Υπάρχουν μερικά άλμπουμ που σου κόβουν την ανάσα από την πρώτη κιόλας νότα, από το πρώτο δευτερόλεπτο που θα βάλεις την βελόνα στο βινύλιο ή θα πατήσεις το κουμπί για να «διαβάσει» τον ήχο το λέιζερ του cd. Και υπάρχουν και άλλα που η ανάσα του ακροατή κόβεται σταδιακά και προϊόντος του χρόνου της ακρόασής του.
Το παρθενικό άλμπουμ του Brian Eno, το «Here Come The Warm Jets», ηχογραφημένο εξολοκλήρου μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, τον Σεπτέμβριο του ’73 και με ημερομηνία κυκλοφορία πριν ακριβώς μισόν αιώνα, τον Φεβρουάριο του 1974, ανήκει στην πρώτη κατηγορία, όταν ο πληθωρικός ορυμαγδός των κιθάρων του «Needles In The Camel’s Eye» μπουκάρει σαν ταύρος σε υαλοπωλείο μέσα στο αυτί του ανυποψίαστου ακροατή.
Το πραγματικό ηχητικό επίτευγμα του συγκεκριμένου τραγουδιού είναι ότι ξεκινάει… σαν να βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη και εσείς απλώς το προλάβατε κάπου στη μέση του.
Όλα αυτά οφείλονται, ασφαλώς, στην σχεδόν μαγική μίξη [από τον ίδιο τον Eno και τον παραγωγό Chris Thomas] που ήταν πυκνή μεν, αλλά αφήνοντας τις παύσεις να δίνουν «ανάσες» στα περιρρέοντα όργανα, ενώ τα πολυεπίπεδα φωνητικά του Eno μιξάρονται εξίσου μαστόρικα μαζί ή δίπλα (και σίγουρα όχι ΑΠΟ ΠΑΝΩ) από τα υπόλοιπα όργανα. Στα αυτιά μου, το εν λόγω τραγούδι ακούγεται σχεδόν σαν shoegaze πριν καν υπάρξει shoegaze.
Υπάρχει λόγος που ο σκηνοθέτης Todd Haynes επέλεξε αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι για να ανοίξει την ταινία «Velvet Goldmine» (1998), στη σκηνή που δείχνει δεκάδες glam-rock έφηβους που τρέχουν άγρια στους δρόμους.
Η φρενίτιδα της μουσικής ενέργειας του τραγουδιού συνοδεύει άψογα την αντίστοιχη που βιώνουν εκείνη την στιγμή οι νεαροί μουσικόφιλοι στο φιλμ του Haynes. Και η φρενίτιδα αυτή μεταλαμπαδεύεται και στον δυνητικό θεατή της ταινίας.
Οι δίδυμες κιθάρες του Phil Manzanera και του Chris Spedding ανταγωνίζονται ως προς το ποια από τις δυο θα κερδίσει τα φώτα της μουσικής… δημοσιότητας, με τον ικανότατο Manzanera να γεμίζει το τραγούδι με ατμόσφαιρα και ένα εξίσου ρυθμικό κιθαριστικό droning, ενώ ο Spedding να προσφέρει με την σειρά του μερικά αξιομνημόνευτα κιθαριστικά licks α λα-Duane Eddy.
Το δεύτερο τραγούδι ήταν εντελώς διαφορετικό σε σχέση με το εναρκτήριο.
Αν έχετε την οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το τι άκουγε ο David Byrne των Talking Heads πριν το ντεμπούτο της μπάντας του το 1977, μπορείτε κάλλιστα να ακούσετε το «The Paw Paw Negro Blowtorch», το οποίο ουσιαστικά εφευρίσκει όλο το μουσικό ιδίωμα της νεοκυματικής, νεοϋορκέζικης funk, όπως τουλάχιστον το μετεξέλιξαν οι Talking Heads.
