Το νέο άλμπουμ της Beyoncé έχει τίτλο “COWBOY CARTER”, αλλά αυτό μάλλον ήδη το ξέρετε. Επίσης, λογικά, το αυτί σας όλο και κάπου θα έχει πιάσει το “TEXAS HOLD ‘EM”, κι αν όχι, σίγουρα θα έχει εμφανιστεί στις ροές των social media σας κάποια είδηση σχετικά με τα charts του Billboard για την country μουσική όπου η Queen B κατέκτησε ως «η πρώτη μαύρη γυναίκα που έπιασε κορυφή». Ωστόσο, αν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύει τότε είστε στην προνομιακή θέση να έχετε ανακαλύψει το νόημα της ζωής και να ασχολείστε με πιο σοβαρά ζητήματα έχοντας θέσει τις προτεραιότητές σας.

Παρ’ όλα αυτά, για να μη γειώνουμε οριζόντια τα πάντα, το τελευταίο άλμπουμ της Beyoncé έχει μερικές διδακτικές ιστορίες να μας δώσει, αλλά αυτές δεν αφορούν απαραίτητα τη μουσική της.

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της κουλτούρας και το “COWBOY CARTER”

Όπως ήταν αναμενόμενο, καθότι γυναίκα με επιρροή στη μουσική βιομηχανία και την ποπ κουλτούρα, άμεσα προέκυψαν αντιδράσεις όταν έγινε γνωστό ότι το νέο άλμπουμ της Beyoncé θα είναι country, φωνές που ενισχύθηκαν όταν κυκλοφόρησε και το πρώτο single του δίσκου. Φυσικά, κάτι αντίστοιχο δεν έχουμε συναντήσει -και ίσως ούτε πρόκειται- σε ανάλογους πειραματισμούς και λοξοδρομήσεις από άνδρες καλλιτέχνες. «Οι καλλιτέχνιδες που ξέρω, έχουν αναδημιουργήσει τον εαυτό τους 20 φορές περισσότερες από τους άντρες. Πρέπει να το κάνουν. Αλλιώς θα εξαφανιστούν. Πρέπει να αναδημιουργείσαι, να βρίσκεις νέες πλευρές σου που θα μαγέψουν τους ανθρώπους. “Γίνε καινούργια, γίνε νέα, αλλά μόνο με τρόπο που να μας αρέσει. Αναδημιούργησε τον εαυτό σου, αλλά με τρόπο που να μας ικανοποιεί και να είναι δύσκολος για εσένα. Ζήσε μια ιστορία που να είναι ενδιαφέρουσα και να μας ψυχαγωγεί, αλλά όχι τόσο τρελή ώστε να αισθανόμαστε άβολα”», είχαμε ακούσει να εξομολογείται η Taylor Swift στο ντοκιμαντέρ (της) “Miss Americana”. Αν και αυτό είναι ένα κείμενο για τη Beyoncé, που μέχρι στιγμής δεν έχει τοποθετηθεί δημόσια, τα λόγια της Swift υπογραμμίζουν ακριβώς τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη μουσική βιομηχανία, ειδικά όταν αποφασίζουν να ασχοληθούν με είδη μουσικής που συνδέονται βαθιά με τοπικές κοινότητες και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της κουλτούρας τους.

«Κοιτάξτε αυτό το μέρος που βρισκόμαστε», λέει ο Cliff Boatwright στη δημοσιογράφο Dina Gachman του Guardian. Φοράει τζιν και ένα καπέλο μπέιζμπολ με σχέδιο παραλλαγής, πίνοντας μπύρες με έναν φίλο του που ζητά να τον αποκαλούν Jim. «Σας εγγυώμαι ότι η Beyoncé δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι της εδώ μέσα», εννοώντας το Shady Acres Saloon, ένα παραδοσιακό σαλούν στο Τέξας. Θα μπορούσε, όμως, η Beyoncé και οποιαδήποτε άλλη καλλιτέχνιδα αυτού του βεληνεκούς να μπει σε ένα τέτοιο μαγαζί και να πιει μπύρες με την παρέα της μέχρι να ξημερώσει; Προφανώς και όχι. Εδώ δεν μπορεί να πάει η Βίσση να πιει με την ησυχία της έναν καφέ στην Πλάκα, θα μπορέσει η Queen B να πετάει φελλούς σε βαρέλι έξω από ένα σαλούν;

