Από το 2001, απ’ όταν έφτιαξα το ντοκιμαντέρ για τη Φλέρυ Νταντωνάκη, αναζητούσα τον σκηνοθέτη Θόδωρο Καλομοιράκη. Είχα διαβάσει πως το 1973, στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, είχε συμμετάσχει μία δική του ταινία, το «Ακρόπολις Εξπρές» με πρωταγωνίστρια την Ιέρεια του «Μεγάλου Ερωτικού». Ήταν αδύνατο να επικοινωνήσω μαζί του, ζούσε μόνιμα στις ΗΠΑ τότε και είχε χαθεί μάλλον από τα εγχώρια κινηματογραφικά δρώμενα. Ούτε χρήστης του διαδικτύου ήμουν, όπως σήμερα, ώστε να είχα ευκολότερη πρόσβαση σε αρχεία και ηλεκτρονικές διευθύνσεις. Κι έτσι, για πολλά – πολλά χρόνια η θέαση του «Ακρόπολις Εξπρές» παρέμενε κάπως σαν όνειρο. ‘Ώσπου ένα βράδυ, είδα ένα άλλο όνειρο στον ύπνο μου, αλλόκοτο, μεταφυσικό, το οποίο με έκανε να ασπαστώ εν μέρει τη μεταφυσική και να αρχίσω να πιστεύω πως με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, την οποία ουδέποτε συνάντησα, με συνδέει κάτι βαθύτερο, υπαρξιακό θα έλεγα, που υπερβαίνει τα επίγεια: Ήμουν, λέει, σε μία λεωφόρο της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1960. Στην Αμερική, που δεν έχω αξιωθεί μέχρι σήμερα να την επισκεφτώ, άρα η μόνη εικόνα που έχω είναι μέσα από τις ταινίες και τα ρεπορτάζ. Και αναφέρω τη δεκαετία του ‘60 καθώς απέναντι μου, σε μακρινή απόσταση, είδα με απόλυτη ευκρίνεια τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Ήταν νέα, πανέμορφη, φορούσε μίνι φούστα και ψηλές μπότες. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη, έκανα να κινηθώ προς το μέρος της για να της μιλήσω, αλλά με σταμάτησε απότομα η ίδια. Άπλωσε το ένα της χέρι, σαν να μου έλεγε «Θα σε δείρω» και έμοιαζε τρομερά εκνευρισμένη. Ήταν τέτοιο το σοκ που πετάχτηκα από τον ύπνο μου με μία δυσάρεστη αίσθηση. Αμέσως είδα την οθόνη του κινητού μου που έλεγε πως η ώρα ήταν λίγο μετά τη μία τα μεσάνυχτα. Εκείνη η μέρα, θυμάμαι, πέρασε ολόκληρη μέσα σε μια ανεξήγητη αίσθηση μελαγχολίας. Σκεφτόμουν συνεχώς το εξής: «Η Φλέρυ τα’χει βάλει μαζί μου; Για ποιο λόγο, τι της έκανα;».