Η μανιερίστικη εκφορά των στίχων από τον Eno συνάδει αφενός με την πλουμιστά εκκεντρική φωνή του, την ώρα που το synth solo του ακούγεται σαν ένα χαρούμενο δελφίνι που βγάζει τυχαίες νότες προς κάθε κατεύθυνση, ενώ στη συνέχεια το τραγούδι επιστρέφει σε μια ξέφρενη και κυκλωτική, σαν βόμβο από ελικόπτερο, ρυθμική κιθάρα πασαλειμμένη με διάφορα εφέ παραμόρφωσης, προτού «σβήσει» σιγά σιγά με το επόμενο κομμάτι.
Το «Baby’s On Fire» στηρίζεται με χέρια και πόδια πάνω στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο του μπάσου, που οδηγεί την μελωδία πάνω στην άκρως επιθετική και περιφρονητικά ένρινη εκφορά των στίχων από τον Eno. Kαι κατόπιν ακολουθεί ένα από τα συγκλονιστικότερα σόλο κιθάρας που έχουν καταγράφει ποτέ σε αυλάκια βινυλίου.
Ο Robert Fripp διατηρεί την δριμεία κιθαριστική του επίθεση για τρία ολόκληρα λεπτά, ενώ ο Eno αφήνει τα κίμπορντ του να ρέουν επικουρικά κάτω από τον χείμαρρο της κιθάρας του Fripp σαν ένα υπόγειο ποτάμι. Η ηχητική κονιορτοποίηση των αυτιών του ακροατή έχει ολοκληρωθεί πολύ πριν το τελευταίο στραγγαλιστικό ξέσπασμα της κιθάρας οδηγήσει στο «Cindy Tells Me», ένα ‘50s/’60s pastiche από εκείνα που μόνο ένα συνθετικό μυαλό όπως του Eno μπορεί να συνθέσει.
Μετά από αυτό το νοσταλγικό, σχεδόν throwback τραγούδι, ο Brian εξοκείλει προς το avant garde του Lou Reed της εποχής από τα άλμπουμ «Berlin» μέχρι και το «Coney Island Baby».
Το «Driving Me Backwards» είναι ένα από τα πιο αγχωτικά (και αγχωμένα) μουσικά κομμάτια της δεκαετίας του ’70, τίγκα στον νιχιλισμό και τον μηδενισμό των Residents, με την ευγενική συναίνεση, πάντα, της παραμορφωμένης wah wah κιθάρας του Robert Fripp. Είναι σίγουρα ένα από τα κομμάτια που έκαναν και τον David Bowie (της βερολινέζικης περιόδου του) να ψάξει και να βρει τον Eno προκειμένου να δουλέψουνε μαζί στα άλμπουμ «Heroes» και «Low».
Μέσα στo μουσικό vortex του Brian Eno
Η δεύτερη πλευρά του άλμπουμ μας βάζει εξαρχής σε μια μελαγχολική δίνη και σε ένα μουσικό vortex που ορίζεται και καθορίζεται μέσα σε αυτές τις λίγες νότες του πιανιστικού ριφ του «On Some Faraway Beach».
Το μακρύ και διαρκώς ανοδικό buildup των πιάνων στο κομμάτι θυμίζουν λίγο (έστω και σε μικρότερο βαθμό) την αντίστοιχη κορύφωση των πιάνων στο φινάλε του «A Day In The Life» των Beatles, σε ένα κομμάτι-υπόδειγμα μινιμαλιστικής ατμοσφαιρικότητας.
Τα απανωτά στρώματα του πιάνου σβήνουν σιγά σιγά για να αφήσουν μια και μοναδική μελωδία πιάνου στο outro του τραγουδιού και από εκεί απευθείας στην επιθετική ηχητική δυστοπία του «Blank Frank» (που ακούγεται λίγο σαν Pixies πριν τους Pixies – σκεφτείτε επίσης το ψευδώνυμο του τραγουδιστή των Pixies, αν θέλετε και ένα έξτρα επιχείρημα).
