Μπορείς, έτσι εύκολα, να αγαπήσεις τόσο πολύ μια ταινία χωρίς ηθοποιούς, χωρίς χαρακτήρες και χωρίς ευδιάκριτη πλοκή ή αφηγηματική δομή;
Και, για κερασάκι στην τούρτα, έναν περίεργο τίτλο που δεν μπορούν καλά καλά να το προφέρουν οι ίδιοι οι σημερινοί απόγονοι των Ινδιάνων Hopi – από την γλώσσα των οποίων προέρχεται;
Μπορεις, αν μιλάμε για το “Koyaanisqatsi”, ένα οπτικοακουστικό αριστούργημα που πλέον έχει ξεφύγει από τις παρυφές του cult cinema, όπου βρισκόταν τα προηγούμενα χρόνια και πλέον αποτελεί βασικό κινηματογραφικό «λήμμα» στο καθημερινό «λεξικό» του κάθε επίδοξου λάτρη του κινηματογράφου – είτε ως απλού θεατή, είτε ως σκηνοθέτη.
Το αριστούργημα του Γκόντφρεϊ Ρέτζιο το είδα πολύ μικρός. Ημουν-δεν ήμουν 17 ετών.
Το είχα δει στην «Ίριδα» και θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν πολύ μεγαλύτερο μου θεατή, που καθόταν δίπλα μου να μου λέει: «Φίλε, αν υπήρχε ποτέ ΜΙΑ ταινία που να έπρεπε να την δεις απαραιτήτως σε κινηματογράφο και σε οθόνη μεγάλων διαστάσεων, είναι αυτή. Καμία άλλη».
Δίκιο είχε. Απόλυτο.
Η συνταγή της φυσικής και απροσποίητης γοητείας του Koyaanisqatsi είναι απλή: η επική κινηματογράφηση του Ron Fricke συνδυάζεται ιδανικά με τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της μουσικής του Philip Glass και αμφότερα συναντάνε το σκηνοθετικό όραμα του Ρέτζιο, που δεν ήταν άλλο από το να συλλάβει οπτικά τα φυσικά και αστικά «θαύματα» των ΗΠΑ με μια πρωτόφαντη πρωτοτυπία.
Το Koyaanisqatsi είναι ίσως η πρώτη «περιβαλλοντική ταινία» της σινεφίλ ιστορίας: ένας ευφυής ομφαλοσκοπικός διαλογισμός για την ανισορροπία που επικρατεί μεταξύ των ανθρώπων και της αστικής τεχνολογίας με τον ευρύτερο φυσικό κόσμο που τους περιβάλλει. Άλλωστε, ο τίτλος της σημαίνει, στη γλώσσα των Hopi, πολλά πράγματα:
1. Τρελή ζωή. 2. Ζωή σε αναταραχή. 3. Η ζωή που διαλύεται. 4. Μια κατάσταση ζωής που απαιτεί έναν άλλο τρόπο ζωής. 5. Ζωή εκτός ισορροπίας, σε ηθική πτώση, χάος.
Ή, απλά, Ζωή χωρίς ισορροπία (στα αγγλικά: Koyaanisqatsi: Life out of Balance).
Η ταινία αποτελείται κυρίως από αλλεπάλληλα πλάνα πόλεων και φυσικών τοπίων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τα περισσότερα από αυτά δείχνουν τη σύγχρονη ζωή ως μια ασταμάτητη, σχεδόν μηχανική αλληλουχία γεγονότων. Απουσία λόγου και σεναρίου, ένας κατακλυσμός εικόνων, οπτικοποιημένος ήχος, καταιγιστικά εφέ.
«Σκοπός της είναι να προσφέρει μια εμπειρία, παρά μια ιδέα. Για κάποιους ανθρώπους, είναι μια περιβαλλοντική ταινία. Για κάποιους άλλους, είναι μια ωδή στην τεχνολογία. Για κάποιους άλλους, είναι ένα σκουπίδι. Ή συγκινεί βαθιά τους ανθρώπους. Εξαρτάται από το ποιον ρωτάς.Το ταξίδι είναι ο στόχος», δήλωσε ο Ρέτζιο σε συνέντευξή του το 2002.
