Κάποιος είχε πει κάποτε ότι η φωνή του Bryan Ferry ευθύνεται για τις περισσότερες εγκυμοσύνες τα τελευταία τριάντα χρόνια στον κόσμο. Ακόμη κι αν αυτό δεν ισχύει, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι ο 60χρονος γιος ενός φτωχού ανθρακωρύχου από το βιομηχανικό βορρά της Αγγλίας κατάφερε να γίνει η ιδανικότερη ενσάρκωση ενός μεταμοντέρνου Φρανκ Σινάτρα, χωρίς όμως τις κακές συνήθειες του τελευταίου.

Δεν είχε ποτέ καμία επαφή με τη Μαφία ή τα ναρκωτικά -παρά μόνο νικοτίνη- τρώει πάντα μαύρο ψωμί, πίνει Evian ή San Pellegrino και καροτόζουμο για να ξυπνήσει και η δωρική του ομορφιά μοιάζει αναλλοίωτη στο χρόνο, λες και ο Όσκαρ Ουάιλντ έγραψε τον Ντόριαν Γκρέι έχοντας στο νου του τον Φέρι. Η σχέση του με τα ακριβά ρούχα εξίσου μυθική: τα τελευταία 35 χρόνια είναι τακτικός πελάτης της Saville Row, της λονδρέζικης οδού που ντύνει βασιλιάδες, πρίγκιπες και γαλαζοαίματους. Διανοούμενος και μορφωμένος ων, διαθέτει μια παλέτα φίλων από τα πιο στενά σοκάκια του λονδρέζικου City μέχρι πρυτάνεις πανεπιστημίου στην Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ.

Ο Bryan Ferry κλείνει σήμερα τα 78 του χρόνια και εμείς ανασύρουμε από το αρχείο μας μια πολυ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που είχαμε μαζί του το 2005, την εποχή που είχε επανενώσει το συγκρότημα του, τους Roxy Music, μετά από απουσία 23 ετών, ενώ είχαν δώσει και μια εξαρετική συναυλία στην Αθήνα, έστω και χωρίς τον Μπράιαν Ίνο, ο οποίος ωστόσο συνεισέφερε στο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν εκείνη την εποχή.

– Πότε καταλάβατε ότι ήσασταν διαφορετικός από τα άλλα παιδιά στο σχολείο; Κάπως ξεχωριστός, κατά μια έννοια.
Το κατάλαβα γύρω στα δέκα μου χρόνια. Αλλά δεν είχα και πολύ κοντινούς φίλους για να το συζητήσω μαζί τους. Ήμουν εξαιρετικά ντροπαλός μέχρι τα πρώτα χρόνια του πανεπιστημίου. Τότε που άρχισα να κάνω τις πρώτες μου παρέες, πάντα με αφορμή την τέχνη, την ιστορία της, τη μουσική ή κάτι παρεμφερές. Ανέκαθεν ήταν η τέχνη η οποία με έφερνε κοντά με τους ανθρώπους. Παιδιόθεν ζωγράφιζα, πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου πάνω από έναν καμβά. Κι οι παρέες που έκανα είχαν συνήθως τη ζωγραφική ως αφορμή γνωριμίας.

– Τι σας έκανε να σπουδάσετε ιστορία της τέχνης και μετά να εργαστείτε για ένα φεγγάρι ως μουσικός δημοσιογράφος;
Είναι σπουδαίο μεγαλώνοντας να ανακαλύπτεις τον κόσμο και το πόσο εύκολα μπορείς να αγαπηθείς, ακόμη κι όταν είσαι τόσο ντροπαλός όσο εγώ. Για μένα η Ιστορία της Τέχνης ήταν ακριβώς αυτό: ο δικός μου τρόπος να ανακαλύπτω πτυχές του κόσμου γύρω μου αλλά και τους εαυτού μου μέσα από αυτήν. Και πάντα με συνάρπαζε η εποχή μου, πήγαινα χέρι χέρι μαζί της. Ήθελα να είμαι κομμάτι της, γι’ αυτό και μεγαλώνοντας άκουγα τζαζ μουσική ή μελετούσα τα σύγχρονα εικαστικά ρεύματα με τόση θέρμη. Επίσης έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο το ότι σπούδασα στο Πανεπιστήμιο του Νιουκάσλ δίπλα σε μια σπουδαία μορφή του κινήματος της Pop Art στη Βρετανία, τον Ρίτσαρντ Χάμιλτον.