Ο κόσμος λοιπόν του Νότου, του Χιούστον απ’ όπου κατάγεται η Beyoncé αλλά και από τις υπόλοιπες περιοχές που ανήκουν στην πολιτεία του Τέξας όπως η Οκλαχόμα, εξέφρασε τις διαφωνίες του σχετικά με την υιοθέτηση της επαρχιώτικης και country κουλτούρας από την ποπ σταρ, ενώ υπήρξαν και ραδιοφωνικοί σταθμοί που αρνήθηκαν να παίξουν το “TEXAS HOLD ‘EM” όταν κυκλοφόρησε.

Βέβαια, η Beyoncé δεν έκρυψε ποτέ τον βαθύ δεσμό της με το Τέξας, τον τόπο καταγωγής της, μέσα από διάφορες επιλογές έκφρασης. Τα συναισθήματά της για το Χιούστον είναι το ίδιο πλούσια όσο η χλιδάτη ζωή της, και αυτά αντηχούν ανά στιγμές και περιόδους στη μουσική της. Για παράδειγμα, το 2013 όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι “Bow Down / I Been On”, που αργότερα ονομάστηκε “Flawless” στο άλμπουμ με τίτλο “Beyoncé”, μίλησε για το μαγαζί Frenchy’s Chicken. «Η αγάπη της για το Frenchy’s νομίζω ότι ξεπερνά το πόσο καλό είναι το φαγητό μας», είχε δηλώσει ο Ray Hunter II, CEO του Frenchy’s, στην USA Today. «Είναι παρόμοια με τη σύνδεσή της με την κοινότητά της». Επιπλέον, στο remix του “Bow Down / I Been On” η Beyoncé αναφέρεται μέσω των στίχων της και σε καλλιτέχνες της περιοχής Third Ward του Χιούστον οι οποίοι την επηρέασαν, όπως ο ράπερ Willie D.

I remember my baby hair with my dookie braids
Frenchy’s, Boudin in the parking lot
Shout out to Willie D
I was in that Willie D video when I was about fourteen, looking crazy
Shout out Pimp C
You know we used to sneak and listen to that UGK
Didn’t do your girl but your sister was alright, damn
In ya homeboy’s Caddy last night man, haha
Hold up, Texas trill
H-Town going down, man

Η αγάπη και η σύνδεση της Beyoncé με τον Νότο, την γενέτειρά της, αποδεικνύεται περαιτέρω και με συνεργασίες που έχει κάνει, όπως με τον Bun B και τον Slim Thug στο τραγούδι “Check On It” του 2005, ενώ το 2013 στο βίντεο κλιπ του “No Angel” κάνει cameo εμφάνιση -μεταξύ άλλων- και ο Paul Wall, ράπερ από το Τέξας.

Από πότε όμως υπάρχουν κλειδοκράτορες και ιδιοκτήτες σε θέματα κουλτούρας; Δε θα έπρεπε να μιλάμε για το αν αξίζει τελικά το “COWBOY CARTER” και όχι για το αν η Beyoncé μπορεί να τραγουδήσει country;

Είναι καλό ή κακό το άλμπουμ της Beyoncé, τελικά;

Ομολογώ πως δυσκολεύτηκα αρκετά για να ολοκληρώσω την ακρόαση του “COWBOY CARTER”, και όταν τελικά τα μεγάφωνα των ηχείων σώπασαν απόλαυσα αυτό το κενό. Ένα κενό το οποίο με βοήθησε να σκεφτώ αν αυτό που άκουσα εξυπηρέτησε κάποιο κόνσεπτ πέρα από το αισθητικό, αν τα 27 τραγούδια της κυκλοφορίας σχηματίζουν ένα μωσαϊκό που φιλοξενεί χορευτικές στιγμές, αν μπορούμε να κυλιστούμε συναισθηματικά σε αυτό ή αν θα περπατήσουμε επάνω του για να καταλήξουμε στο Χιούστον. Όμως αν η Beyoncé είχε το άσπρο της άλογο για να περιπλανηθεί με την άνεσή της στον Νότο όπου μεγάλωσε και αγαπάει, εμείς με γυμνά πόδια ματώσαμε μέχρι να καταλήξουμε εκεί.