Ο Robert Fripp οδηγεί τις κιθάρες του μέσα από την δίνη των συνθεσάιζερ του Eno (ή μήπως συμβαίνει το αντίστροφο;) σε ένα τραγούδι πραγματική μουσική ψυχογραφία ενός διαταραγμένου και κοινωνιοπαθούς ατόμου που, όπως λένε και οι στίχοι του κομματιού, «είναι αυτός που σε κοιτάει μονίμως στραβά όπου και αν είσαι».
Το άλμπουμ κλείνει με μια τριάδα τραγουδιών για τα οποία θα «σκότωνε» να τα είχε συνθέσει μέχρι και ένας μουσικός του επιπέδου του Paul McCartney.
Όποιος επίσης αναζητεί τυχόν «αφετηρίες» και άμεσες αναφορές, ας ακούσει το πώς τραγουδάει ο Jarvis Cocker των Pulp ή ο Eddie Argos των Art Brut και κατόπιν ας συγκρίνει την «κολλαριστή» βρετανοπρέπεια της εκφοράς των στίχων τους με την αντίστοιχη του Brian Eno στην αρχή του εκπληκτικού «Dead Finks Don’t Talk».
Ένας υπέροχος στρατιωτικός ρυθμός στα ντραμς μαζί με μια υπέροχη μελωδία στο πιάνο παίρνει την φωνή του Eno από το χέρι και την περνάει από την παρέλαση στο αμερικανοποιημένο sinatr-ικό crooning του Bryan Ferry (στον οποίο απευθύνεται, άκρως ειρωνικά, το τραγούδι).
Στο σημείο που ο Eno μιμείται, σαρκαστικά, την φωνή του Ferry στο μέσο του τραγουδιού, πρέπει, λογικά, να πεθάνανε στα γέλια όλοι οι παρευρισκόμενοι εντός του στούντιο. Το τραγούδι τελειώνει απότομα με έναν ηλεκτρονικό θόρυβο που ακούγεται σαν να εισέβαλαν ξαφνικά στο στούντιο οι Throbbing Gristle και από το τρεμάμενο βιμπράτο της φωνής του Eno περνάμε στο επόμενο κομμάτι, το «Some Of Them Are Old» (αδιαμφισβήτητα, ένα από τα σπουδαιότερα κομμάτια που συνέθεσε στην 50χρονη καριέρα του ο Brian).
Το σεπτέτο με τα σαξόφωνα του Andy Mackay κόβονται στη μέση για να υποδεχθούν το υπέροχο ρουστίκ slide solo του σπουδαίου Lloyd Watson και κατόπιν ένα χορωδιακό ξέσπασμα-κάλεσμα στον ακροατή να λειτουργήσει και αυτός ως μέλος της χορωδίας, έστω και κατά μόνας, στη μοναξιά του σπιτιού και του σαλονιού του, προτού ο Eno ξαναρχίσει να τραγουδάει τους στίχους του φινάλε του κομματιού μέσα σε μια κατανυκτικά υμνική ατμόσφαιρα.
Το άλμπουμ κλείνει με το έπος του ομώνυμου τραγουδιού –που αν το ακούσεις μια φορά και μόνο, αυτή αρκεί, φτάνει και περισσεύει προκειμένου μετά, για καμιά βδομάδα να μουρμουράς την μουσική «φράση» του Paul Rudolph των τεράστιων Pink Fairies στην κιθάρα – ένα κιθαριστικό ριφ πάνω στο οποίο χτίστηκε και το ίδιο το όνομα του άλμπουμ, καθώς ο Eno, όταν άκουσε τον ήχο που έβγαλε η κιθάρα του Rudolph, έσπευσε να τον χαρακτηρίσει, με άκρως ιμπρεσινιστική τόλμη, σαν «θερμές ριπές» ή «ριπές θερμότητας».
Δηλαδή… Warm Jets. (Και, όχι, το Here Come The Warm Jets δεν αναφέρεται ούτε στην εκσπερμάτωση, ούτε στο… golden shower, όπως θρυλούταν μέχρι κάποια περίοδο).
