Η 14η Ιουνίου του 1987 είναι μια εξαιρετικά σημαντική ημερομηνία για πολλούς σημερινούς σαραντάρηδες – άνδρες ή γυναίκες: αφενός γιατί εκείνη την ημέρα η Εθνική Ελλάδος στο μπάσκετ στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης νικώντας την ΕΣΣΔ με 103-101 στο φαληρικό ΣΕΦ και αφετέρου γιατί βγήκε στο σινεμά το «Predator».

Δηλαδή η σπουδαιότερη ταινία δράσης του 20ου αιώνα.

Πήγα και είδα τον «Κυνηγό» καμιά 15αριά ημέρες μετά, τέλη του Ιούνη, στο θερινό σινεμά «Μαριάννα» των Αγίων Αποστόλων όπου παραθέριζα με τους γονείς μου. Τότε, ξέρετε, δεν υπήρχαν τα… μέτρα ασφαλείας που υπάρχουν σήμερα όσον αφορά στις ηλικίες των θεατών. Έτσι, η ταινία ναι μεν έγραφε στην αφίσα της «ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΘΕΑΤΕΣ ΚΑΤΩ ΤΩΝ 12 ΕΤΩΝ», αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια: εγώ και οι συνομήλικοι δεκάχρονοι κολλητοί μου μπήκαμε στο σινεμά άνετα και συνάμενοι κουνάμενοι, αρπάξαμε τα ποπ κορν μας και αράξαμε στις κλασικές άβολες πολύχρωμες καρέκλες της εποχής, κάτω από το γιασεμί και το αγιόκλημα παρακολουθώντας αποσβολωμένοι μια ομάδα μισθοφόρων σε μια ζούγκλα της Λατινικής Αμερικής να προσπαθεί να εντοπίσει έναν εξωγήινο που τους εξολόθρευε έναν προς έναν χρησιμοποιώντας ένα φανταστικό όπλο που πρώτα στόχευε το θύμα του με τρεις κόκκινες τελίτσες και στην συνέχεια το αποτέλειωνε, συνήθως με μπόλικη «γκορίλα» και τα έντερά του να κρέμονται έξω.

Μιάμιση ώρα μετά, βγήκαμε από το σινεμά μουδιασμένοι. Όχι μόνο για όλα όσα είχαμε παρακολουθήσει πάνω σε ένα λευκό πανί διαστάσεων επτά επί πέντε, αλλά κυρίως γιατί γνωρίζαμε ότι είχαμε δει ήδη, ποιοι, εμείς, ένα τσούρμο δεκάχρονα με σινεφιλική εμπειρία συνολικά 10 ταινιών, την σπουδαιότερη «αξιονμουβιά» όλων των εποχών.

Και μια από τις ταινίες της ζωής μας, ασφαλώς. Για την οποία θα μιλάμε 30-40 χρόνια μετά, θα μνημονεύουμε ατάκες της στις μεταξύ μας συζητήσεις, ενώ κάποιοι, ίσως πιο τυχεροί, μπορεί κάποια στιγμή να κάτσουν έως και να γράψουν δυο λόγια γι’ αυτή. Ποπ κουλτούρα είναι αυτή. Και ποπ κουλτούρα στην καλύτερη δυνατή της έκφανση.

Γιατί είναι όμως τόσο σημαντική αυτή η ταινία; Και γιατί την θυμόμαστε σήμερα, ακριβώς 35 χρόνια μετά την πρώτη της προβολή; Ορίστε μερικοί πρόχειροι λόγοι:

Η ταινία ξεκινάει με την σπουδαιότερη, ίσως, εναρκτήρια σεκάνς όλου του genre: ένα ελικόπτερο να πλησιάζει από τον ορίζοντα, την επιβλητική μουσική του Alan Silvestri να παιανίζει στο βάθος (ειρήσθω εν παρόδω, το soundtrack της ταινίας συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 10-15 καλύτερα της δεκαετίας του ΄80) και τους χαρακτήρες, έναν προς έναν, να βγαίνουν από το ελικόπτερο, επιβλητικοί και πελώριοι, σαν γίγαντες της Marvel, αλλά χωρίς την «πλαστικούρα» των ηρώων κόμικ. Και στο τέλος, αφού έχουν βγει όλοι από το ελικόπτερο, ένας αναπτήρας φωτίζει το εσωτερικό του, γνωρίζοντάς μας τον Dutch, δηλαδή τον Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ, να καπνίζει το πούρο του.