Κωμικό ακούγεται, ειδικά για όποιον γνωρίζει πως εμείς οι ίδιοι κατευθύνουμε τα όνειρα μας κάθε φορά, έλα όμως που το βράδυ της ίδιας μέρας, συνέβη κάτι που αγγίζει, όπως έγραψα παραπάνω, τα όρια της μεταφυσικής: Έτυχε να περάσω από το ιδιωτικό ιατρείο του οδοντογιατρού μου. Στην αναμονή, πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, υπήρχε ένα Αθηνόραμα της τρέχουσας εβδομάδας. Το ανοίγω και κατευθείαν πέφτω πάνω στο τηλεοπτικό πρόγραμμα της χθεσινής μέρας. Ανατριχιάζω σύγκορμος σαν βλέπω ότι την προηγούμενη, στη μία ακριβώς τη νύχτα, την ίδια ώρα που ξύπνησα απ’ το όνειρο με τη Φλέρυ, προβλήθηκε από την ΕΡΤ το «Ακρόπολις Εξπρές» του Καλομοιράκη, η ταινία που έψαχνα τουλάχιστον μία δεκαετία! Σαν να εμφανίστηκε, λοιπόν, η Φλέρυ στον ύπνο μου για να με…προγκήξει επειδή έχασα ακόμη ένα κομμάτι του παζλ που συνέθετε την καλλιτεχνική της προσωπικότητα. Να που η μοίρα και ο χρόνος τα έφεραν έτσι και πρόσφατα, το περασμένο καλοκαίρι, βρήκα από το Facebook και από κοινούς γνωστούς τον σκηνοθέτη Θόδωρο Καλομοιράκη. Έχει επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα και κατοικεί στην περιοχή του Ελληνικού. Τον συνάντησα, είδα έναν γλυκύτατο στα όρια της πραότητας άνθρωπο, που έχει ζήσει κυριολεκτικά δέκα ζωές, βάσει των πολλών διηγήσεων του από τις συναναστροφές του με μυθικούς καλλιτέχνες Έλληνες και ξένους. Στο παρόν κείμενο, θα μάθετε όλα όσα ήθελα να μάθω κι εγώ και που αφορούν τη συμμετοχή της Φλέρυς Νταντωνάκη στη μικρού μήκους ταινία του…

Το 1972, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις προέδρευε της επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, είδε την πρώτη ταινία του Θόδωρου Καλομοιράκη και προθυμοποιήθηκε να γράψει τη μουσική ή να αναλάβει τη μουσική επιμέλεια για την επόμενη ταινία του. Του έβαλε έναν όρο μόνο: Να έπαιζε στην ταινία του η Φλέρυ Νταντωνάκη, για την οποία ο Καλομοιράκης δεν είχε ιδέα ποια ήταν. «Αυτό δεν θα ήταν υποχρέωση, αλλά χαρά μου» απάντησε ο νέος σκηνοθέτης στον Χατζιδάκι και λίγο αργότερα θα’χε την τύχη να δει τη Φλέρυ μαζί με τον Δημήτρη Ψαριανό στο στουντιάκι της Columbia, όταν έγραφαν τον «Μεγάλο Ερωτικό». «Είχα γίνει μπάαστακας στο στούντιο, τόσο πολύ είχα ενθουσιαστεί» θυμάται ο Καλομοιράκης, που ήταν παρών στις περισσότερες ηχογραφήσεις του «Μεγάλου Ερωτικού». Και σε όσες δεν ήταν, είχε πάλι την τύχη να τις ακούσει λίγο μετά, πριβέ, στο σπίτι του Χατζιδάκι και συγκεκριμένα στο γραφείο του.

Το επόμενο φιλμ του Καλομοιράκη θα ήταν μια μικρού μήκους ταινία με τον τίτλο «Ακρόπολις Εξπρές». Ο Χατζιδάκις, που θα τηρούσε την υπόσχεση του, ανάλαβε τη μουσική επιμέλεια και γι’ αυτό το λόγο «σύστησε» στον σκηνοθέτη την Κάκια Μένδρη. Του έβαλε να την ακούσει από δίσκους 78 στροφών, πιστεύοντας ότι τα παλιά τραγούδια από τις δεκαετίες του 1930 και του ‘40 θα ταίριαζαν στην ταινία του. Μία άλλη τραγουδίστρια που του «γνώρισε» ο Χατζιδάκις, με σκοπό πάντα να τη «χρησιμοποιήσει» στο φιλμ, ήταν η Ιταλίδα coloratura σοπράνο Amelita Galli – Curci

Όπως και έγινε τελικά, αφού μέσα στο «Ακρόπολις Εξπρές» ακούγεται μία ηχογράφηση με τη Galli-Curci από τις αρχές της δεκαετίας του 1920!