– Οπότε να φανταστώ ότι αυτός ευθύνεται που τα τραγούδια σας βρίθουν αναφορών σε πολλά πρόσωπα της σύγχρονης ποπ κουλτούρας: ο Τζέιμς Μποντ, η Τζάκι Ωνάση, η Μέριλιν Μονρόε και η Γκρέτα Γκάρμπο συνυπάρχουν απολύτως αρμονικά στα κομμάτια σας.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει τραγούδια, αυτό ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι: να βάζω δηλαδή όλα αυτά τα πρόσωπα της ποπ μυθολογίας μέσα στα τραγούδια μου, δίνοντας τους ρόλους.

– Πιστεύετε στις συμπτώσεις στη ζωή; Γιατί μοιράζεστε την ίδια μέρα γέννησης με τον αγαπημένο σας ποιητή, τον Τ. Σ. Έλιοτ.
Μα ακριβώς αυτές οι μικρές συμπτώσεις είναι που βάζουν το αλάτι στη ζωή μας. Ένα από τα πάθη μου είναι η ποίηση του 20ου αιώνα, ο Έλιοτ ή ο Γ. Μ. Γιέιτς. Δεν έχω διαβάσει άλλον άνθρωπο που να ανταποκρίνεται τόσο πολύ σε ό,τι νιώθω, όσο ο Έλιοτ. Μια από τις αγαπημένες μου συλλογές είναι μια σειρά από σπάνιες ηχογραφήσεις τους στις οποίες απαγγέλλουν οι ίδιοι έργα τους.

– Ξεκαθαρίστε μου κάτι: ασχοληθήκατε με τον Έλιοτ αφού μάθατε για το κοινό σημείο που σας ενώνει ή η μελέτη του έργου του σας οδήγησε σε αυτή την ανακάλυψη;
Χαχα! Όχι, το έμαθα όταν είχα ήδη αποκτήσει ένα μεγάλο μέρος του έργου του.

– Όλη αυτή η φουρνιά άγγλων λογοτεχνών δεν σας παρακίνησε να δείτε τι συνέβαινε αντίστοιχα στην άλλη όχθη του Ατλαντικού; Δεν σας ώθησε, λόγου χάρη, να έρθετε κοντά με το έργο του Ουόλτ Ουίτμαν, ο οποίος παρουσίαζε αρκετά κοινά σημεία επαφής με τον Γιέιτς και τον Έλιοτ;
Χωρίς να απορρίπτω αγαπημένες μορφές της διανόησης όπως ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, τότε δεν με πολυενδιέφερε τι ελάμβανε χώρα στην λογοτεχνική παραγωγή της Αμερικής, καθότι η δική μου γενιά μεγάλωσε με το ενδιαφέρον της στραμμένο περισσότερο στην ευρωπαϊκή διανόηση και λογοτεχνία.

– Απορρίψατε συλλήβδην κάθε πτυχή της αμερικανικής κουλτούρας ή υπήρξε κάτι που να σας κινήσει την περιέργεια;
Το αμερικανικό σινεμά στάθηκε για μένα πολύ μεγάλη επιρροή, ιδίως όλα εκείνα τα φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ΄30 και του ΄40, οι ταινίες τύπου ‘Καζαμπλάνκα’, ξέρεις. Όλα εκείνα τα φιλμ έχουν γίνει από ανθρώπους εξαιρετικά μορφωμένους, με υψηλή γνώση της τέχνης τους και διψασμένους να παράγουν ένα έργο διαχρονικό. Γι’ αυτό άλλωστε και η εν λόγω περίοδος ονομάστηκε ‘Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ’, έτσι δεν είναι; Μετά ήταν που κατέληξε δυστυχώς ένα κακέκτυπο της περιόδου εκείνης, μια βιομηχανία βασισμένη μόνο στο κέρδος.

