Είναι άνοιξη του 2000, Μαρούσι. Στο παγκάκι, καθισμένοι στην πλάτη του και με τα πόδια μας στο κάθισμα του, οι συζητήσεις είναι γενικού -εφηβικού- περιεχομένου. Το ιδανικό μέγεθος μαρκαδόρου Posca για τις ταγκιές μας, αν θα πάμε για μπάσκετ στου Σπύρου Λούη αφού σχολάσουμε, τι θα γίνει με την 3ημερη κ.λπ., και κάπου εκεί θυμάμαι να λέω στον Σ. πως πριν λίγες μέρες είχα αγοράσει σε CD το νέο album “Οχυρωμένη αντίληψη” των FF.C. και δεν μπορούσα να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να του περιγράψω πώς ένιωσα όταν το άκουσα.

Η έναρξη του “Είσαι ακόμα εδώ” με είχε καθηλώσει. Ήμουν σίγουρος -και για τα επόμενα λίγα χρόνια- πως η μελωδιά στο πιάνο «δεν μπορεί να είναι των FF.C.», όχι γιατί δεν ήταν ικανοί αλλά γιατί δεν μπορεί αυτή η σύνθεση να μην ανήκει σε μια κατηγορία μουσικών ιδυοφιών, μαγικών εξωγήινων στιγμών, όπου η τοποθέτηση και ο συνδυασμός της κάθε νότας με την επόμενη είναι συμπαντική αρμονία.

Με αφορμή το θάνατο μιλώ λοιπόν για τη ζωή
Βλέπεις ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί το επόμενο πρωί
Ξαφνικά ξυπνάς, βλέποντας πια καθαρά
μία ροή σταματά, μία ψυχή ξεγλιστρά
Μπορεί να είναι δυνατόν στ’ αλήθεια άραγε συμβαίνει
Χειρότερα απ’ όλες τις σκέψεις σάρκα κι οστά λοιπόν τώρα να παίρνει
Να με ζεσταίνει το άγγιγμα σου δεν είναι πια εφικτό
Δεν είσαι εδώ γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ μιλώ σε σένα μητέρα
που έδωσες τα πάντα για μένα απ’ την πρώτη στιγμή στη γέννα
βάζοντας σε κίνδυνο τη δικιά σου τη ζωή
Το είχαν πει κι οι γιατροί
κι εγώ να στέκομαι ανήμπορος στη τελευταία σου στιγμή
Μίσος, οργή, πόνος, φόβος, σιωπή
Κάθομαι μόνος μου πολλές φορές κι αναρωτιέμαι γιατί
Ποιο να είναι το νόημα, πού να είναι η αρχή και πού το τέλος
Πέφτουνε κι άλλα χτυπήματα μα συνεχίζω να αντέχω με σθένος

Μα είσαι ακόμα εδώ
σε λάθος και σωστό
σε κάθε τι παλιό
σε συναντώ
Μα είσαι ακόμα εδώ…

Όσα χρόνια και να πέρασαν απο τότε, από το πρώτο άκουσμα, η μελωδία συνέχιζε να υπάρχει ακόμα μέσα μου και σε ένα συρτάρι του μυαλού μου υπήρχε το πρότζεκτ «να βρω κάποια στιγμή σε ποιόν ανήκει αυτή η μελωδία».

#Ray_themovie

Κάθεται στο σκαμπό ενός πιάνου και τα δάχτυλα του χαϊδεύουν τα πλήκτρα. Είναι μοναχικός, αλλά όχι μόνος. Η μελωδία απο τις νότες αποτυπώνει ακριβώς αυτή την κατάσταση. Ο Jamie Foxx δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας σε όλη την διάρκεια της ταινίας “Ray” και ενώ ήδη έχουν ακουστεί τα highlights της καριέρας του Ray Charles, η μουσική της συγκεκριμένης σκηνής με ανατριχιάζει και κάπως επιβεβαιώθηκα. Η μελωδία αεν ανήκει στους FF.C. και ο Ray Charles , ναι, θα μπορούσε να έχει συνθέσει μια τέτοια συμπαντική αρμονία.

O Jamie Foxx στο “Ray”

Τικ στο check box. Βρέθηκε ο συνθέτης. Η ζωή μας συνεχίζεται.