Οι κιθάρες ακούγονται τόσο εντυπωσιακές ώστε εσύ, ως ακροατής, σχεδόν παραβλέπεις το δυναμικό και άκαμπτο μπάσιμο με τα α λα-Keith Moon τύμπανα που παίζει ο Simon King, προτού αυτά ξεθωριάσουν ξανά σιγά σιγά, σε ένα πραγματικά τολμηρό τέλος σε ένα ούτως ή άλλως εξαιρετικά τολμηρό άλμπουμ.
Ένα άλμπουμ που εφευρίσκει νέες μουσικές ζώνες, νέες ηχητικές «μορφές ζωής», νέα είδη και υπο-είδη –να θυμίσω εδώ ότι το παρθενικό άλμπουμ των έτερων σπουδαίων Βρετανών XTC είχε χαρακτηριστεί τότε από τον μουσικό Τύπο της Αγγλίας ως… «Post-Eno Pop».
Το «Here Comes The Warm Jets» δεν είναι απλά ένα άλμπουμ –είναι ένας νέος κόσμος, ένας Θαυμαστός Νέος Κόσμος για να είμαστε ακριβέστεροι και αυτό είναι κάτι που το πιστώνεται εξολοκλήρου ο ίδιος ο Brian Eno.
Ένας κόσμος που προσκαλεί τον ακροατή του σε μια πραγματική μουσική περιπέτεια με πολλές εκπλήξεις.
Με κύρια και πρωταρχική έκπληξη τον τρόπο με τον οποίο ο Eno ενσωματώνει τόσο φυσιολογικά (αλλά εξίσου ορμητικά, σχεδόν με θράσος) τις μουσικές παραδόσεις της μελωδίας, της «ομορφιάς» και της αρμονίας με την ίδια την ιδέα της κατάρριψης των παραδόσεων αυτών, διαμέσου του θορύβου, της κακοφωνίας και της δυσαρμονίας.
Υπάρχουν μερικά άλμπουμ που σου κόβουν την ανάσα από την πρώτη κιόλας νότα, από το πρώτο δευτερόλεπτο που θα βάλεις την βελόνα στο βινύλιο ή θα πατήσεις το κουμπί για να «διαβάσει» τον ήχο το λέιζερ του cd. Και υπάρχουν και άλλα που η ανάσα του ακροατή κόβεται σταδιακά και προϊόντος του χρόνου της ακρόασής του.
Το παρθενικό άλμπουμ του Brian Eno, το «Here Come The Warm Jets», ηχογραφημένο εξολοκλήρου μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, τον Σεπτέμβριο του ’73 και με ημερομηνία κυκλοφορία πριν ακριβώς μισόν αιώνα, τον Φεβρουάριο του 1974, ανήκει στην πρώτη κατηγορία, όταν ο πληθωρικός ορυμαγδός των κιθάρων του «Needles In The Camel’s Eye» μπουκάρει σαν ταύρος σε υαλοπωλείο μέσα στο αυτί του ανυποψίαστου ακροατή.
Το πραγματικό ηχητικό επίτευγμα του συγκεκριμένου τραγουδιού είναι ότι ξεκινάει… σαν να βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη και εσείς απλώς το προλάβατε κάπου στη μέση του.
Όλα αυτά οφείλονται, ασφαλώς, στην σχεδόν μαγική μίξη [από τον ίδιο τον Eno και τον παραγωγό Chris Thomas] που ήταν πυκνή μεν, αλλά αφήνοντας τις παύσεις να δίνουν «ανάσες» στα περιρρέοντα όργανα, ενώ τα πολυεπίπεδα φωνητικά του Eno μιξάρονται εξίσου μαστόρικα μαζί ή δίπλα (και σίγουρα όχι ΑΠΟ ΠΑΝΩ) από τα υπόλοιπα όργανα. Στα αυτιά μου, το εν λόγω τραγούδι ακούγεται σχεδόν σαν shoegaze πριν καν υπάρξει shoegaze.
