Το πρώτο Death Disco Open Air Festival, το καλοκαίρι του 2023, έχει μια ιδιαίτερη συναισθηματική αξία και το κουβαλάω σαν ουλή στο δέρμα, ίσως γιατί τότε ήμουν κι εγώ πάνω στη σκηνή με τους Mechanimal. Εκείνο το πρώτο βράδυ του φεστιβάλ, ανάμεσα σε strobes, καπνό και το βλέμμα ενός πλήθους που δεν ήταν απλοί ακροατές αλλά μια σέκτα σε τελετή, κατάλαβα πως το DDOAF θα μπορούσε να είναι και να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω από ένα φεστιβάλ. Ίσως μια υπόσχεση που λέει πως όσο υπάρχει αυτός ο ήχος, θα υπάρχει κι ένας τόπος στην Αθήνα να ανήκουμε. Έλειψα, βέβαια, από το επόμενο, το “χειμερινό”, το “κλειστό”… Κι έτσι το τρίτο είχε έναν χαρακτήρα επιστροφής. Σεπτέμβρης, Αθήνα, Τεχνόπολη, με μια ήρεμη ψύχρα να σε έχει σε ένα φθινοπωρινό “alarm”. Μπήκα στο φεστιβάλ σαν να έμπαινα σε έναν παλιό αθηναϊκό ναό που ενώ ίσως να έχει χάσει το χρώμα του, όλα ήταν στημένα σωστά: οι σκηνές, οι ώρες, τα φώτα. Βέβαια, πολλά από τα ίδια πρόσωπα γύρω μου, γνώριμα από την προπέρσινη εκδοχή του φεστιβάλ, έμοιαζαν περισσότερο με προσκυνητές που έχουν κουβαλήσει για χρόνια την ίδια εικόνα: μακιγιάζ λιωμένο από τη ζέστη, μαύρα t-shirts, δερμάτινες μπότες με καρφιά που έτριζαν σαν σκουριασμένες πανοπλίες στο τσιμέντο, βλέμματα που αναζητούσαν κάτι “διαφορετικό” στα μονοπάτια της Τεχνόπολης.

Αυτό που ζούμε στην Αθήνα και στο Death Disco Open Air Festival πέρα από μια ακόμη συναυλιακή διοργάνωση, είναι η γέννηση ενός νέου θεσμού που βάζει την πόλη στον ευρωπαϊκό χάρτη των μεγάλων μουσικών φεστιβάλ. Και ειδικότερα σε μια εποχή που τα μεγάλα events μετακινούνται σαν καραβάνια από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα, η Αθήνα δείχνει ότι μπορεί να σταθεί ισότιμα δίπλα σε Βερολίνο, Βαρσοβία ή Βιέννη, με διοργανώσεις που συνδυάζουν το τοπικό “dark” στίγμα με τον διεθνή παλμό. Επίσης, η εμπειρία ενός φεστιβάλ σαν αυτό λειτουργεί και σαν μια βαλβίδα αποσυμπίεσης: το σκοτάδι, οι ήχοι και οι εικόνες του γίνονται συλλογικό βίωμα, δίνουν έναν αλλιώτικο ρυθμό στην πόλη, φτιάχνουν μια κοινότητα εκεί που μέχρι πριν υπήρχε μόνο μελαγχολία.

Η Τεχνόπολη, λοιπόν, φιλοξένησε ξανά αυτό το νέο «ευρωπαϊκό ραντεβού» με τη σκοτεινή ηλεκτρονική μουσική, με ένα line-up το οποίο ένωσε κλασικές μορφές του παρελθόντος με φρέσκες παρουσίες που δείχνουν τον δρόμο για το μέλλον, τόσο της σκηνής όσο και της μουσικής της. Και η Αθήνα δεν αντιγράφει πια, δημιουργεί το δικό της θεσμό, που μπορεί κάλλιστα να σταθεί ανάμεσα στα πιο αναγνωρισμένα φεστιβάλ της Ευρώπης. Βέβαια, παρότι το φετινό φεστιβάλ έμοιαζε να παίζει με πιο «σίγουρα χαρτιά», με μια ομάδα βετεράνων που έχουν γράψει ιστορία στη σκηνή, η εικόνα του κοινού στις πρώτες απογευματινές ώρες δεν θύμιζε την “ορμή” της πρώτης διοργάνωσης. Μάλλον, δίστασαν κάποιοι “πιστοί” να αφήσουν το φως της μέρας για να παραδοθούν στις σκιές της μουσικής το απόγευμα, αφού το βράδυ η εικόνα της πλατείας άλλαζε μορφή.

