Τα ’60s δεν τελείωσαν με έναν πυροβολισμό, όπως θα περίμεναν πολλοί μετά τις δολοφονίες των αδελφών Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Η δεκαετία του 1960 έληξε απότομα σαν σήμερα πριν από ακριβώς 54 χρόνια, στις 6 Δεκεμβρίου του 1969, με τον ήχο μιας στέκας μπιλιάρδου να σπάει το κρανίο ενός 18χρονου θεατή.
Η δωρεάν συναυλία στη λεωφόρο του Άλταμοντ ή Altamont Speedway Free Festival στη βόρεια Καλιφόρνια θεωρήθηκε ως η «απάντηση» των Rolling Stones στο Γούντστοκ, που είχε διοργανωθεί 4 μήνες νωρίτερα, αλλά κατέληξε στην πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του ροκ, μέχρι εκείνη την εποχή τουλάχιστον.
Κατά κοινή ομολογία, το φεστιβάλ στο Άλταμοντ και όσα συνέβησαν κατά την διάρκεια αυτού, αποτέλεσε την ταφόπλακα της αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960 και την αρχή του τέλους των χίπις και του κινήματός τους.
Εάν στο Γούντστοκ φάνηκε προς στιγμήν ότι όλα εκείνα που συνοψίζονταν στο σύνθημα «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο» ήταν εφικτά, μία ανάλογη γιορτή, μόλις τέσσερις μήνες αργότερα, γκρέμισε οριστικά και με πάταγο την ψευδαίσθηση των Sixties και την αυταπάτη ενός «καλύτερου κόσμου».
Οι προετοιμασίες για το Altamont
Το 1969 ήταν μια εξαιρετική χρονιά για τους Rolling Stones καθώς ολοκληρώνοντας μια πολύ πετυχημένη παναμερικανική περιοδεία, την πρώτη περιοδεία τους στις Η.Π.Α. τα δύο τελευταία χρόνια, είχαν καταφέρει να είναι η μεγαλύτερη ροκ μπάντα του κόσμου μετά τους Beatles. Στις αρχές Δεκέμβρη του 1969 κυκλοφορεί το θεωρούμενο από πολλούς (και από τον γράφοντα) ως το αριστούργημά τους, το άλμπουμ Let It Bleed.
Ο τίτλος του οποίου αποδείχθηκε προφητικός, όπως θα δούμε παρακάτω.
Στόχος του φυσικού ηγέτη του συγκροτήματος, του τραγουδιστή Μικ Τζάγκερ, ήταν να χαρίσει στους Αμερικανούς μία αλησμόνητη εμπειρία. Το κατόρθωσε, αλλά με τρόπο τραγικό, απρόσμενο και εν τέλει σημαδιακό. Ως κορύφωση της εξαιρετικά επιτυχημένης περιοδείας, ο τραγουδιστής των Γκρέιτφουλ Ντεντ, Τζέρι Γκαρσία, πρότεινε τη διεξαγωγή μίας μεγάλης δωρεάν συναυλίας, εν ολίγοις ενός δεύτερου Γούντστοκ, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης των καλλιτεχνών για την ανταπόκριση του κοινού. Ο Τζάγκερ δέχθηκε αμέσως, ίσως εν μέρει και για να απαλύνει την οργή χιλιάδων οπαδών του για τις υψηλότατες τιμές των εισιτηρίων των συναυλιών. Έδωσε όμως εντολή τα πάντα να είναι έτοιμα εντός ενός μηνός.
Ήταν όμως αδύνατον να βρεθεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ο κατάλληλος χώρος, αλλά και όταν τελικά εντοπίστηκε μία ικανοποιητική τοποθεσία (το φεστιβάλ υποτίθεται ότι θα γινόταν στο Golden Gate Park του Σαν Φρανσίσκο), δεν δόθηκε άδεια.
Έτσι οι Stones, απευθύνθηκαν στο Sears Point Raceway, όπου όμως ούτε εκεί υπήρξε κάποια συνεννόηση και οι διοργανωτές υποχρεώθηκαν να αλλάξουν την τοποθεσία μόλις 48 ώρες πριν από τη συναυλία και να μεταφέρουν τα πάντα στον αυτοκινητοδρόμιο του Άλταμοντ, 80 χιλιόμετρα έξω από το Σαν Φρανσίσκο.
Μέσα σε μόλις 20 ώρες στήθηκε η γιγαντιαία σκηνή και όλες οι απαραίτητες, για τη φιλοξενία του κοινού, εγκαταστάσεις. Στις 6 Δεκεμβρίου τα πάντα ήταν έτοιμα. Οι ίδιοι οι Rolling Stones έλαβαν τη διαβεβαίωση ότι τα τοπικά παραρτήματα των Hells Angels, των διαβόητων μηχανόβιων «Αγγέλων της Κόλασης», που θα αναλάμβαναν την ασφάλεια και την τήρηση της τάξης, ήταν ειρηνικά και πρόθυμα να επιβλέψουν την τάξη και την ασφάλεια των θεατών με μοναδικό αντάλλαγμα γενναίες ποσότητες αλκοόλ.
Στη συναυλία συμμετείχαν με σειρά εμφάνισης οι: Santana, Jefferson Airplane, The Flying Burrito Brothers, Crosby, Stills, Nash & Young και τελευταίοι οι Rolling Stones. Επίσης, ήταν προγραμματισμένοι να παίξουν και οι Grateful Dead μετά τους Crosby, Stills, Nash & Young, αλλά αρνήθηκαν να παίξουν λίγο πριν την προγραμματισμένη εμφάνισή τους εξαιτίας της αυξανόμενης βίας μέσα στο συναυλιακό χώρο.
