Η κινηματογραφική επιστροφή της ιρανικής καταγωγής Εμίλ Ατέφ (“Πιο πολύ από ποτέ”) στο Βερολίνο κι από χθες στις κινηματογραφικές αίθουσες κινεί το ενδιαφέρον από την πρώτη της σκηνή. Η μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου της Ντανιέλα Κριν δίνει σάρκα κι οστά σε μία ιστορία που έχει στο φόντο της φυσικά πρόσωπα, αλλά έχει ως στόχο της στην μεγάλη εικόνα να μιλήσει για τη Γερμανία και παίρνει σύγχρονο χαρακτήρα, αν αναλογιστεί κανείς τι συμβαίνει σήμερα στην επαρχία κι ειδικότερα στην περιοχή της Θουρίγια με τους πολίτες να βρίσκονται ξανά μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.

Μεταφερόμαστε νοερά στο καλοκαίρι του 1990. Λίγους μήνες νωρίτερα έχει πέσει το Τείχος. Μακριά από την πρωτεύουσα η Μαρία ζει με την οικογένεια του Γιοχάνες. Σύντομα όμως νιώθει σε συνθήκη ασφυξίας από την καθημερινή ρουτίνας, καθώς δε φαίνεται να υπάρχει προοπτική να ανοίξει τα φτερά της. Το αγόρι της έχει τρέλα με τη φωτογραφία και προσπαθεί να δημιουργήσει κάδρα της. Η ίδια όμως συνεχώς φαίνεται να έχει δεύτερες σκέψεις στο μυαλό της και το βλέμμα της θολώνει, κοιτώντας πέρα από την κάμερα. Αναζητά μία διέξοδο διαφυγής.

Αυτή θα έρθει μέσω της γνωριμίας της με τον Χένερ. Δύο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί που επιβεβαιώνουν τη ρήση τα ετερώνυμα έλκονται. Η πρωταγωνίστρια ακροβατεί ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες. «Περιπλανιόμαστε χωρίς προορισμό». Δε θέλει να προδώσει την ηθική της, αλλά πυξίδα της έχουν γίνει πλέον ο έρωτας και το πάθος. Αμφιταλαντεύεται, βασανίζεται, σκέφτεται συνεχώς ποια είναι η καλύτερη λύση … Οι πολυπόθητες απαντήσεις όμως δεν έρχονται με ευκολία. Τα θέλω έρχονται σε διαρκή σύγκρουση με τα πρέπει. Η εφήμερη εκτόνωση καλύπτει κάποια από τα κενά της, αλλά όλη αυτή η διαδικασία μοιάζει με παυσίπονο.

Όπως τονίζει η ίδια η δημιουργός η απεικόνιση της επιθυμίας μιας νεαρής γυναίκας σε όλες τις πτυχές της, όπως και η περιέργεια της Μαρίας (η εξαιρετική Μαρλένε Μπάροου) να δοκιμάσει τα όριά της, να κατανοήσει τον εαυτό της και τη ζωή, χωρίς να φοβάται ότι θα υπερβεί τα ηθικά ή κοινωνικά όρια. Το γεγονός ότι της επιτρέπεται να το κάνει αυτό ως γυναίκα κι ειδικά ως νεαρή γυναίκα είναι κάτι που με ενδιέφερε πολύ να μεταφέρω στην οθόνη. Το πετυχαίνει, καθώς δημιουργεί ένα ψυχογράφημα μίας -ήδη τραυματισμένης στα 19 της χρόνιας- προσωπικότητας που αρνείται πεισματικά να αποδεχτεί πως αυτή είναι η μοίρα της.

Παράλληλα όμως μέσα από τα ανθρώπινα σταυροδρόμια δίνεται μία κοινωνικοπολιτική προέκταση. Μπορεί να σκεφτεί ο καθένας τι σημαίνει η Πτώση. Να αναλογιστεί τα γεγονότα μέχρι το 1990 και να τα συνδέσει με το χρονικό παρόν. Ιδανική επιλογή που μπορεί να συνδυαστεί με τη θέαση της ταινίας αποτελεί το βιβλίο του James Hawes, “Μικρή Ιστορία της Γερμανίας” που δίνει ολόκληρο το πλαίσιο πάνω στο οποίο γίνεται η αναγωγή με την αλληγορία της Ατέφ που θέλει να κάνει το δικό της σχόλιο για έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.

Η ακτινοβολία της Μπάροου απλώνει το μήνυμα και το κάνει καθολικό. Αποτελεί καθοριστικό παράγονται για την επιτυχία του έργου. Δείχνει πως οι δύσκολες αποφάσεις σε όλα τα επίπεδα κοστίζουν. Την ίδια στιγμή επιβεβαιώνει τη διαρκή ανάγκη του ανθρώπου για επαφή και επικοινωνία. Όσο κι αν προσπαθήσει η τεχνολογία δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτούς τους μηχανισμούς. Μπορεί να μας γεμίσει ψευδαισθήσεις για λίγη έκκριση ντοπαμίνης, αλλά όχι να μας κάνει να βιώσουμε μία συνολική ολοκλήρωση.

Κάποια μέρα θα πούμε τα πάντα ο ένας στον άλλον, θα τολμήσουμε να εκτεθούμε και να εξωτερικεύσουμε τα ανείπωτα. Αρκετές φόρες όμως δεν πρέπει να αφήνουμε τον χρόνο να περνάει τόσο σε προσωπικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Αυτό είναι το επιμύθιο.