Τέλος, δεν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για το φεστιβάλ χωρίς να σταθεί στη φιγούρα του Λεωνίδα Σκιαδά (και της ομάδας του), του ανθρώπου που το οραματίστηκε και το στηρίζει με πείσμα και συνέπεια. Εδώ και δεκαετίες, ο Σκιαδάς δεν αντιμετώπισε ποτέ το goth ή το dark electro ή το post-punk σαν μια περαστική μόδα, αλλά σαν ένα πολιτισμικό οικοσύστημα που αξίζει φροντίδα, σεβασμό και συνέχεια. Με την ίδια αφοσίωση ξέρει να τιμά τους θρύλους που άνοιξαν δρόμους όσο και τα νέα σχήματα που φέρνουν φρέσκο αίμα στη σκηνή, λειτουργώντας σαν μια γέφυρα ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές. Η δική του πίστη είναι που κρατά ζωντανό τον θεσμό, γιατί, κακά τα ψέματα, χωρίς αυτήν, η Αθήνα δύσκολα θα είχε βρει τη θέση της στον ευρωπαϊκό χάρτη της σκοτεινής μουσικής παράδοσης.

LINE

Η Valisia Odell είχε την πρόκληση να ανοίξει το διήμερο, έναν ρόλο που συχνά μοιάζει «άχαρος», όμως εδώ λειτούργησε σαν ένα καλό ξεκίνημα. Με την ξεχωριστή της παρουσία, την εντυπωσιακή εμφάνιση και τη χαρακτηριστική χροιά της, έδωσε από την πρώτη στιγμή το στίγμα του νέου (και απολύτως ταιριαστού) σχήματός της στον dark ήχο της χώρας και αυτό που μου τράβηξε περισσότερο την προσοχή, ήταν ότι τα κομμάτια δεν παρουσιάστηκαν όπως στο ντεμπούτο τους: το live παίξιμο τούς χάρισε μια νέα διάσταση, με τα synths του Αριστομένη Θεοδωρόπουλου να χτίζουν πιο γερά θεμέλια για τα φωνητικά της Odell. Έτσι, παρότι ανέβηκαν πρώτοι στη σκηνή, κατάφεραν να δώσουν στον χώρο μια αίσθηση πληρότητας και υπόσχεσης για όσα θα ακολουθούσαν, αν και η γνώμη μου για τα “μπιτάτα” σχήματα σε ανοιχτό stage θα αναπτυχθεί παρακάτω και για τα υπόλοιπα «ίδια» σχήματα που ακολούθησαν.

Η Aux Animaux, η κατά κόσμον Gözde Duzer, είναι ένα «ξωτικό» με καταγωγή από την Τουρκία, εγκατεστημένο εδώ και χρόνια στη Σουηδία. Ήταν αυτή που άνοιξε το εσωτερικό stage του φεστιβάλ, φέρνοντας μαζί της ένα σετ γεροδεμένο αλλά και οριακά «υπερβολικό» στις πιο γκροτέσκες στιγμές του. Κι αν η φιγούρα της, με τα φώτα, το outfit με τους ανάποδους σταυρούς στο στήθος και το θεατρικό μακιγιάζ, έμοιαζε έτοιμη να βυθίσει το κοινό στην οδύνη ενός δυστοπικού εφιάλτη, τελικά συχνά ξέφευγε προς τον σαρκασμό και το χιούμορ, σαν μια ειρωνική διάθεση που γινόταν σχεδόν πιο γοητευτική από τον ίδιο τον τρόμο. Για εμένα, που την αντίκρισα παντελώς απροετοίμαστος, το show ήταν μια μικρή έκπληξη: dark wave παραγωγές δεμένες με μια ολόκληρη σκηνική performance που περισσότερο σε έκανε να χαμογελάς στραβά παρά να παγώνεις. Κι όμως, με κράτησε σε μια μικρή εγρήγορση, έτσι για να τραβηχτώ πιο ορεξάτος στους Cold Cave.