Υπάρχει λόγος που ο σκηνοθέτης Todd Haynes επέλεξε αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι για να ανοίξει την ταινία «Velvet Goldmine» (1998), στη σκηνή που δείχνει δεκάδες glam-rock έφηβους που τρέχουν άγρια στους δρόμους.
Η φρενίτιδα της μουσικής ενέργειας του τραγουδιού συνοδεύει άψογα την αντίστοιχη που βιώνουν εκείνη την στιγμή οι νεαροί μουσικόφιλοι στο φιλμ του Haynes. Και η φρενίτιδα αυτή μεταλαμπαδεύεται και στον δυνητικό θεατή της ταινίας.
Οι δίδυμες κιθάρες του Phil Manzanera και του Chris Spedding ανταγωνίζονται ως προς το ποια από τις δυο θα κερδίσει τα φώτα της μουσικής… δημοσιότητας, με τον ικανότατο Manzanera να γεμίζει το τραγούδι με ατμόσφαιρα και ένα εξίσου ρυθμικό κιθαριστικό droning, ενώ ο Spedding να προσφέρει με την σειρά του μερικά αξιομνημόνευτα κιθαριστικά licks α λα-Duane Eddy.
Το δεύτερο τραγούδι ήταν εντελώς διαφορετικό σε σχέση με το εναρκτήριο.
Αν έχετε την οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το τι άκουγε ο David Byrne των Talking Heads πριν το ντεμπούτο της μπάντας του το 1977, μπορείτε κάλλιστα να ακούσετε το «The Paw Paw Negro Blowtorch», το οποίο ουσιαστικά εφευρίσκει όλο το μουσικό ιδίωμα της νεοκυματικής, νεοϋορκέζικης funk, όπως τουλάχιστον το μετεξέλιξαν οι Talking Heads.
Η μανιερίστικη εκφορά των στίχων από τον Eno συνάδει αφενός με την πλουμιστά εκκεντρική φωνή του, την ώρα που το synth solo του ακούγεται σαν ένα χαρούμενο δελφίνι που βγάζει τυχαίες νότες προς κάθε κατεύθυνση, ενώ στη συνέχεια το τραγούδι επιστρέφει σε μια ξέφρενη και κυκλωτική, σαν βόμβο από ελικόπτερο, ρυθμική κιθάρα πασαλειμμένη με διάφορα εφέ παραμόρφωσης, προτού «σβήσει» σιγά σιγά με το επόμενο κομμάτι.
Το «Baby’s On Fire» στηρίζεται με χέρια και πόδια πάνω στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο του μπάσου, που οδηγεί την μελωδία πάνω στην άκρως επιθετική και περιφρονητικά ένρινη εκφορά των στίχων από τον Eno. Kαι κατόπιν ακολουθεί ένα από τα συγκλονιστικότερα σόλο κιθάρας που έχουν καταγράφει ποτέ σε αυλάκια βινυλίου.
Ο Robert Fripp διατηρεί την δριμεία κιθαριστική του επίθεση για τρία ολόκληρα λεπτά, ενώ ο Eno αφήνει τα κίμπορντ του να ρέουν επικουρικά κάτω από τον χείμαρρο της κιθάρας του Fripp σαν ένα υπόγειο ποτάμι. Η ηχητική κονιορτοποίηση των αυτιών του ακροατή έχει ολοκληρωθεί πολύ πριν το τελευταίο στραγγαλιστικό ξέσπασμα της κιθάρας οδηγήσει στο «Cindy Tells Me», ένα ‘50s/’60s pastiche από εκείνα που μόνο ένα συνθετικό μυαλό όπως του Eno μπορεί να συνθέσει.
Μετά από αυτό το νοσταλγικό, σχεδόν throwback τραγούδι, ο Brian εξοκείλει προς το avant garde του Lou Reed της εποχής από τα άλμπουμ «Berlin» μέχρι και το «Coney Island Baby».