Η πρώτη που κλείστηκε για την ταινία ήταν η Φλέρυ Νταντωνάκη, σύμφωνα με την επιθυμία του Χατζιδάκι. Ενόσω ο Καλομοιράκης συζητούσε μαζί της το σενάριο, αναζητούσε και τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Στο Εθνικό Θέατρο πήγε και είδε την παράσταση «Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο» του Παύλου Μάτεσι. Ξεχώρισε δύο νέους ηθοποιούς, που θα μπορούσαν να υποδυθούν τον χαρακτήρα του λιποτάκτη στρατιώτη: Ο ένας λεγόταν Γιάννης Λαμπρόπουλος και ο άλλος λεγόταν Αντώνης Αντύπας, ο μετέπειτα γνωστός σκηνοθέτης του Απλού Θεάτρου και σύζυγος της συνθέτριας Ελένης Καραΐνδρου. Ταυτόχρονα, πιθανώς πάλι μέσω του Χατζιδάκι, ο Καλομοιράκης γνωρίστηκε προσωπικά και με τον συγγραφέα Παύλο Μάτεσι. Έχει σημασία η γνωριμία αυτή, καθώς ο Μάτεσις με τις ξενόγλωσσες γνώσεις του, έφτιαξε τους αγγλικούς υπότιτλους για την κόπια της ταινίας που θα παιζόταν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο Μάτεσις επέμενε επίσης να διάλεγε ο σκηνοθέτης τον Λαμπρόπουλο και όχι τον Αντύπα: «Πιθανώς να είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση οι δυο τους κι ήθελε να τον προωθήσει. Αυτόν πήρα τελικά στην ταινία, αλλά ομολογώ πως δεν έμεινα ευχαριστημένος. Μετάνιωσα μάλιστα που δεν πήρα τον Αντύπα, γιατί τα επόμενα χρόνια γίναμε φίλοι». Όπως δεν ήθελε ο Καλομοιράκης να δυσαρεστηθεί ο Μάτεσις, που του πρότεινε τον Λαμπρόπουλο, έτσι δεν ήθελε να δυσαρεστηθεί και ο Χατζιδάκις, που του είχε προτείνει τη Φλέρυ. Το παράδοξο είναι πως μέχρι πρότινος που ο Καλομοιράκης ξανάδε τη συγκεκριμένη ταινία του, μια και την είχε αποκηρύξει, πίστευε πως έπαιζαν μέσα ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Δάνη Κατρανίδης.

Διευθυντής φωτογραφίας στο «Ακρόπολις Εξπρές» ήταν ο Σταμάτης Τρύπος, τον οποίο είχε συστήσει στον Καλομοιράκη ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. «Τον γνώριζα ωστόσο τον Τρύπο», θυμάται ο Καλομοιράκης, «αφού ήμουν βοηθός σκηνοθέτη του Φίλιππου Φυλακτού σε μία ταινία του με τη φωτογραφία του Τρύπου». Το θέμα είναι πως στα γυρίσματα της δικής τους ταινίας, η Φλέρυ τα πήγαινε καλά με όλους – «αγαπημένοι μου» τους αποκαλούσε – με τον Σταμάτη Τρύπο όμως είχε πραγματική λατρεία.

Για τις ανάγκες της ταινίας, είχαν νοικιάσει ένα τραίνο που έκανε τη διαδρομή Αθήνα – Γιουγκοσλαβία και ξανά πίσω. «Δεν διασχίζαμε πόλεις, αλλά πεδιάδες και αμπέλια» αφηγείται ο Καλομοιράκης, «ενώ ο Τρύπος φώναζε συνέχεια τη Φλέρυ. Εξαφανιζόταν. Ενδεικτικό είναι πως μια μέρα τη βρήκε κάτω απ’ τις γραμμές του τραίνου! Είχε ξαπλώσει στα χορτάρια και έτρωγε παπαρουνόπιτες». Οι παπαρουνόπιτες, που είχε φτιάξει η ίδια η Φλέρυ, ήταν το μοναδικό έδεσμα που έφερε στα γυρίσματα και που έτρωγε μόνο η ίδια, αφού κανείς άλλος δεν ήθελε να δοκιμάσει. «Η αλήθεια είναι πως μαστούρωνες και λίγο με τις παπαρουνόπιτες της Φλέρυς, οπότε λέγαμε ‘’άσε καλύτερα’’». (γέλια).