Aux Animaux
Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

Οι Cold Cave ανέβηκαν στην ανοιχτή σκηνή με το βάρος μιας καταξιωμένης μπάντας του electro/synth pop και post-punk ήχου, με πορεία που ξεπερνά τα δεκαπέντε χρόνια. Κι όμως, η εμφάνισή τους αυτή τη φορά δεν είχε την ίδια μαγνητική δύναμη με την πρώτη τους κάθοδο στην Αθήνα. Σέβομαι απόλυτα τις αλλαγές και το όραμα του Wesley Eisold, αλλά το σετ έμοιαζε να χάνει σε δυναμική, κυρίως λόγω του ήχου: το μίγμα των synths με την κιθάρα έβγαινε αδύναμο, σχεδόν θαμμένο στα πρώτα κομμάτια, και είμαι σίγουρος πως 2-3 ντεσιμπέλ παραπάνω θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει εντελώς την εμπειρία. Από την άλλη, ο Eisold έδειξε για μια ακόμη φορά την αυτοπεποίθηση και την άνεση ενός έμπειρου frontman, γεμίζοντας τη σκηνή με φωνή και παρουσία, παρασύροντας τον κόσμο που πλέον είχε πυκνώσει μπροστά στη σκηνή. Το setlist κινήθηκε ανάμεσα σε γνώριμα κομμάτια του παρελθόντος (“Underworld USA”, “The Great Pan Is Dead”) και περισσότερες επιλογές από το πρόσφατο Passion Depression (2024), αφήνοντας ωστόσο την αίσθηση (σε εμένα) ότι το live δεν άγγιξε τις κορυφές που θα μπορούσε.

Μικρό διάλειμμα στην εσωτερική σκηνή με τον Blakaut, που έφερε τον minimal και electro ήχο του μπροστά σε μια σχεδόν γεμάτη αίθουσα. Το σετ του είχε καθαρό 4/4 ρυθμό και στοιχεία ΕΒΜ που έκαναν τον κόσμο να κινηθεί και να ακολουθήσει τον παλμό. Ο ήχος ήταν δυνατός και συνεπής, με μελωδίες που έδεναν με τον χορευτικό χαρακτήρα της μουσικής του, δείχνοντας τη σταθερή πορεία που έχει χαράξει μέσα από τις κυκλοφορίες του από το 2017 μέχρι σήμερα.

Το επόμενο live, αυτό της Anja Huwe ήταν, χωρίς αμφιβολία, το κορυφαίο γεγονός του διημέρου για εμένα. Ίσως, γιατί ήταν μια ζωντανή υπενθύμιση της επιρροής που άσκησαν οι Xmal Deutschland στο ευρωπαϊκό post-punk τοπίο, και μια σπάνια ευκαιρία να ακούσει κανείς υλικό που για χρόνια έμοιαζε να έχει χαθεί μέσα στον χρόνο. Το σετ επικεντρώθηκε κυρίως στα δεύτερο και τρίτο άλμπουμ της μπάντας, Tocsin και Viva. Εκεί, η Anja μας ταξίδεψε σε έναν ήχο πιο μελωδικό, λιγότερο σκληρό από το Fetisch, αλλά γεμάτο ένταση και θεατρικότητα. Κομμάτια όπως τα “Allein”, “Eisengrau”, “Polarlicht” και “Augen-Blick” μας θύμισαν γιατί οι Xmal Deutschland υπήρξαν μοναδικοί: ρεφρέν που κολλάνε στο μυαλό, ρυθμοί που ισορροπούν ανάμεσα στην ψυχρότητα και στο πάθος, και κιθάρες που ενώ δεν έξυναν σαν της Manuela Rickers, ήταν εκεί για να στολίσουν τη σκοτεινή παλέτα των τραγουδιών, σαν κοφτές πινελιές σε έναν καμβά που πάλλεται από synths και φωνές. Ο Olaf Boqwist μπορεί να μην είχε την αγριότητα της Rickers, πρόσθετε όμως υφή, χρώμα και μια αίσθηση μελωδικής μελαγχολίας που κρατούσε το σετ ζωντανό, ακόμη και στις πιο απόκοσμες στιγμές. Και ύστερα ήρθε το “Mondlicht”, για να δώσει μια αίσθηση «αναστήλωσης» μιας ολόκληρης εποχής.