Πηγή: Discogs

Το “COWBOY CARTER” δεν είναι μουσικά αποκρουστικό, αλλά είναι αρκετά βαρετό. Δεν είναι δομικά αλλοπρόσαλλο, είναι όμως αφελές. Δεν είναι αμιγώς country, αλλά στερείται ταυτότητας. Η παρουσία του Willie Nelson έρχεται για να λειτουργήσει κάπως ενωτικά σε κάποια σημεία προλογίζοντας τραγούδια, αλλά ένας μύθος της country δε φέρνει την άνοιξη. Η διασκευή του “JOLENE”, με τις ευλογίες της Dolly Parton, μπορεί να έχει προδιαγραφές για ραδιοφωνική επιτυχία -προσωπικά δεν το εκτίμησα ποτέ ως τραγούδι και στην αυθεντική του εκτέλεση-, αποτελεί όμως περισσότερο μια αυτοαναφορική μανιέρα της Beyoncé στα ενδοοικογενειακά της με τον Jay-Z παρά ως αναπόσπαστο κομμάτι ενός μουσικού παζλ που αποτελείται από 27 κομμάτια. Στο “SPAGHETTI” εντόπισα κάποιο ενδιαφέρον, αφού το drill συνάντησε την άγρια ατμόσφαιρα των γουέστερν μονομαχιών, αλλά το μονόλεπτο ραπ της δεν είναι αρκετό για να σώσει ένα άλμπουμ – συνονθύλευμα. Υπάρχει, βέβαια, και το “BLACKBIRD”, διασκευή στο ομότιτλο τραγούδι των Beatles, το οποίο είναι ένα από τα highlight του άλμπουμ αλλά όταν έχεις να διαχειριστείς μία τέτοια σύνθεση στην οποία δεν επεμβαίνεις σχεδόν καθόλου, ε, τι μπορεί να πάει λάθος; Εντύπωση μου έκανε και το “16 CARRIAGES”, όχι τόσο για το περιεχόμενο και την ουσία του, αλλά γιατί είναι το 2ο τραγούδι σε αριθμό streams στο Spotify (περίπου 36+ εκατομμύρια αυτή τη στιγμή), κάτι που με έκανε να σκεφτώ -και να αποδεχθώ- πως οι ερμηνευτικές ικανότητες της Beyoncé είναι τέτοιου επιπέδου που και ανάγνωση να έκανε ενός πρωτοσέλιδου εφημερίδας σε gospel ύφος θα κατάφερνε να τραβήξει την προσοχή μας. Το “BODYGUARD” είναι ένα τυπικό ραδιοφωνικό τραγούδι που θα μπορούσε να προσφέρει κάτι σημαντικό στον πρώτο δίσκο κάποιας μπάντας, αλλά όταν συμπεριλαμβάνεται στο πιο πολυαναμενόμενο άλμπουμ του πρώτου τριμήνου του 2024 -μετά ακολουθεί της Taylor Swift, φυσικά- το λες και αστοχία. Στο “DAUGHTER” κάνει δικό της το “Caro Mio Ben”, ένα ιταλικό τραγούδι του 18ου αιώνα που ακούγεται συνήθως σε όπερες, και μας παρασέρνει για 3:23 σε ένα παραμυθένιο, μυσταγωγικό ταξίδι πόνου και απώλειας, και εδώ τελειώνουν τα τραγούδια που ήταν άξια αναφοράς, έστω μερικά και για λάθος λόγους. Ή μήπως όχι;

Όσο σκεφτόμουν αν τελικά το “COWBOY CARTER” ήταν ένα καλό ή κακό άλμπουμ, θυμήθηκα έναν στίχο της που μου έκανε εντύπωση από το τραγούδι “JUST FOR FUN“:

«I came here for a reason, but I don’t know the purpose»

Η Beyoncé, λοιπόν, κατέβηκε στον Νότο για κάποιον λόγο, αλλά δεν είχε σκοπό. Γιατί να τον βρούμε εμείς;