– Αντίστοιχα η σημερινή κατάσταση στη μουσική βιομηχανία δεν σας έχει ωθήσει στο σημείο να πείτε ‘τα παρατάω όλα’;
Χαχα! Ναι, πολλές φορές! Κυρίως όταν εσύ σαν καλλιτέχνης έχεις δώσει όλο σου το είναι για να φτιάξεις ένα άλμπουμ και μετά βγαίνει ένας κριτικός και αναφέρεται σε αυτό με τα χειρότερα λόγια. Όσο κουλ κι αν είσαι, απογοητεύεσαι, έτσι δεν είναι; Η κριτική μουσικής δεν είναι ούτε κάτι εύκολο για να γίνει από τον οποιονδήποτε, ούτε κάτι που θα έπρεπε να εκτελείται ελαφρά τη καρδία. Ο καλλιτέχνης όμως που θέλει πραγματικά να κάνει τη διαφορά, θα πρέπει να απευθύνεται σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Δεν υπάρχει τίποτα κακό με το να είσαι ποπ, γιατί τώρα τελευταία ο εν λόγω όρος έχει αποκτήσει αρνητική χροιά. Πριν τριάντα χρόνια που ο όρος ποπ δεν είχε μπολιαστεί τόσο πολύ στο ‘σώμα’ της μουσικής, έβγαιναν πολύ καλύτεροι δίσκοι. Σήμερα όμως δεν νομίζω ότι συμβαίνουν πράγματα στη μουσική για τα οποία θα έπρεπε εσύ ή εγώ αν δούλευα ακόμη να ξοδεύουμε ούτε μια σταγόνα μελάνι. Η σύγχρονη αξιόλογη μουσική παραγωγή ολοένα και μειώνεται.

– Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που σας ενώνει και τι είναι αυτό που σας χωρίζει με τον Μπράιαν Ίνο;
Έχουμε πολλές ομοιότητες με τον Μπράιαν: καταρχάς είμαστε κι οι δυο υπερβολικά εγωκεντρικοί, πιστεύουμε ότι όλος ο κόσμος γυρνάει γύρω από μας. Είμαστε επίσης υπερβολικά εργατικοί, σε σημείο παράνοιας. Μπορούμε να περάσουμε μέρες ολόκληρες δουλεύοντας πάνω σε ένα μουσικό υλικό. Από την άλλη, έχουμε αφήσει πίσω μας όλες τις διαφορές που είχαμε παλιά (σ.σ: ο Ίνο αποχώρησε από το συγκρότημα το 1973 μετά από διαφωνία που είχε με τον Φέρι σχετικά με τη μουσική κατεύθυνση που θα έπρεπε να ακολουθήσουν) και τώρα πια είναι μια πραγματική απόλαυση να δουλεύει κανείς μαζί του.

– Επίσης μοιράζεστε και μια άλλη εμμονή: είστε κι οι δυο διάσημοι για τα ρούχα που συλλέγετε ή φοράτε. Έχετε ένα φετίχ με το καλό ένδυμα.
Χαχα! Ναι, είναι αλήθεια, και στους δυο μας αρέσει να επενδύουμε ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων μας στην ενδυμασία μας. Είμαστε δυο μεγάλα παιδιά σε αυτό το θέμα.

– Ο Τομ Φορντ του οίκου Gucci σας έχει χαρακτηρίσει ως τον πιο καλοντυμένο άντρα που έχει δει ποτέ του.
Όταν σου τα λέει αυτά ένας άνθρωπος της μόδας με τόσο καλό γούστο, δεν μπορείς παρά να νιώθεις περήφανος.

Στις 29 Δεκεμβρίου του 2000 η ζωή του Φέρι, της πρώην γυναίκας του και δυο εκ των τεσσάρων γιων του κινδύνευσε σοβαρά όταν κατά τη διάρκεια μιας πτήσης από το Λονδίνο στο Ναϊρόμπι της Κένυα ένας τρόφιμος φρενοκομείου έκανε αεροπειρατεία κι απείλησε να τινάξει το αεροπλάνο στον αέρα. Οι πιλότοι κατάφεραν τελικά να συλλάβουν τον φρενοβλαβή, αλλά για να συμβεί αυτό το αεροσκάφος έκανε μια απότομη βουτιά 3000 μέτρων με το ρύγχος, γεγονός που φυσικά πανικόβαλε όλους τους επιβάτες. Ή μάλλον σχεδόν όλους, αφού η παροιμιώδης βρετανική ψυχραιμία του Φέρι λειτούργησε και πάλι…

– Ποιος είναι ο μεγαλύτερος σας φόβος;
Ο θάνατος.

– Όχι το να χάσετε κάποια στιγμή τη φωνή σας;
Όχι τόσο. Αν συμβεί αυτό, θα τα καταφέρω. Θα βγάλω ένα άλμπουμ με ορχηστρικά κομμάτια. Χαχα!

