Το τρίτο άλμπουμ των Clash, «London Calling», συμπληρώνει σήμερα 43 χρόνια και αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να θυμηθούμε αυτόν το δίσκος που πολλοί θεωρούν ως τον καλύτερο του συγκροτήματος και που σηματοδότησε τη μετάβαση του στη διεθνή σκηνή. Το άλμπουμ ανοίγει με το ζοφερό ομότιτλο κομμάτι που θυμίζει στον ακροατή τα σκοτεινά πράγματα που θα συνέβαιναν στο Λονδίνο σε περίπτωση «πυρηνικού ατυχήματος» όπως αυτό στο Three Mile Island ή σε περίπτωση πλημμύρας του ποταμού Τάμεση (το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε μια εποχή που πολλοί οι άνθρωποι πίστευαν ότι η δυνατή βροχή σηματοδοτούσε μια «νέα εποχή των παγετώνων»).

Εντύπωση, λοιπόν, προκαλεί το γεγονός ότι το συγκεκριμένο τραγούδι επιλέγχθηκε από πολιτικούς αξιωματούχους για την προώθηση των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου το 2012. Όπως θα περίμενε κανείς, η διασκευή του τραγουδιού του Vince Taylor του 1959 «Brand New Cadillac» που ακολουθεί έχει πολύ περισσότερο ρετρό, rockabilly ήχο. Το «Jimmy Jazz» και το «Hateful» είναι πιο upbeat κομμάτια με έντονο ρυθμό. Κι ακολουθεί η κομματάρα «Rudie Can’t Fail», που μας λέει την ιστορία ενός «αγενούς και απερίσκεπτου» νεαρού άνδρα που δεν θέλει «να ζήσει στις υπηρεσίες τους / σαν γιατρός που γεννήθηκε για έναν σκοπό».

Μετά από 43 χρόνια, το «London Calling» παραμένει η πιο επιτυχημένη εισβολή των Clash σε μη-πανκ μουσικά είδη. Τραγούδια όπως το “Clampdown” και το “Death or Glory” κρατούν το πανκ στοιχείο για να διατηρήσουν την προσοχή των πιο παραδοσιακών ακροατών τους, ενώ παράλληλα το συγκρότημα φλερτάρει με το rock ‘n’ roll στο “Brand New Cadillac”, το ska στο “Rudie Can’t Fail’, το reggae στο “Revolution Rock” μέχρι και το dancehall στο ‘Wrong ‘Em Boyo”.

Και μπορεί οι πειραματισμοί σε αυτό το άλμπουμ να μην είναι όλοι εξίσου επιτυχείς, αλλά η φιλοδοξία του συγκροτήματος διασφαλίζει ότι αυτό είναι ένα πολύ πιο πλούσιο, μεστό και πλήρες άλμπουμ από το «Give Em Enough Rope». Με 19 τραγούδια και 65 λεπτά, δεν είναι το πιο λιτό post-punk άλμπουμ και σίγουρα μερικά τραγούδια θα μπορούσαν να έχουν μείνει στο στούντιο, αλλά αυτό λίγη σημασία έχει όταν μιλάμε για μια τόσο σημαντική μουσική δουλειά.

Highlights του δίσκου όπως το ομότιτλο κομμάτι, “Rudie Can’t Fail”, “The Guns of Brixton” και “Train in Vain” αντιπροσωπεύουν μερικά από τα καλύτερα τραγούδια των Clash και η μπάντα ακούγεται σαν να περνούσε καλά κατά τη δημιουργία του. Το άλμπουμ σηματοδότησε την επιτυχία του συγκροτήματος στις ΗΠΑ, κατακτώντας το Νούμερο 27 στο αμερικανικό buildboard, μετατρέποντάς τους σε ένα συγκρότημα παγκόσμιου βεληνεκούς, με γεμάτα στάδια και βίντεο κλιπ στο MTV.

Είναι πιθανό ότι αυτή η υπερατλαντική επιτυχία χειροτέρεψε τις εντάσεις που οδήγησαν στην απόλυση του ντράμερ Topper Headon από το συγκρότημα το 1982 για χρήση ηρωίνης καθώς και στην αποχώρηση του Jones το 1983. Ακολούθησε το τέταρτο άλμπουμ «Sandinista!» μόλις ένα χρόνο αργότερα – ένας δίσκος-θηρίο 36 κομματιών! Περιείχε ακόμη περισσότερους υφολογικούς πειραματισμούς από το “London Calling”, αλλά δεν είχε τη συνοχή του προηγούμενου άλμπουμ.

Από αυτό το άλμπουμ ξεκίνησε μια λιγότερο εμπορική πορεία που εκτινάχθηκε βέβαια με το «Combat Rock» (1982) και λίγο μετά τελείωσε οριστικά με το «Cut the Crap» (1985). Είναι πάντα λυπηρό να ακούς την τελική δουλειά που έκανε μια μπάντα στο απόγειό της, γνωρίζοντας ότι τα μόνα έργα που θα ακολουθούσαν θα ήταν κατώτερα, αλλά μαζί με το πρώτο τους άλμπουμ, το “London Calling” έθεσε ένα υψηλό πρότυπο που εξασφάλισε ότι οι Clash θα έχουν πάντα μια θέση στην ιστορία του πανκ και του post-punk.