Η κορύφωση, βέβαια, ήρθε με το “Incubus Succubus”, το πρώτο και πιο ιστορικό χιτ των Xmal Deutschland, εδώ παιγμένο σε μια πιο έντονα ηλεκτρονική διάσταση (όχι τόσο κιθαριστικά θορυβιστική όπως το μάθαμε στα 80s), αλλά και το ασταμάτητο “Qual” από το Fetisch, που έσκασε σαν καταιγίδα πάνω από το κοινό. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη Mona Mur, η οποία βρέθηκε πίσω από τα πλήκτρα. Μια σημαντική μορφή της γερμανικής avant-garde σκηνής από τα 80s, με δισκογραφία που συνδυάζει το punk, την ηλεκτρονική και το πειραματικό τραγούδι, έφερε μαζί της το δικό της βάρος και την εμπειρία δεκαετιών.

Anja Huwe
Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

Επόμενος σταθμός, η εσωτερική σκηνή, με τον Buzz Kull να βυθίζει το κοινό σε ένα κύμα από μπλε φώτα και ασταμάτητους ρυθμούς. Το set του Marc Dwyer είχε κάτι το υπνωτιστικό, οι γρήγοροι, παλιομοδίτικοι ηλεκτρονικοί παλμοί μπλέκονταν με πιο αιχμηρά synths και παραμορφωμένα φωνητικά, δημιουργώντας μια ένταση που έκανε τον κόσμο να κινείται ασταμάτητα. Ήταν μια εμφάνιση γεμάτη ενέργεια, με το κοινό να ανταποκρίνεται ενθουσιωδώς σε κάθε αλλαγή, σαν να είχε βρεθεί στη δική του προσωπική, κλειστοφοβική αλλά απολαυστική, techno καταβύθιση.

Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

Και το κλείσιμο της πρώτης βραδιάς με τους Peter Hook & The Light είχε, όπως ήταν αναμενόμενο, το βάρος του μεγάλου ονόματος, αλλά άφησε και ένα αίσθημα ανολοκλήρωτου (τουλάχιστον σε εμένα). Σίγουρα, ήταν υπέροχο, αξέχαστο, φανταστικό να ακουστούν κομμάτια όπως το “Warsaw” και το “She’s Lost Control” (στις τελευταίες live εκτελέσεις του θα προτιμώ πάντα εκείνη των ΝΟ στο Release), και φυσικά η συγκίνηση κορυφώθηκε και στο “Blue Monday” και λίγο αργότερα, στο τέλος με το “Love Will Tear Us Apart”. Όμως, σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισης, υπήρχε μια σκιά: ο Peter Hook έδειχνε (για να μην πω, ήταν) περισσότερο διεκπεραιωτικός και λιγότερο ενθουσιώδης απ’ ό,τι τον έχουμε ξαναδεί στην Ελλάδα.