Το «Driving Me Backwards» είναι ένα από τα πιο αγχωτικά (και αγχωμένα) μουσικά κομμάτια της δεκαετίας του ’70, τίγκα στον νιχιλισμό και τον μηδενισμό των Residents, με την ευγενική συναίνεση, πάντα, της παραμορφωμένης wah wah κιθάρας του Robert Fripp. Είναι σίγουρα ένα από τα κομμάτια που έκαναν και τον David Bowie (της βερολινέζικης περιόδου του) να ψάξει και να βρει τον Eno προκειμένου να δουλέψουνε μαζί στα άλμπουμ «Heroes» και «Low».
Μέσα στo μουσικό vortex του Brian Eno
Η δεύτερη πλευρά του άλμπουμ μας βάζει εξαρχής σε μια μελαγχολική δίνη και σε ένα μουσικό vortex που ορίζεται και καθορίζεται μέσα σε αυτές τις λίγες νότες του πιανιστικού ριφ του «On Some Faraway Beach».
Το μακρύ και διαρκώς ανοδικό buildup των πιάνων στο κομμάτι θυμίζουν λίγο (έστω και σε μικρότερο βαθμό) την αντίστοιχη κορύφωση των πιάνων στο φινάλε του «A Day In The Life» των Beatles, σε ένα κομμάτι-υπόδειγμα μινιμαλιστικής ατμοσφαιρικότητας.
Τα απανωτά στρώματα του πιάνου σβήνουν σιγά σιγά για να αφήσουν μια και μοναδική μελωδία πιάνου στο outro του τραγουδιού και από εκεί απευθείας στην επιθετική ηχητική δυστοπία του «Blank Frank» (που ακούγεται λίγο σαν Pixies πριν τους Pixies – σκεφτείτε επίσης το ψευδώνυμο του τραγουδιστή των Pixies, αν θέλετε και ένα έξτρα επιχείρημα).
Ο Robert Fripp οδηγεί τις κιθάρες του μέσα από την δίνη των συνθεσάιζερ του Eno (ή μήπως συμβαίνει το αντίστροφο;) σε ένα τραγούδι πραγματική μουσική ψυχογραφία ενός διαταραγμένου και κοινωνιοπαθούς ατόμου που, όπως λένε και οι στίχοι του κομματιού, «είναι αυτός που σε κοιτάει μονίμως στραβά όπου και αν είσαι».
Το άλμπουμ κλείνει με μια τριάδα τραγουδιών για τα οποία θα «σκότωνε» να τα είχε συνθέσει μέχρι και ένας μουσικός του επιπέδου του Paul McCartney.
Όποιος επίσης αναζητεί τυχόν «αφετηρίες» και άμεσες αναφορές, ας ακούσει το πώς τραγουδάει ο Jarvis Cocker των Pulp ή ο Eddie Argos των Art Brut και κατόπιν ας συγκρίνει την «κολλαριστή» βρετανοπρέπεια της εκφοράς των στίχων τους με την αντίστοιχη του Brian Eno στην αρχή του εκπληκτικού «Dead Finks Don’t Talk».
Ένας υπέροχος στρατιωτικός ρυθμός στα ντραμς μαζί με μια υπέροχη μελωδία στο πιάνο παίρνει την φωνή του Eno από το χέρι και την περνάει από την παρέλαση στο αμερικανοποιημένο sinatr-ικό crooning του Bryan Ferry (στον οποίο απευθύνεται, άκρως ειρωνικά, το τραγούδι).
Στο σημείο που ο Eno μιμείται, σαρκαστικά, την φωνή του Ferry στο μέσο του τραγουδιού, πρέπει, λογικά, να πεθάνανε στα γέλια όλοι οι παρευρισκόμενοι εντός του στούντιο. Το τραγούδι τελειώνει απότομα με έναν ηλεκτρονικό θόρυβο που ακούγεται σαν να εισέβαλαν ξαφνικά στο στούντιο οι Throbbing Gristle και από το τρεμάμενο βιμπράτο της φωνής του Eno περνάμε στο επόμενο κομμάτι, το «Some Of Them Are Old» (αδιαμφισβήτητα, ένα από τα σπουδαιότερα κομμάτια που συνέθεσε στην 50χρονη καριέρα του ο Brian).
