμαιο)καθολική μήνη.