Peter Hook
Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

Το πιο απογοητευτικό, όμως, ήταν ότι το όργανο – της ίδιας της υπογραφής του Hook – παιζόταν από τον Jack Bates, τον μπασίστα των The Light και γιο του. Ο Bates απέδωσε πιστά τις γραμμές, σχεδόν αδιακρίτως από τον ίδιο τον Hook, αλλά το ζήτημα παραμένει: οι παλιοί πιστοί ήρθαν για να δουν τον Hooky να παίξει και λίγο. Ναι, η αναπαραγωγή των τραγουδιών ήταν πιστή και σωστή, σαν karaoke πολυτελείας και οι JD και NO στιγμές ακούγονταν σαν να έβγαιναν κατευθείαν από τα αυθεντικά sequencers και τα στούντιο των 80s. Όμως, αυτό ακριβώς ήταν και το πρόβλημα: έλειπε η προσωπική πινελιά, η ζωντανή ενέργεια που θα έκανε τα κομμάτια να πάρουν μια νέα (οποιαδήποτε καινούργια ή διαφορετική) διάσταση.

Κι εκεί φάνηκε και κάτι άλλο: πόσο σημαντικός ήταν πάντα ο Bernard Sumner. Ακούγοντας τα JD κομμάτια στη σκηνή, έγινε προφανές πως μεγάλο μέρος της δυναμικής τους προερχόταν από την κιθάρα του. Ο David Potts έκανε πολλές φιλότιμες προσπάθειες (αν και στραπατσάρισε λίγο άτσαλα τα σόλο των “Disorder” και “Transmission”), πάλεψε για μια πιστή αναπαραγωγή, αλλά η απουσία του ίδιου του Sumner (όπως και των Morris και Gilbert) ήταν κάπως πιο εμφανής σε αυτή την εμφάνιση του Hook και των The Light. Ναι, δεν διαφωνώ, ο Hook υπήρξε πάντα κομβικός για τον ήχο των JD και των NO, αλλά μόνο ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου. Έτσι, η βραδιά κατέληξε να μοιάζει περισσότερο με μια καλοκουρδισμένη tribute μπάντα παρά με το ζωντανό παρόν ενός συνεχόμενου θρύλου. Εντυπωσιακό μεν, αλλά με εμφανείς ελλείψεις που δύσκολα μπορείς να αγνοήσεις. Τόσο που το μόνο που σου έμενε να αναρωτιέσαι στο τέλος ήταν ποιος ή ποια τυχερή τσίμπησε το “ΗΑΤΕ” πουκάμισο…

Peter Hook
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

LINE

H δεύτερη μέρα του Death Disco Open Air Festival είχε εξαρχής άλλη ατμόσφαιρα. Αν η πρώτη μέρα έμοιαζε με ζέσταμα, η δεύτερη ήρθε με περισσότερη αυτοπεποίθηση, πιο πυκνό κοινό και μια γενικότερη αίσθηση ότι το φεστιβάλ είχε βρει τον ρυθμό του.

Η πρώτη εμφάνιση της μέρας ήταν σαν να άνοιξε μια κρυφή καταπακτή κάτω από τον καυτό ήλιο. Οι Incirrina, με την Ειρήνη σαν σκιά ντυμένη στα μαύρα να αφήνει τη φωνή της να αιωρείται και τον Γιώργο να υφαίνει ηλεκτρονικές δίνες με τα synths του, μετέτρεψαν την Τεχνόπολη σε έναν τόπο παράλληλο. Οι μελωδίες τους δεν έμοιαζαν να βγαίνουν από καλώδια και μηχανές, αλλά από κάποια υπόγεια φλέβα που τροφοδοτεί το συλλογικό μας ασυνείδητο. Τα τραγούδια, άλλοτε ψυχρά σαν ανάσα στον πάγο κι άλλοτε αναπάντεχα φωτεινά, σχημάτιζαν έναν ιστό που σε παγίδευε ευγενικά, χωρίς βία, σαν σε κάποιο όνειρο από το οποίο δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Το “ΚΡΥΦΟ”, με τον ελληνικό του στίχο, έμοιαζε σαν μυστική εξομολόγηση, το “Dance of the Dark” σαν τελετουργικός χορός σε μια άγνωστη γιορτή, το “Presence” σαν ένα παράθυρο σε έναν κόσμο πιο ειλικρινή.