«Μου αρέσει ο Σοπέν ή ο Σιμπέλιους. Άνθρωποι που γράφουν με απαλότητα, ξέρετε, και παρόλο που ο Μπετόβεν για μένα ήταν αρκετά βαρύς, έγραψε μερικά πραγματικά συγκινητικά τραγούδια, και νομίζω ότι η Σονάτα του Σεληνόφωτος – παρά το γεγονός ότι κατέληξε να γίνει πολύ δημοφιλής – είναι κάτι που, φίλε, μπορείς να νιώσεις τον πόνο που περνούσε αυτός ο άνθρωπος. Κάτι πρέπει να συνέβαινε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Ξέρετε, ήταν πολύ, πολύ μοναχικός όταν έγραψε αυτό το τραγούδι…», από συνέντευξη του Ray Charles στο περιοδικό Rolling Stone

#ΙmmortalBeloved

Εκείνη την περιόδο είχα ξεκινήσει να βλέπω όλες τις ταινίες που σχετίζονται με μουσική, καλλιτέχνες και δισκογραφικές εταιρίες, όπως τα “24 Hour Party People”, “Almost Famous”, “Walk the Line” κ.α.. Έτσι έφτασε και η βραδιά του “Immortal Beloved” με τον Gary Oldman ως Beethoven, να αποδίδει αριστουργηματικά με κάθε δυνατό τρόπο τον συναισθηματικό κόσμο του γερμανού κλασικού συνθέτη και πιανίστα.

Όπως και στην ταινία “Ray”, έτσι και εδώ, ένα μουσικό déjà vu σε μία συγκεκριμένη σκηνή…

#love_affairs

Τα τραγούδια που αγγίζουν την αιωνιότητα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Είναι γεμάτα πληγές, απογοήτευση, όνειρα, μεγάλα λόγια, ολονύχτιες αγκαλιές, μεθυστικά φιλιά και υγρά σώματα.

Τα μαθήματα πιάνου που παρέδιδε ο Ludwig van Beethoven μέσα σε επαύλεις όπου τριγυρνούσαν αναγεννησιακά νεανικά πρόσωπα και καμπυλωτά κορμιά, καλοντυμένων αθώων βαριεστημένων Δουκισσών με συσωρευμένη σεξουαλικότητα προς έκρηξη τους έφερνε συνήθως πιο κοντά, με αποτέλεσμα να προκύπτουν μεγάλοι κρυφοί έρωτες που έβρισκαν καταφύγιο σε δωμάτια με σφραγισμένη ξύλινη πόρτα και άλλοτε δημιουργούνταν αγάπες όπου έφερναν το μυαλό σε σύγχηση με έντονη ταχυκαρδία. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο Beethoven φαίνεται να βίωνε έντονα το κάθε συναίσθημα και έτσι έχει αφήσει πίσω του αφιερώσεις και ερωτικά γράμματα με άγνωστες παραλήπτριες, όπου με την χρήση της σύγχρονης επιστήμης, των εργαστηρίων και των ιστορικών έχει συνθεθεί ένα ερωτικό παζλ.

Πηγή: Wikipedia

Η Giulietta Guicciardi φαίνεται να ήταν ένας απο τους μεγάλους έρωτες του Beethoven, και το 1801 συνθέτει το “Piano Sonata No. 14” [σ.σ. μετά τον θάνατό του επικράτησε ο τίτλος “Moonlight Sonata”] όπου της το αφιερώνει. Η γνωριμία τους προέκυψε μέσα απο τις ξαδέρφες της, Therese και Josephine Brunswick, όπου τις παρέδιδε μαθήματα πιάνου. H καθαρόαιμη θυληκότητα της την έκανε αρκετά επιθυμητή και, όπως παραδέχθηκε κάποια χρόνια αργότερα στον βιογράφο του, την περιόδο εκείνη ήταν όντως ερωτευμένος μαζί της.

«Η ζωή μου είναι και πάλι λίγο πιο ευχάριστη, είμαι και πάλι έξω και κυκλοφορώ, ανάμεσα σε ανθρώπους -δεν μπορείτε να πιστέψετε πόσο έρημη, πόσο θλιβερή ήταν η ζωή μου τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτή η αλλαγή προκλήθηκε από ένα γλυκό, γοητευτικό κορίτσι, που με αγαπάει και που αγαπώ. Μετά από δύο χρόνια, απολαμβάνω και πάλι κάποιες στιγμές ευτυχίας, και είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι ότι ο γάμος θα μπορούσε να με κάνει ευτυχισμένο, αλλά δυστυχώς δεν είναι της θέσης μου. Και τώρα, σίγουρα δεν θα μπορούσα να παντρευτώ τώρα.»