– Μετά το συμβάν του Ναϊρόμπι, ένας από τους γιους σας σάς χαρακτήρισε ως «τον πιο κουλ μπαμπά όχι μόνο στο αεροπλάνο, αλλά του κόσμου ολόκληρου».
Στην πραγματικότητα είχα κιτρινίσει από το φόβο μου, αλλά προσπάθησα να το κρύψω για χάρη της οικογένειας μου. Την ώρα που το αεροσκάφος έκανε βουτιά σκέφτηκα από μέσα μου: ‘’Δεν γίνεται να πεθάνω τώρα. Έχω τόσα άλμπουμ να τελειώσω και τόσα τραγούδια να ηχογραφήσω’’. Το μόνο που σκέφτηκα πατώντας το πόδι μου στο έδαφος είναι: ‘’ουφ, τη σκαπούλαρα κι από εδώ. Για να δούμε τι θα κρύβει η συνέχεια’’.

– Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να εκτεθείτε στη μεγάλη οθόνη, όπως έκαναν οι φίλοι σας, Sting και Ντέιβιντ Μπάουι;
Ναι, υπάρχουν μερικοί βρετανοί σκηνοθέτες που θα ήθελα να συνεργαστώ σε κινηματογραφικό επίπεδο, που όπως προείπα, είναι αγαπημένη μου συνήθεια. Απλά δεν ξέρω πως θα αντιδράσει η τελειομανία μου!

– Οι Roxy Music ήταν ο ορισμός του γκλαμ-ροκ συγκροτήματος. Μπορείτε τώρα, σχεδόν 35 χρόνια μετά, να μου πείτε τι αντιπροσωπεύει για σας ο όρος αυτός πια;
Γκλάμουρ για μένα είναι να μπορείς να κάνεις βόλτα με τα πόδια ή με ένα μικρό πλοιαράκι στο Αμάλφι, ένα πανέμορφο μέρος της Ιταλίας στο οποίο βρισκόμουν πριν μια βδομάδα. Εκεί ήταν που ένιωσα ότι ίσως θα ήθελα να έχω ζήσει σε μια άλλη χρονική περίοδο, στην Αναγέννηση ας πούμε. Όλη η Ιταλία μου βγάζει αυτό το αναγεννησιακό, λες κι η χώρα είναι γεμάτη μικρά, κρυμμένα μέρη που έχουν μείνει ακόμη στον 15ο αιώνα. Glam θεωρώ τα ταξίδια, τη δυνατότητα να μπορείς να γνωρίζεις ολοένα και νέα μέρη. Στην ηλικία μου ένα πράγμα με στεναχωρεί: η ύπαρξη τόσων προορισμών στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ασία με καταπληκτικές κουλτούρες, τους οποίους δεν θα καταφέρω ποτέ ίσως να δω από κοντά. Πίστεψε με, υπάρχουν πολύ πιο ‘γκλαμουράτα’ μέρη από το Λονδίνο, το Μόντε Κάρλο και τη Νέα Υόρκη. Αυτά είναι μόνο στην βάση της πυραμίδας για μένα. Θέλω παρά πολύ να ξεκλέψω λίγο χρόνο πριν ή μετά τη συναυλία μας για να γνωρίσω και την Αθήνα καλύτερα.

– Δεν χάνετε και πολλά πάντως αν δεν το κάνετε…
Χαχα! Είμαι σίγουρος ότι θα βρω κάποιο μέρος που θα μου αρέσει.

– Μεγαλώσατε μέσα σε μια πολύ φτωχή οικογένεια με πατέρα ανθρακωρύχο που αρχικά δεν μπορούσε να σας προσφέρει ούτε καν τα απολύτως απαραίτητα. Αυτό επηρέασε καθόλου τον τρόπο που μεγαλώσατε τα δικά σας παιδιά;
Οι τέσσερις γιοι μου, ο Ότις, ο Άιζακ, ο Τάρα κι ο Μέρλιν φυσικά και δεν έχουν ζήσει την ανέχεια που βίωσα εγώ. Το σπίτι που μεγάλωσα είχε την τουαλέτα στην αυλή και για μπανιέρα μια απαίσια μεταλλική γούρνα που σχεδόν κρεμόταν από τον τοίχο. Απλά εγώ δεν θέλω να τα καλομάθω. Το να πάω στο άλλο άκρο θα ήταν καταστροφή για αυτά. Αλλά προσπαθώ να τους δώσω όσο χρόνο, αγάπη και τρυφερότητα μπορώ ως πατέρας.