Ίσως σε κλειστό χώρο το δίδυμο να δείχνει ακόμη πιο συγκεντρωμένο, πιο ολόκληρο. Κι εδώ είναι το παράδοξο των open air σκηνών: ό,τι σε κλειστό χώρο σαρώνει σαν καταιγιστικός παλμός, σε μια ανοιχτή σκηνή μοιάζει να διαλύεται στον ουρανό. Τα συνθετικά beats των Incirrina —όπως και τόσων άλλων σχημάτων αυτού του ήχου— έμοιαζαν να χάνουν το σώμα τους προτού καν σε αγγίξουν. Τα fills του Γιώργου ήταν εκεί, αλλά η μπότα δεν χτυπούσε σαν καρδιά, ίσως σαν κούφιο τύμπανο που αδυνατεί να κερδίσει τον αέρα. Ήταν η ίδια αδυναμία που χαρακτήρισε και τους Boy Harsher στο Release Festival: μια ενέργεια που σε κλειστό χώρο σε τυλίγει ολόκληρο, αλλά στον ανοιχτό χώρο ξεφουσκώνει πριν προλάβει να γίνει χορευτικό κύμα.

Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε και με τους Klangstabil αργότερα: οι ρυθμοί, που κανονικά είναι φτιαγμένοι να σε ωθούν (σχεδόν βίαια) σε μια μηχανική κίνηση, έμοιαζαν ελαφρώς αποδυναμωμένοι, σαν να τρέχουν σε έναν διάδρομο που ποτέ δεν τελειώνει, αλλά ξέρεις ότι χτυπάει σε 4/4. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, βέβαια, αυτή η απώλεια έντασης ίσως να αποκάλυψε και κάτι άλλο — ότι η μουσική αυτή δεν είναι μόνο για να χτυπάει το σώμα, αλλά και για να αφήνει ίχνη στο κενό, σαν μια ηχώ που επιμένει. Ίσως…

Incirrina
Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

Οι Spiritual Front, πρώτοι στο δεύτερο stage, έφεραν στη σκηνή του κλειστού χώρου μια παράσταση που έμοιαζε περισσότερο με κινηματογραφικό επεισόδιο, με τον Simone Salvatori στο κέντρο, σαν φιγούρα βγαλμένη από νεορεαλιστική ταινία, το τρίο έπλεξε ήχους dark folk και pop στοιχεία με μια δόση θεατρικής παρακμής. Μια ειλικρινής πρόταση με προσωπικότητα, με έναν αισθησιακό, σχεδόν ερωτικό ρομαντισμό, που έντυσε το απόγευμα με κάτι μοναδικά ιταλικό.

Spiritual Front
Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

Οι Klangstabil αποδείχθηκαν μια από τις όμορφες αποκαλύψεις του διημέρου. Ένα ντουέτο που δεν χρειάζεται εντυπωσιασμούς για να σε κατακτήσει, αλλά μόνο τη δική του, αυστηρά προσωπική γλώσσα. Ο Boris May και ο Maurizio Blanco έστησαν ένα σετ που έμοιαζε με χορογραφία φτιαγμένη από beats, κομματιασμένα samples, pads και λόγια κοφτά σαν ξυράφι. Τα spoken φωνητικά, εκείνο το ύφος που ισορροπεί ανάμεσα στο rap και το industrial, είχαν τέτοια δύναμη που στιγμές έπαιρναν όλο το βάρος πάνω τους, αφήνοντας τον ήχο να γίνεται το σκηνικό μιας παράστασης που δύσκολα ξεχνιέται. Aν εξαιρέσουμε το τεχνικό κενό που ανέφερα πιο πάνω, με την ρυθμική καρδιά της μουσικής τους, να χάνεται στον ανοιχτό χώρο, οι Klangstabil έδωσαν μια εμφάνιση που ξεπέρασε προσδοκίες, αυθεντικοί, ευφυείς, και καθηλωτικοί.