Πριν παρασυρθεί απο την μυστηριακή ομορφιά της Giulietta, και ενώ είχε ξεκινήσει τα μαθήματα στις αδερφές Brunswick, ερωτεύεται παράφορα την μικρότερη, την Josephine, σε ηλικία περίπου 20 ετών. Δυστυχώς γι’ αυτόν η Josephine ήταν παντρεμένη με τον αρκετά μεγαλύτερο της κόμη Joseph Deym και έτσι δεν μπορούσε να εκφράσει ξεκάθαρα τον έρωτα του γι’ αυτήν. Αυτό έφερε ως αποτέλεσμα μια σειρά 10-15 ερωτικών γραμάτων, που αργότερα ονομάστηκαν “Immortal Beloved”.

«Μείνε μόνο πίστη μου, ο πιστός σου Λούντβιχ, αφού ξέρεις την πίστη μου σε σένα, ποτέ δε θα μπορέσει άλλη να αποκτήσει την καρδιά μου, ποτέ – ποτέ, ποτέ, ποτέ να μην παρεξηγήσεις την πιο πιστή καρδιά του αγαπημένου σου Λ., για πάντα δική σου, για πάντα δική μου, για πάντα εμείς»

#Abbey_Road

Βάζω την B-Side πλευρά του δίσκου “Abbey Road” των Beatles. Χαζεύω το εξώφυλλο και αναρωτιέμαι πώς μια τόσο απλή -οριακά αδιάφορη- φωτογραφία, στην τωρινή εποχή, θα είχε πάρει περίπου 100 καρδούλες στο Instagram, αν οι τύποι που διέσχιζαν την διάβαση δεν ήταν οι Beatles αλλά μια οποιαδήποτε παρέα ή μπάντα.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by The Beatles (@thebeatles)

Ξεκινάει το 2ο τραγούδι της πλευράς, το “Because”. Το βλέμμα μου σηκώνεται προς το πικαπ. Τα κύτταρα μου σε αγώνα ταχύτητας και ανατριχιάζω. Η μελωδία ήταν πάλι εδώ…

«Η Yoko έπαιζε τη “Σονάτα του Σεληνόφωτος” στο πιάνο. Ήταν κλασικά εκπαιδευμένη. Είπα, “Μπορείς να παίξεις αυτές τις συγχορδίες ανάποδα;” και έτσι έγραψα το “Because” γύρω από αυτές. Οι στίχοι μιλούν από μόνοι τους, είναι ξεκάθαροι. Χωρίς μαλακίες. Χωρίς εικόνες, χωρίς σκοτεινές αναφορές….», απο το βιβλίο “All We Are Saying: Three Weeks With John Lennon” του David Sheff

#the_end

Σαν ένα μυστήριο που προσπαθεί να λύσει κάποιος ήρωας, λογικά ντεντέκτιβ, οποιουδήποτε βιβλίου του Charles Bukowski, και τον παρασέρνει το χάος όπου αντιμετωπίζει γεμίζοντας τις ώρες του σε σκοτεινά μπαρ του Λος Άντζελες ως τρόπο διαφυγής από τα προβλήματα, αλλά όταν βρίσκει την άκρη του νήματος νιώθει απίστευτη ευφορία τόση που τον γονατίζει νιώθοντας εξάντληση, κάπως έτσι αισθάνθηκα και εγώ όταν κατάφερα να κλείσω το κεφάλαιο αυτής της μελωδίας στη ζωή μου. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά άκομα που παραμένουν ανοιχτά και δε βιάζομαι απαραίτητα να φτάσω στο τέλος τους. Θα μπορούσα να ανατρέξω σε “λυσάρια”, τύπου whosampled, αλλά προτιμώ να εξερευνώ μόνος μου και μέσω αυτής της διαδικασίας έρχεται η ουσιαστική γνώση σε κάτι, ακόμη κι αν αυτή δεν είναι απόλυτα ολοκληρωμένη. Άλλωστε, ποτέ δε θα είναι. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.

«Γνώση είναι να γνωρίζεις όσο το δυνατόν λιγότερα» – Charles Bukowski