Μία ανάσα από τον Χρυσό Λέοντα (Αργυρός και Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στη Βενετία), η πρώτη ταινία μυθοπλασίας της Αλίς Ντιόπ συνθέτει ιδανικά το ντοκιμαντεριστικό στοιχείο (βραβευμένη για το «Εμείς» στο Βερολίνο) με την αφρικανική κουλτούρα, τους αυστηρούς κανόνες της Ευρώπης και το αίσθημα της Δικαιοσύνης, που αρκετές φορές δεν ικανοποιείται, αλλά αφήνει μία νότα ελπίδας για το μέλλον. Μέσα από διαδοχικές λεπτές συνδέσεις και υπόκωφες συγκρούσεις Λοράνς και Ραμά περπατούν δύο παράλληλους δρόμους, που φαινομενικά σε κάποιο σημείο συναντιούνται σε ένα θολό, σκοτεινό φόντο.

Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ξεκινάει η αφήγηση. Ένας εφιάλτης, «μαμά, μαμά». Γρήγορα το σκηνικό μεταφέρεται σε μία ακαδημαϊκή αίθουσα. Η διδάσκουσα φιλοσοφίας δείχνει ένα απόσπασμα του εμβληματικού «Χιροσίμα Αγάπη Μου» του Αλέν Ρενέ σε σενάριο της Μαργκερίτ Ντυράς. Διδάσκει και ταυτόχρονα διδάσκεται. Ξάφνου μία δεύτερη μετάβαση μας φέρνει σε μία δικαστική αίθουσα, δίχως να εξηγηθεί κάτι περαιτέρω. Εκεί συναντάμε για πρώτη φορά τη Λοράνς Κολί (σαν μία άλλη Φαμπιέν Καμπού – αληθινή ιστορία του 2016). Κατηγορείται για ειδεχθές έγκλημα και καλείται να εξηγήσει τι την οδήγησε στην αποτρόπαια πράξη της. Δημιουργείται ένα ανάγλυφο της ενηλικίωσης της γυναίκας και της μετεξέλιξής της μέχρι το δραματικό παρόν της αφήγησης.

Ακολουθεί η ακροαματική διαδικασία σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια. Αναζητείται η ηθική ευθύνη και οι αυτουργοί. «Τι θα κάνεις, ποτέ τι θα κάνουμε». Η κατηγορούμενη προσπαθεί κι η ίδια να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Πως έφτασε σε αυτό το σημείο. Είναι ταυτόχρονα σωματικά εξουθενωμένη και συναισθηματικά ακρωτηριασμένη. Προσπαθεί να εξιστορήσει τα γεγονότα καταπίεσης και δηλώνει «αθώα». Παράλληλα η Ραμά παρακολουθεί και καταγράφει τα πεπραγμένα της δίκης. Κάθε βράδυ επιστρέφει στο δωμάτιό της κι απομαγνητοφωνεί. Προσπαθεί να αντιληφθεί το μέγεθος της απελπισίας της Λοράνς, έχοντας ενδεχομένως αρκετά κοινά βιώματα στη βάση τους. Δεν τη δικαιολογεί. Θέλει να την κατανοήσει, προτάσσει όμως τη λογική έναντι του συναισθήματος.

Δεν είναι όμως εύκολη μία τέτοια διαδικασία και προσέγγιση. «Φοβάμαι μη γίνω σαν εκείνη». Η ίδια η δημιουργός υποστηρίζει πως ήθελε να αναδημιουργήσει την εμπειρία του να ακούει την ιστορία μιας άλλης γυναίκας, ανακρίνοντας παράλληλα τον εαυτό της, αντιμετωπίζοντας τις δικές της δύσκολες αλήθειες. Η αφήγηση έπρεπε να ιχνηλατήσει μια σειρά συναισθηματικών καταστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε κάθαρση. Είναι σαν ταχύρρυθμη ψυχοθεραπεία, τονίζει χαρακτηριστικά. Όπως γίνεται κατανοητό υπάρχει έντονο το προσωπικό στοιχείο. Ένα γεγονός που στιγμάτισε ανεξίτηλα τη ζωή της Ντιόπ γίνεται αφορμή για αυτό το έργο που ευαισθητοποιεί και κινητοποιεί τον θεατή. Η εσωτερική ερμηνεία της Γκιουσλαζί Μαλάντα είναι αδύνατο να ξεχαστεί. Τα χαρακτηριστικά της χείλη, τα πονεμένα μάτια της, η στιβαρή κορμοστασιά της που δε λυγίζει κι μοιάζει να κουβαλάει τόνους βάρους.

Βραβείο καλύτερης Ταινίας στο 23ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου πριν λίγες εβδομάδες κι από σήμερα στις αίθουσες για το κοινό. Από τις σημαντικότερες ταινίες της τρέχουσας κινηματογραφικής περιόδου, καθώς καταφέρνει να ταιριάζει ιδανικά το σινεμά της τεκμηρίωσης με αυτό της φαντασίας (κακόβουλα πνεύματα). Ενώνει άτυπα δύο ανθρώπους, που προέρχονται από κοινή αφετηρία, έχουν αντιμετωπίσει δυσκολίες, ωστόσο την κρίσιμη στιγμή έκαναν διαφορετικές επιλογές. Ένα σύνθετο εγχείρημα που πετυχαίνει τον σκοπό του, έφτασε στις 15 προτεινόμενες επιλογές για το Oscar Διεθνούς, ως επιλογή της Γαλλίας και συνεχίζει το ταξίδι της από άκρη σε άκρη σε ολόκληρο τον κόσμο.