Οι Corpus Delicti ανέβηκαν στη σκηνή σαν να μην είχε περάσει ούτε μέρα από τα 90s, αυτό που άκουγα, λίγο χαμένος πίσω στην μικρή σκηνή ζωντάνευε όλα τα σκηνικά από τη σπηλιά με τις νυχτερίδες των 80s, σαν μανιφέστο καθαρόαιμου goth punk. Έδειξαν πως εξακολουθούν να παίζουν με σεβασμό προς τα «ευαγγέλια» της σκηνής, χωρίς εκπτώσεις και χωρίς να κυνηγούν μοντέρνα τρικ. Ήταν ένα σετ τίμιο, αυθεντικό, σχεδόν σαν να έβλεπες τον ίδιο τον Murphy να πετάγεται μέσα από το κοινό για να μοιραστεί μαζί τους το “Passion of Lovers”. Κι όμως, παρ’ όλη την ακατέργαστη και αυθεντική αξία τους, εκείνη τη στιγμή το ορθόδοξο goth τους δεν με κράτησε, τράβηξα προς την κεντρική σκηνή για εκείνη τη μορφή που για μένα σημαίνει (ίσως) πολλά περισσότερα, αν και ήξερα ότι τα ηλεκτρονικά της τα έχει αφήσει στην ντουλάπα των αναμνήσεων εδώ και πολλά χρόνια…

Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

Η Anne Clark εμφανίστηκε στη σκηνή με τη γαλήνη μιας δημιουργού που γνωρίζει πως δεν έχει τίποτα πια να αποδείξει, μόνο να μοιραστεί. Ίσως να μην ήταν η πιο “δυνατή” από τις φορές που την έχω δει, αλλά είχε μια σταθερή και ιδιαίτερη ποιότητα: μια ακουστική, σχεδόν οργανική αίσθηση, σαν να ξετυλιγόταν μπροστά μας το πιο ήσυχο και ώριμο παρόν της. Ναι, ο ηλεκτρονικός παλμός του David Harrow, που τόσο σημάδεψε την αρχική της πορεία, έλειπε και στη θέση του υπήρχε ένας ήχος πιο γειωμένος, πιο τρυφερός.

Κι όμως, η Anne Clark παραμένει αναλλοίωτη: μια σπουδαία ποιήτρια, μια φωνή που χάραξε το spoken word στην καρδιά της μεταπανκ εποχής και που ακόμα και σήμερα παραμένει επαναστάτρια με τον τρόπο της. Διακριτική, μετρημένη, μα πάντα τολμηρή. Από τα τέλη του ’70 μέχρι σήμερα, η μουσική της διαδρομή είναι μια συνεχής μεταμόρφωση: από το ανήσυχο new wave και την punk ορμή, ως τους πιο χαλαρωτικούς ήχους που μοιάζουν να σε βυθίζουν σε έναν άλλο κόσμο. Με την μπάντα της να την πλαισιώνει με μια σχεδόν ημι-ακουστική ατμόσφαιρα (ανατριχιαστική η εκτέλεση του “Poem Without Words 2” με πιάνο και τσέλο), εκείνη συνέχιζε να απαγγέλλει τα ποιήματα σαν ψίθυροι σε μια ήσυχη αυλή, που όμως το κοινό άκουγε σαν ύμνους. Γιατί η Anne Clark, όσα χρόνια κι αν περάσουν, είναι πάνω απ’ όλα η φωνή που έδωσε ποίηση στη μουσική και μουσική στην ποίηση.

Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

Το αγόρι Eddie Dark είναι σαν εκείνο το παλιό δερμάτινο μπουφάν που μυρίζει ιδρώτα και τσιγάρο, ξεφτισμένο αλλά δεν θέλεις με τίποτα να το αποχωριστείς. Μια φιγούρα που δύσκολα μπορείς να αγνοήσεις. Η μουσική του κουβαλάει μια ταυτότητα που, για πολλούς, (μετά την πρώτη έκπληξη) μοιάζει λίγο παρωχημένη· με μια χιλιοφορεμένη αισθητική που ανήκει τόσο πολύ στο χθες παρά στο σήμερα. Κι όμως, εκείνος την υπηρετεί με τέτοιο πάθος, με τέτοια αφοσίωση, που σχεδόν σε πείθει να την ξαναδείς με άλλα μάτια. Μπορείς να πεις ό,τι θες για τα τραγούδια του, ότι πνίγονται από την μπουκωμένη μανιέρα μιας άλλης εποχής, ότι μπορεί να είναι νέος και συνάμα τόσο ξεπερασμένος, αλλά δεν μπορείς να του πάρεις αυτό: ζει το σκοτάδι του στα κόκκινα. Και μόνο γι’ αυτό, σε κάνει να θες να του φωνάξεις ένα γνήσιο «respect».

Οι Chameleons ανέβηκαν στη σκηνή σαν φαντάσματα που δεν ζητούν δικαίωση, μόνο για να θυμίσουν πόσο βαθιά μπορεί να χαραχτεί η μελαγχολία στη μνήμη. Δεν είχαν τίποτα το κραυγαλέο, οι κιθάρες τους έμοιαζαν περισσότερο με σκιές που ξεδιπλώνονταν αργά, τα φωνητικά σαν ψίθυροι που σου έφταναν από κάποια χαμένη δεκαετία. Ήταν ένα σετ, από το οποίο μου έλειψαν πολλά τραγούδια, αλλά κατάφερε να κλείσει “πληγές” (ειδικά την τραυματική εμπειρία του ακουστικού “Chameleons” σετ του Mark Burgess πριν πολλά χρόνια σε κάποιο κλαμπ της πόλης που δεν θα θυμάμαι ποτέ το όνομά του) και να ανοίξει μικρές χαραμάδες από όπου ξέφευγαν οι μνήμες όσων μεγάλωσαν με αυτή τη μουσική, και ταυτόχρονα οι προσμονές όσων την ανακάλυπταν πρώτη φορά. Η αίσθηση ήταν ότι ο χρόνος λύγισε, πως παρελθόν και παρόν μοιράζονταν την ίδια ανάσα. Οι Chameleons απέδειξαν ξανά γιατί δεν χρειάζεται να είσαι στο προσκήνιο για να είσαι αληθινά εμβληματικός, αρκεί να κουβαλάς έναν ήχο που αντέχει στο σκοτάδι.

The Chameleons
Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

Και το τέλος αυτού του διημέρου ήρθε σαν εκείνη τη στιγμή που σβήνει το φως ενός δωματίου, αλλά η αντανάκλαση μένει για λίγο ακόμη στα μάτια σου. Οι τελευταίες νότες, οι φωνές, τα σκιρτήματα του πλήθους, όλα έμοιαζαν να κρέμονται στον αέρα, σαν να μην ήθελαν να χαθούν. Ναι, δεν ήταν τόσο η μουσική φέτος… Ήταν το αίσθημα ότι κλείναμε λογαριασμούς με το παρελθόν, σαν να ξορκίζαμε τα φαντάσματα που κουβαλούσε ο καθένας μας. Στην καρδιά του πλήθους, ένας ξάδερφος που είχε ζήσει 30 χρόνια προσμονής, βρήκε στο σκοτάδι της Τεχνόπολης τη στιγμή που του έλειπε από τη συλλογή του. Κι αυτό ήταν το πραγματικό φινάλε: όχι οι τελευταίες συγχορδίες, αλλά η συνάντηση γενεών, η κοινή ανάσα, το άγραφο μυστικό ότι ακόμη και στην πιο απόμακρη νύχτα, η μουσική μπορεί να αφήσει πίσω της μια σπίθα που δεν σβήνει.

LINE

Φωτογραφίες: Σπύρος Καραβάς

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.