Το «Ακρόπολις Εξπρές» γυρίστηκε το 1972 και ο Καλομοιράκης δεν κατάφερε να παραστεί στην προβολή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την επόμενη χρονιά, αφού υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του, διάρκειας 27 μηνών, μεσούσης της χούντας. Λίγο πριν φύγει για Αμερική, το 1974, τηλεφωνήθηκε με τη Φλέρυ, η οποία του είπε πως θα πήγαινε κι εκείνη ξανά εκεί για να τον έβρισκε, κάτι που συνέβη τελικά το 1976, αμέσως μόλις γέννησε τη μοναχοκόρη της.

«Έμενα στο Μπρούκλιν και με παίρνει η Φλέρυ για να μου πει: ‘’Σού’ ρχομαι με το παιδί μου’’. Δεν ήξερα καν ότι είχε γίνει μητέρα. Θυμάμαι που γυρίζαμε όλα τα καταστήματα, μπορεί να ψώνιζε παπούτσια λόγου χάριν, αλλά έπιανε την κουβέντα με όλους και ίδρωνα για να τη βγάλω έξω. Τα πόδια της ήταν μες την τρίχα, αξύριστα, ένα αντιαισθητικό θέαμα, η ίδια όμως τα έδειχνε και έλεγε χαριτωμένα: ‘’Οι τριχούλες μου’’. Άγιος άνθρωπος, χίπισσα κανονική, 100%! Η εμφάνιση της, οι μακριές ινδικές φούστες που φορούσε, το ελαφρύ μαστούριασμα που έκανε, η χάι διάθεση της, το ξυπόλυτο περπάτημα της στις λεωφόρους, που την έκανε να νιώθει πιο ελεύθερη, όπως έλεγε, ήταν τα απολύτως δικά της χαρακτηριστικά. Μια μέρα μου δηλώνει πως θα έφευγε με το μωρό της και θα πήγαινε σε άλλη πόλη, εκεί που έμενε και στο παρελθόν προφανώς. Καθώς την αποχαιρετούσα από το παράθυρο του τρίτου ορόφου, της φώναξα να προσέχει τον εαυτό της και το παιδί. Και τότε συνέβη κάτι απίστευτο: Τη στιγμή που της το λέω αυτό και έμπαινε στο ταξί, γυρνάει έντρομη και ουρλιάζει: ‘’Το παιδί, που’ ναι το παιδί;’’ Το είχε ξεχάσει στη μπανιέρα! Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και, πράγματι, βρήκαμε το μωρό να κοιμάται. Δεν θα ξεχάσω που άνοιξα ένα παταράκι πάνω ακριβώς απ’ το μπάνιο, τράβηξα ένα σεντόνι που το έδωσα στη Φλέρυ, τύλιξε το μωρό της μέσα σ’ αυτό και το κατέβασε κάτω για να φύγουν. Περίμενα στο παράθυρο μου πάλι μέχρι να χαθούν με το ταξί, εφόσον κάτι άλλο μπορούσε να προκύψει τελευταία στιγμή».

Έκαναν πολύ ωραίες συζητήσεις ο Καλομοιράκης και η Νταντωνάκη. Του μιλούσε τακτικά για το μιούζικαλ που’ χε παίξει, όταν τη γνώρισε ο Χατζιδάκις στις ΗΠΑ, το «Jacques Brel is Alive and Well and Living in Paris». Του είχε δείξει την κριτική του συγγραφέα και κριτικού Clive Barnes, που ήταν διθυραμβική για την ίδια. .

Στις κουβέντες τους, η Φλέρυ μιλούσε ακόμη στον Καλομοιράκη για τη Μελίνα Μερκούρη. Πώς πέρναγε από το καμαρίνι της, στο Broadway, όταν ανέβασαν με τον Ντασέν το «Ilya Darling», παρακαλώντας την να της δώσει ένα ρολάκι. Αν και δεν το θυμάται αυτό ο Καλομοιράκης, τον ενημερώνω πως μία και μοναδική φορά η Φλέρυ είχε αντικαταστήσει τη Μελίνα, εκτάκτως, στο «Ilya Darling» – ήταν κάτι που που επιβεβαίωσε ο αείμνηστος Ζιλ Ντασέν το 2001, όταν έκανα το ντοκιμαντέρ για τη Φλέρυ και μιλήσαμε στο τηλέφωνο.