Το σεπτέτο με τα σαξόφωνα του Andy Mackay κόβονται στη μέση για να υποδεχθούν το υπέροχο ρουστίκ slide solo του σπουδαίου Lloyd Watson και κατόπιν ένα χορωδιακό ξέσπασμα-κάλεσμα στον ακροατή να λειτουργήσει και αυτός ως μέλος της χορωδίας, έστω και κατά μόνας, στη μοναξιά του σπιτιού και του σαλονιού του, προτού ο Eno ξαναρχίσει να τραγουδάει τους στίχους του φινάλε του κομματιού μέσα σε μια κατανυκτικά υμνική ατμόσφαιρα.
Το άλμπουμ κλείνει με το έπος του ομώνυμου τραγουδιού –που αν το ακούσεις μια φορά και μόνο, αυτή αρκεί, φτάνει και περισσεύει προκειμένου μετά, για καμιά βδομάδα να μουρμουράς την μουσική «φράση» του Paul Rudolph των τεράστιων Pink Fairies στην κιθάρα – ένα κιθαριστικό ριφ πάνω στο οποίο χτίστηκε και το ίδιο το όνομα του άλμπουμ, καθώς ο Eno, όταν άκουσε τον ήχο που έβγαλε η κιθάρα του Rudolph, έσπευσε να τον χαρακτηρίσει, με άκρως ιμπρεσινιστική τόλμη, σαν «θερμές ριπές» ή «ριπές θερμότητας».
Δηλαδή… Warm Jets. (Και, όχι, το Here Come The Warm Jets δεν αναφέρεται ούτε στην εκσπερμάτωση, ούτε στο… golden shower, όπως θρυλούταν μέχρι κάποια περίοδο).
Οι κιθάρες ακούγονται τόσο εντυπωσιακές ώστε εσύ, ως ακροατής, σχεδόν παραβλέπεις το δυναμικό και άκαμπτο μπάσιμο με τα α λα-Keith Moon τύμπανα που παίζει ο Simon King, προτού αυτά ξεθωριάσουν ξανά σιγά σιγά, σε ένα πραγματικά τολμηρό τέλος σε ένα ούτως ή άλλως εξαιρετικά τολμηρό άλμπουμ.
Ένα άλμπουμ που εφευρίσκει νέες μουσικές ζώνες, νέες ηχητικές «μορφές ζωής», νέα είδη και υπο-είδη –να θυμίσω εδώ ότι το παρθενικό άλμπουμ των έτερων σπουδαίων Βρετανών XTC είχε χαρακτηριστεί τότε από τον μουσικό Τύπο της Αγγλίας ως… «Post-Eno Pop».
Το «Here Comes The Warm Jets» δεν είναι απλά ένα άλμπουμ –είναι ένας νέος κόσμος, ένας Θαυμαστός Νέος Κόσμος για να είμαστε ακριβέστεροι και αυτό είναι κάτι που το πιστώνεται εξολοκλήρου ο ίδιος ο Brian Eno.
Ένας κόσμος που προσκαλεί τον ακροατή του σε μια πραγματική μουσική περιπέτεια με πολλές εκπλήξεις.
Με κύρια και πρωταρχική έκπληξη τον τρόπο με τον οποίο ο Eno ενσωματώνει τόσο φυσιολογικά (αλλά εξίσου ορμητικά, σχεδόν με θράσος) τις μουσικές παραδόσεις της μελωδίας, της «ομορφιάς» και της αρμονίας με την ίδια την ιδέα της κατάρριψης των παραδόσεων αυτών, διαμέσου του θορύβου, της κακοφωνίας και της δυσαρμονίας.