– Έχετε μια εκτενή συλλογή από αντικείμενα τέχνης. Μπορείτε να μου πείτε μερικά από τα έργα για τα οποία είστε περήφανος που κοσμούν το σαλόνι σας;
Το σπίτι που μένω σήμερα έχει ένα βασικό πρόβλημα: οι τοίχοι του είναι τόσοι πολλοί, που μοιάζουν γυμνοί χωρίς κάτι πάνω τους. Είμαι ιδιαίτερα περήφανος για τις ελαιογραφίες του Ντάνκαν Γκραντ, όπως κι αυτές που κοσμούσαν το εξώφυλλο του άλμπουμ μου ‘Mamouna’, καθώς κι έναν εξαίσιο πίνακα του Έζρα Πάουντ.

– Σε μια καριέρα 35 ετών, υπάρχουν πράγματα για τα οποία μετανιώνετε;
Μετανιώνω που δεν ερμήνευσα το “Don’t You Forget About Me’’, ένα κομμάτι που αρχικά είχε προταθεί σε μένα, αλλά τελικά το ερμήνευσαν και το έκαναν γνωστό οι Simple Minds. Όταν ο φίλος μου ο Κιθ Φόρσει (σ.σ: ο συνθέτης) το έγραψε κάπου γύρω στο 1983, εγώ ήμουν υπερβολικά απασχολημένος με τη διαδικασία του τελευταίου δίσκου των Roxy Music και δεν είχα χρόνο να το δουλέψω. Ίσως το διασκευάσω κάποια στιγμή στο μέλλον. Επίσης μετάνιωσα που διέλυσα το συγκρότημα το 1983, απλά εκείνη την περίοδο έμοιαζε ως η μόνη ενδεδειγμένη λύση. Ήταν μια πολύ μπερδεμένη χρονιά για μένα κι είχα σκεφτεί ακόμη και να παρατήσω τη μουσική. Αλλά για τα περισσότερα που μπορώ να σκεφτώ μάλλον θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων.

– Πως είναι να έχετε επανενωθεί με τους παλιούς σας φίλους και να βγαίνετε ξανά στο δρόμο; Υπάρχει η σχετική αμηχανία;
Το reunion αυτό με βοήθησε να ξαναβρώ τον εαυτό μου και να επαναπροσδιορίσω το ποιος είμαι πραγματικά. Επίσης πιστεύω ότι θα είναι συναρπαστικό το ότι δίπλα στον Φιλ Μανζανίρα (σ.σ: τον κιθαρίστα), θα έχουμε δυο 17χρονα παιδιά στις κιθάρες, νέους μουσικούς εξαιρετικά ταλαντούχους και με πολύ μεγάλη διάθεση να προσφέρουν. Είναι ο δικός μας τρόπος να τιμήσουμε τη νέα γενιά.

– Αληθεύει ότι όταν ήσασταν μικρός θέλατε να ακολουθήσετε καριέρα ποδηλάτη;
Ναι, όταν ήμουν 14-15 ετών, ήταν το πάθος μου ως έφηβος. Έβλεπα τον Γύρο της Γαλλίας και τον θεωρούσα ως την επιτομή του κουλ και τον ορισμό του γκλάμουρ. ‘’Να κάνεις τον γύρο της πιο όμορφης ευρωπαϊκής χώρας με ποδήλατο; ουαου’’, σκεφτόμουν τότε κι έβγαινα στους επαρχιακούς δρόμους γύρω από το Νιουκάσλ με το ποδήλατο μου, προσπαθώντας να προπονηθώ σκληρά ώστε κάποια στιγμή να καταφέρω κι εγώ να συμμετάσχω σε αυτόν.

– Κάνετε ακόμη ποδηλασία;
Όχι πια δυστυχώς. Τώρα έχω το αμάξι μου να με μεταφέρει. Έχω γίνει φοβερά τεμπέλης.

– Ίσως σε ένα μελλοντικό άλμπουμ σας να διασκευάσετε και το ‘Tour de France’, το κομμάτι που έγραψαν οι Kraftwerk ειδικά για τον Γύρο της Γαλλίας.
Ναι, δεν έχεις καθόλου άδικο. Μου αρέσουν πολύ οι Kraftwerk.

– Ποιο θα είναι το επόμενο cover girl στο άλμπουμ σας; Η Νικόλ Κίντμαν που τόσο θαυμάζετε ή η Σκάρλετ Γιόχανσον;
Χαχα! Νομίζω ότι η Κέιτ Μος συμπυκνώνει αυτή τη στιγμή όλες τις βασικές μας απαιτήσεις σύμφωνα με το πώς θα έπρεπε να είναι το επόμενο κορίτσι του εξωφύλλου μας: είναι εξίσου όμορφη, αλλά και μυστηριώδης. Ό,τι δηλαδή είναι και οι Roxy Music.