Υπήρχε τότε στην Αμερική ένας εκπληκτικός συγγραφέας, ο Charles Ludlam που πέθανε το 1987 από επιπλοκές του AIDS. Αυτός είχε γράψει πάρα πολλά έργα, παρωδίες, κωμωδίες, μεταξύ των οποίων και το «Galas», που βασιζόταν στη βιογραφία της Μαρίας Κάλλας. Τον χαρακτήρα της δικής του υπηρέτριας στο έργο, που υποδυόταν ένας άνδρας στο θεατρικό ανέβασμα, τον είχε εμπνευστεί απ’ τον τρόπο που έπαιζε η Φλέρυ την υπηρέτρια στο «Do I hear a waltz?», μ’ όλο αυτό δηλαδή το μεσογειακό ταμπεραμέντο της. Επρόκειτο για τον σπουδαίο Αμερικανό ηθοποιό, Everett Quinton, σύντροφο ζωής του Ludlam, που συνεχίζει μέχρι σήμερα το έργο του. Στην ουσία, ο Quinton τη Φλέρυ Νταντωνάκη υποδυόταν με το χιουμοριστικό όνομα «Φλώρα Πάστα Λινγκουίνι». Ο Καλομοιράκης θυμάται τον Everett Quinton μελαψό, τριχωτό, με μουστάκι επί σκηνής: «Ήταν κάτι το τρομερό, σαν να έβλεπες τη Φλέρυ σε αρσενικό on stage!» Η Φλέρυ δεν θα είχε ιδέα είναι το πιο πιθανό, αφού όλα αυτά γίνονται στην Αμερική το 1980 περίπου, όταν ο Καλομοιράκης είχε χάσει πια επαφή μαζί της.

Για τη Φλέρυ Νταντωνάκη ξανάκουσε το 1998 με αφορμή το θάνατο της. Του τηλεφώνησε ο αδερφός του στην Αμερική και τον ενημέρωσε πως εκείνη τη μέρα, τη 18η Ιουλίου, θα παιζόταν από την κρατική τηλεόραση το «Ακρόπολις Εξπρές» στη μνήμη της. Δέκα χρόνια, όμως, νωρίτερα, γύρω στο 1987 – 88, κάποιος άλλος τον είχε ειδοποιήσει πως θα παιζόταν το «Ακρόπολις Εξπρές» στο ΑΣΤΥ στο πλαίσιο ενός αφιερώματος. «Με συντάραξε ο θάνατος της Φλέρυς» ομολογεί ο Καλομοιράκης, «όπως συμβαίνει μ’ όλους τους προσωπικούς φίλους που έχεις μοιραστεί πράγματα και κουβαλάς αναμνήσεις. Την αγαπούσα, αλλά πέρα απ’ τη δική μου απώλεια, ο κόσμος όλος στερήθηκε τη φωνή της. Δεν υπάρχει τέτοια φωνή!» Κι όταν του λέω πως ο Σπύρος Σακκάς κάποτε είχε πει πως η Φλέρυ Νταντωνάκη είναι πάνω απ’ τους Beatles και τη Joan Baez, συμφωνεί: «Κι εγώ το πιστεύω! Ούτε καν μπαίνω στον κόπο να τη συγκρίνω! Η Φλέρυ ήταν συγκλονιστική, τόσο εδώ, όσο και στην Αμερική και δυστυχώς δεν κατάφερα μέσα στα χρόνια να βρω κάποια ηχογράφηση της από τις πρώτες παραστάσεις του έργου για τον Jacques Brel. Ο Μάνος Χατζιδάκις την αγαπούσε, την προωθούσε και την προστάτευε και σκέφτομαι πως καλύτερα που έφυγε εκείνος πρώτος, διότι θα στενοχωριόταν πολύ με το χαμό της. Κι αν άφησαν από κοινού λίγα πράγματα, αποτελούν κανονικούς σταθμούς στο ελληνικό τραγούδι».