Περίπου 300.000 άτομα παρακολούθησαν τη συναυλία και μερικοί προσδοκούσαν ότι θα ήταν το «Γούντστοκ της Δύσης». Θυμίζουμε ότι το φεστιβάλ Γούντστοκ έλαβε χώρα στην πολιτεία της Νέας Υόρκης στα μέσα Αυγούστου, λιγότερο από τέσσερις μήνες νωρίτερα.
Στο Altamont η κατάσταση στράβωσε από νωρίς
«Τα πράγματα στο Άλταμοντ ξεκίνησαν τόσο άσχημα που οι Grateful Dead, πρωταρχικοί διοργανωτές και εισηγητές του φεστιβάλ, δεν έπαιξαν καν», έγραψε το περιοδικό Rolling Stone σε μια αναλυτική αφήγηση του γεγονότος, προσθέτοντας ότι ήταν «η χειρότερη μέρα όλων των εποχών του rock and roll, η 6η Δεκεμβρίου, η μέρα που όλα πήγαν απολύτως στραβά».
«Η ατμόσφαιρα ήταν άσχημη από την αρχή», εξήγησε αργότερα ο Κάρλος Σαντάνα, προσθέτοντας ότι «Οι συμπλοκές άρχισαν λόγω της βιαιότητας των “Αγγέλων” και όλα εξελίχθηκαν τόσο γρήγορα που δεν μπορέσαμε να αντιδράσουμε. Μπροστά στα μάτια μας παιδιά μαχαιρώνονταν και κεφάλια έσπαγαν χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ολόκληρο το απόγευμα τα φορεία περνούν ασταμάτητα από το πλήθος στη σκηνή και από εκεί στο τραγικά ανέτοιμο ιατρείο».
Και πώς να ήταν διαφορετικά; Στο πλήθος εκατοντάδων χιλιάδων νέων που συνέρρεε, οι έμποροι ναρκωτικών προωθούσαν ανενόχλητοι μεγάλες ποσότητες νοθευμένου LSD, με καταστροφικά αποτελέσματα και, το χειρότερο, οι Hell’s Angels αποδείχθηκαν κάθε άλλο παρά άκακοι και συνεργάσιμοι καθώς η συμμορία των Hell’s Angels είναι πασίγνωστη ιστορικά για την ροπή της προς το έγκλημα.
Οι Rolling Stones ήταν το τελευταίο συγκρότημα που εμφανίστηκε στη συναυλία. Ο Τζάγκερ περίμενε τη νύχτα καθώς ήθελε το απόλυτο σκοτάδι να πλαισιώσει το ροκ θέαμα που είχε ετοιμάσει.
Όταν εμφανίστηκαν οι Rolling Stones, ξέσπασαν και τα πολύ επεισόδια μπροστά στη σκηνή. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Τζάγκερ δεν ευθύνεται γι’ αυτά που ακολούθησαν. Περισσότεροι ήταν εκείνοι που σημείωσαν ότι δεν έκανε τίποτα για να τα αποτρέψει.
Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι ένας νεαρός μαύρος, ο 18χρονος Μέρεντιθ Χάντερ, δολοφονήθηκε άγρια και βίαια από τους “Άγγελους της Κόλασης” ενώ έπαιζαν οι νότες του «Under My Thumb».
Ο Χάντερ, ντυμένος με ένα ανοιχτό πράσινο κοστούμι και υπό την επήρεια μεθαμφεταμίνης, άρχισε να κραδαίνει ένα περίστροφο κοντά στη σκηνή την ώρα που τραγουδούσαν οι Stones. Οι μηχανόβιοι, αντί να του πάρουν απλά το όπλο, τον μαχαίρωσαν, τον κλώτσησαν και τον χτύπησαν ανελέητα με ρόπαλα και αλυσίδες, ενώ κάποιος Hell’s Angel τον αποτελείωσε σπάζοντάς του το κρανίο με μια στέκα μπιλιάρδου!
Αναίσθητος, ο Χάντερ μεταφέρθηκε από χέρι σε χέρι στο ιατρείο, όπου ελλείψει μέσων αλλά και ασθενοφόρου πέθανε αβοήθητος.
Στο πλαίσιο αυτής της θλιβερής αυτής συναυλίας στο Άλταμοντ, τρεις ακόμη άνθρωποι (πλην του Χάντερ) έχασαν τη ζωή τους (2 από τροχαίο και ένας από πνιγμό), πολλοί ήταν οι τραυματίες, 4 οι γεννήσεις, ενώ πολλά αυτοκίνητα κλάπηκαν και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν και υπήρξαν και εκτεταμένες ζημιές σε ιδιοκτησίες.
Σκηνές από τα γεγονότα στη συναυλία των Rolling Stones περιλαμβάνονται στο μουσικό ντοκιμαντέρ Gimme Shelter (1970), όπου ο σκηνοθέτης Άλμπερτ Μέισλς ακολουθεί τους Rolling Stones στην τουρνέ τους στην Αμερική το 1969 και εστιάζει στην τραγική συναυλία στο Άλταμοντ. Αποσπάσματα από το ντοκιμαντέρ προβλήθηκαν και στη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε την αιματοβαμμένη συναυλία.