Όπως ο ίδιος ο Philip Glass σχολιάζει αναφορικά με την ίδια την ταινία: «Το Koyaanisqatsi είναι ένα αντικείμενο σε κίνηση, ένα αντικείμενο στον κινούμενο χρόνο, το νόημα του οποίου εξαρτάται από τον θεατή. Η τέχνη δεν έχει εγγενές νόημα. Δίνει ερεθίσματα στον θεατή να βρει το δικό του νόημα, τη δική του αξία. Ο ρόλος της ταινίας είναι να προκαλεί, να θέτει ερωτήματα που μόνο το κοινό μπορεί να απαντήσει. Αυτή είναι η υψηλότερη αξία κάθε έργου τέχνης, όχι προκαθορισμένο νόημα, αλλά νόημα που προέρχεται από την εμπειρία της συνάντησης. Η συνάντηση είναι το ενδιαφέρον μου, όχι το νόημα. Έτσι, με την έννοια της τέχνης, η έννοια του Koyaanisqatsi είναι ό,τι θέλετε να κάνετε από αυτό. Αυτή είναι η δύναμή του».
Η μαγεία του Koyaanisqatsi
«Δεν ήθελα να δείξω το προφανές της αδικίας, της κοινωνικής στέρησης ή του πολέμου», δήλωσε ο Ρέτζιο, προσθέτοντας: «Ήθελα να δείξω αυτό για το οποίο είμαστε πιο περήφανοι: το λαμπερό θηρίο μας, τον τρόπο ζωής μας. Έτσι [η ταινία] αναφέρεται στην ομορφιά αυτού του θηρίου. Αυτό που προσπάθησα να δείξω είναι ότι το κύριο γεγονός σήμερα δεν το βλέπουν αυτοί που ζουν μέσα σε αυτό. Βλέπουμε το προφανές της σύγκρουσης, της κοινωνικής αδικίας, της αγοράς. Αλλά για μένα, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο γεγονός ίσως ολόκληρης της ιστορίας μας έχει περάσει ουσιαστικά απαρατήρητο: η μετάβαση από τη φύση – ή το φυσικό μας περιβάλλον – σε ένα τεχνητό περιβάλλον».
Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1983 και η προβολή της αποτέλεσε μία καινοτομία στον παγκόσμιο κινηματογράφο, επηρεάζοντας τη μετέπειτα πορεία του όσο καμία άλλη. Μπορεί να μοιάζει χιλιοειπωμένο τώρα, καθώς έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ τις τεχνικές που εισήγαγε το Koyaanisqatsi – π.χ. το βίντεο «Ray of Light» της Madonna, αλλά σήμερα, 40 χρόνια μετά, το Koyaanisqatsi μοιάζει πραγματικά πιο επίκαιρο από ποτέ.
Η ταινία υπήρξε υποψήφια για τη Χρυσή Άρκτο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 1983, ενώ κέρδισε τα βραβεία κοινού στα Φεστιβάλ του Σάο Πάολο και της Βαρσοβίας.
Η ταινία έχει έκτοτε προστεθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου από την Αμερικανική Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου λόγω της «πολιτιστικής, ιστορικής και αισθητικής σημασίας της».
*Το “Koyaanisqatsi: Life out of Balance” συμπληρώνει 40 χρόνια από την πρώτη του παρουσίαση και θα παιχτεί στην ολότητα του στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 30 Σεπτεμβρίου. Τo soundtrack της ταινίας θα ερμηνεύσει το Philip Glass Ensemble, καλλιτεχνικό όχημα του Philip Glass, ενώ ταυτόχρονα θα προβάλλεται η ταινία. Με το Philip Glass Ensemble θα συμπράξει η Academia Athens Youth Choir υπό τη διεύθυνση του Michael Riesman.