Ήταν 26 Φεβρουαρίου του 1969 όταν έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους η ταινία «Ζ» του σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, με θέμα τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και την αναζήτηση των ενόχων από τον τότε ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού. Πενηνταπέντε χρόνια μετά, συζητάμε ακόμα γι’ αυτήν την ταινία-την πρώτη που προτάθηκε συγχρόνως για όσκαρ καλύτερης ταινίας και Όσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας. Το Z ήταν επίσης υποψήφιο για καλύτερη σκηνοθεσία και διασκευασμένο σενάριο, αλλά κέρδισε απλώς  Όσκαρ μοντάζ (Françoise Bonnet) και ξενόγλωσσης ταινίας (όπως ονομαζόταν τότε η κατηγορία).

«Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα και νεκρούς ή ζωντανούς ανθρώπους δεν είναι σύμπτωση. Είναι ΣΚΟΠΙΜΗ». Αυτό γράφει η κάρτα τίτλου στην αρχή του Ζ του Γαβρά- ο σκηνοθέτης δίνει επίσης, στην αρχή της ταινίας, μια λίστα με μερικά από τα απαγορευμένα της χούντας, που επιβλήθηκε λίγο μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη. Μερικά από αυτά αφορούσαν τις απεργίες, τα συνδικάτα, τα μακριά μαλλιά στους άντρες, τον Ιονέσκο, τους Beatles, τον Λέων Τολστόι, την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» και τον Ζαν Πολ Σαρτρ. Πριν μερικούς μήνες, το Νοέμβριο του 2023, έφυγε από την ζωή ο Βασίλης Βασιλικός, συγγραφέας του «Ζ». Από την ζωή λείπει εδώ και 3 χρόνια και ο συνθέτης του εκρηκτικού soundtrack της ταινίας, ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο Κώστας Γαβράς, αυτός ο βαθιά πολιτικός σκηνοθέτης, μάς παρέδωσε πολλές σπουδαίες ταινίες-η πρόσφατή του σχετικά με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, το δημοψήφισμα και το ρόλο Βαρουφάκη («Ενήλικες στο Δωμάτιο») δέχθηκε αμφιλεγόμενες κριτικές. Σίγουρα, χιλιάδες θεατές σε όλον τον κόσμο θα ανυπομονούσαν για κάποιο επόμενο πρότζεκτ του. Δεν θα ήταν επισφαλές, όμως, να λέγαμε ότι το «Ζ» είναι η απόλυτή του ταινία, πιθανώς το έργο της ζωής του.

Ο Κώστας Γαβράς έχει πει σε συνέντευξή του στο News24/7: «Αυτό που έλεγα στους ηθοποιούς κάθε φορά για να τους εξηγήσω πώς θέλω να συμπεριφερθούν, είναι «σα να γράφουμε πάνω σε ένα τοίχο, Κάτω Η Δικτατορία». Με αυτή την έννοια, του ότι κάνουμε κάνουμε κάτι απαγορευμένο, με αυτό το πάθος πρέπει να δημιουργούμε συνεχώς. Κι εγώ κάπως έτσι ξεκίνησα το φιλμ. Με ένα μοντάζ γρήγορο, γιατί χρειάζεται μια γραφή γρήγορη χωρίς να σκέφτεται κανένας αισθητικές λύσεις. Μια ταχύτητα. Και το εφαρμόσαμε όλοι μας. Κι οι ηθοποιοί. Ο Τρεντινιάν μου είπε πως θα το κάνει χωρίς να πληρωθεί. Έτσι γεννήθηκε αυτό το φιλμ, με μια διαδικασία που δεν είχαν άλλα φιλμ, τα οποία έγιναν με διαφορετικό τρόπο όσο αφορά την κινηματογραφική δομή αλλά και τα γυρίσματα».

”Το «Ζ» είναι ένα επιδέξιο, χτυπητό πολιτικό θρίλερ, με τη μυθοπλαστική ανωνυμία του πραγματικού σκηνικού και των χαρακτήρων του να χρησιμεύει μόνο για να διευρύνει τις προεκτάσεις του και την οικουμενικότητά του”, είχε γράψε ο κριτικός John Mahoney, απευθυνόμενος στους Αμερικανούς θεατές του κινηματογράφου για τους οποίους οι δολοφονίες και οι αναταραχές της δεκαετίας του ’60 ήταν ακόμα ωμές. Το «Ζ» παραμένει επίκαιρο χάρη στο απροσδιόριστο περιβάλλον του και στην παγκόσμια αναζωπύρωση του αντιδημοκρατικού αισθήματος σε Ευρώπη, Ρωσία, Αμερική. «Ακούω μέχρι σήμερα ότι πολλοί άνθρωποι βλέπουν το Ζ και ενώ δεν είναι υποχρεωμένοι να μιλήσουν, μου λένε ότι η ταινία δεν έχει αλλάξει καθόλου, μένει νέα. Νομίζω πως, αν αυτό είναι αλήθεια και δεν είναι απλώς ένα κοπλιμέντο, έχει πολύ να κάνει με το περιεχόμενο της ταινίας. Διότι είναι ένας δικαστής που κάνει σωστά τη δουλειά του, που στην κοινωνία μας σήμερα φαίνεται ως κάτι το καταπληκτικό. Ένας άνθρωπος που κάνει θετικά τη δουλειά του, με κίνδυνο να χάσει το μέλλον του. Αυτό είναι το ουσιαστικό θέμα του Ζ, που ενδιαφέρει πολλούς ανθρώπους», έχει πει ο Κώστας Γαβράς για την ταινία του.

Το «Ζ» άρεσε και συνεχίζει να αρέσει, επειδή δεν ταυτίστηκε με μία χώρα και είχε παγκόσμιο χαρακτήρα-όπως, φυσικά και, τηρουμένων των αναλογιών, το «Poor Things» Πολλοί θεατές είχαν να θυμηθούν μια ανάλογη ιστορία κρατικής αυθαιρεσίας στη δική τους πατρίδα, ιδιαίτερα όσοι προέρχονταν από χώρες με αυταρχικά καθεστώτα και δεν ήταν λίγοι εκείνη την εποχή. Βασική αρετή του έργου είναι το μπόλιασμα της πολιτικής στόχευσης με τις χολιγουντιανές τεχνικές των ταινιών δράσης. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολιτικό θρίλερ «που συσσωρεύει τόση ένταση, ώστε στο τέλος να αισθάνεστε δεμένοι σε κόμπο», όπως έγραψε μία Gαλλίδα κριτικός.