Τον ρωτάω για το τι άφησε και ο ίδιος τελικά με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, αν πιστεύει πως το μοναδικό στοιχείο για το οποίο αξίζει να μνημονεύεται σήμερα το «Ακρόπολις Εξπρές» είναι η παρουσία της. Έχει ενδιαφέρον η απάντηση του σκηνοθέτη: «Την ταινία μόλις μου την έστειλαν προχθές, ψηφιοποιημένη, και την ξανάδα εξαιτίας της συνάντησης μου μαζί σας. Δεν ήθελα, ήμουν μεταξύ του να βάλω να τη δω ή να την παρατήσω. Φοβόμουν, γιατί ήξερα ότι το ’χα χάσει το παιχνίδι μ’ αυτή την κινηματογραφική μου απόπειρα. Το μόνο πράγμα που με πέταξε εκτός, να πω την αλήθεια, ήταν η σκηνή που η Φλέρυ διαβάζει τα γράμματα και κλαίει. Δεν θυμάμαι να έκλαιγε μόνη της, πρέπει να’χαμε προξενήσει τεχνητά δάκρυα. Τι υπερβολικός που ήμουν!» Του συστήνω να χαλαρώσει, καθώς η σκηνή μια χαρά περνάει σήμερα, στο πλαίσιο ενός γκροτέσκου στοιχείου. Επιμένει: «Θα έπρεπε να ήταν ακόμη πιο γκροτέσκο, να τό’χω φτάσει στα άκρα!». Μου εξομολογείται πως ονειρευόταν να κάνει μία άλλη σκηνή μες την ταινία, που η Ευαγγελία Σαμιωτάκη θα ήταν ολόγυμνη πάνω σ’ ένα ροκοκό κρεβάτι, απ’ αυτά με τις κουρτίνες, και κάποιος θα της έκανε έρωτα. Δεν το τόλμησε βέβαια, ενώ ούτε καν έφτασε στο σημείο να το συζητήσει με την ηθοποιό.

Η ταινία αυτή φανερώνει την άγνοια μου για το τι ήθελα να κάνω. Και μπορεί να χει στοιχεία σουρεαλιστικού χιούμορ, ήταν όμως ξεκομμένα το ένα από τ’ άλλο δίχως καμία συνοχή. Θα το ήθελα να έχει βγει πολύ πιο αναρχικό φιλμ, μα δεν τα κατάφερα. Μην ξεχνάτε πως ήταν και χούντα και μένα καλύτερος μου φίλος τότε, που τον λάτρευα, ήταν ο Βασίλης Ραφαηλίδης».

Ευχαριστώ τον Θόδωρο Καλομοιράκη για το μοίρασμα της μνήμης και λίγο πριν φύγω φέρνει έναν μεγάλο φάκελο. Τον ανοίγει και μου βγάζει μια σειρά ασπρόμαυρων πορτραίτων της Φλέρυς Νταντωνάκη από τα γυρίσματα του «Ακρόπολις Εξπρές», που δεν έχουν δει ποτέ το φως της δημοσιότητας. Παθαίνω την πλάκα μου! «Πάρ’τα, είναι δικά σου, σου ανήκουν», μου λέει σε ένα συγκινητικό ξέσπασμα γενναιοδωρίας. Είναι οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται αποκλειστικά στο τεύχος του FAQmag, τεύχος Μαρτίου. Με τον Καλομοιράκη θα τα ξαναπούμε σύντομα, γιατί, πέραν της μικρού μήκους ταινίας του με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, τον σκοπό δηλαδή της επίσκεψης μου στο σπίτι του, ελάχιστοι γνωρίζουν πως είναι υπεύθυνος για το σχεδιασμό πολλών ιδιωτικών κινηματογραφικών αιθουσών. Μεταξύ αυτών, και του σούπερ σταρ Michael Jackson στο διαβόητο «Neverland Ranch».