Από την σκηνή αυτή κιόλας, από τα 56 πρώτα δευτερόλεπτα, ο σκηνοθέτης Τζον ΜακΤίρναν μας έχει πιάσει ήδη από τον λαιμό και μας έχει ρίξει κάτω, με κινηματογραφικούς όρους. Και εκεί που λες μέσα σου «τώρα θα χαλαρώσω», όχι, δεν σε αφήνει σε χλωρό κλαρί, γιατί μέσα στο επόμενο λεπτό ακολουθεί η σπουδαιότερη χειραψία στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά –το απόλυτο meme. Δηλαδή, η συνάντηση του Dutch με τον Dillon (του τεράστιο Carl Weathers), τον «άνθρωπο που έχει γίνει γραφειοκράτης και κωλοβαράει», όπως λέει ο Dutch (δηλαδή «you’ve been pushing too many pencils», κατά την αμερικανική αργκό).

O ΜακΤίρναν δεν σταματάει εδώ: στην συνέχεια τους βάζει όλους ξανά στο ελικόπτερο προτού τους πετάξει στην ζούγκλα και μέσα εκεί φτιάχνει ίσως την καλύτερη σκηνή σε ταινία δράσης που έχει γυριστεί με υπέρυθρο φωτισμό. Επτά τύποι που κάνουν καζούρα ο ένας στον άλλον, βάφονται (στην περίπτωση του αυτόχθονα αμερικανού στην καταγωγή Billy, δηλαδή τον εξαιρετικό ηθοποιό Sonny Landham) με τα χρώματα της φυλής τους πριν βγουν στην μάχη, τον Hawkins να λέει σεξιστικά αστεία, τον Jesse Ventura να καυχιέται για το πόσο «σεξουαλικός τυραννόσαυρος» είναι και μετά να φτύνουν ο ένας στα παπούτσια του άλλου. Και όλα αυτά ακούγοντας στη διαπασών το «Long Tall Sally» του Little Richard.

Στη συνέχεια, οι μνημειώδεις ατάκες πέφτουν «βροχή»: ο Ventura τραυματίζεται και ενώ αιμορραγεί, λέει στον κολλητό του, τον Duke, «I ain’t got time to bleed». Μετά ο Dutch σκοτώνει κάποιον καρφώνοντας ένα μαχαίρι στο στήθος του και του λέει «stick around», δηλαδή «μην κουνηθείς». Ο Hawkins κάνει ένα καταπληκτικό αστειάκι που αφορά το αναπαραγωγικό σύστημα της κοπέλας του και ο Billy βάζει τα γέλια, αυτό το τρανταχτό γέλιο που είναι σήμα κατατεθέν του και τότε είναι που κάνει την εμφάνιση του ο Predator για πρώτη φορά στην οθόνη μας.

Σοκ από την πρώτη τρίχα του κεφαλιού μέχρι τον τελευταίο πόρο της πατούσας.

Παρακολουθούμε από το σημείο εκείνο τον «Κυνηγό» και όλα του τα χούγια: το πώς κατασκοπεύει τους αντιπάλους του, το πώς κρύβεται σαν χαμαιλέοντας ανάμεσα στη ζούγκλα, το πώς επιλέγει τα θύματά του (μόνο όσα είναι οπλισμένα, δεν πειράζει τους άοπλους) και τι κάνει με τους νεκρούς που σκοτώνει (μια υπέροχη συλλογή από κρανία-τρόπαια). Επίσης, στο τσακίρ κέφι, ξεκολλάει όλη την σπονδυλική στήλη από ένα πτώμα και την ανεμίζει στον αέρα σαν σημαία. Είναι θεός, πώς να το κάνουμε.

Και τότε έρχεται η, ίσως, σπουδαιότερη σκηνή όλης της ταινίας: ο συγκλονιστικός θάνατος του Ventura (του Βlaine δηλαδή, όπως ονομάζεται ο χαρακτήρας του) και αυτό που ακολουθεί. Δηλαδή η αποψίλωση μερικών εκατοντάδων στρεμμάτων δάσους από το εντυπωσιακότερο όπλο στην ιστορία των όπλων: τον «Ανώδυνο» («the good ol’ Painless», που λέει κάποιος στην ταινία και ορθά αφού αν φας μια και μόνο σφαίρα από αυτόν, έχεις πεθάνει σε dt χωρίς να νιώσεις απολύτως κανέναν πόνο).

Αφού λοιπόν ο Blaine πεθαίνει «με έναν πόνο», αμέσως μετά ακολουθούν τα γεννητούρια του «Ανώδυνου» [αναζητήστε το στο γκουγκλ ως General Electric XM214 Minigun] και, ω φίλε μου, αυτό είναι ψυχαγωγικό σινεμά στα καλύτερά του. Σίγουρα όχι απόλυτα οικολογικό, με τόση ζούγκλα που καταστράφηκε, αλλά σίγουρα ψυχαγωγικό.

Η συνέχεια της ταινίας (γιατί όλα αυτά συμβαίνουν ούτε καν στο πρώτο μισάωρο) είναι τόσο καταιγιστική που για το Predator επινοήθηκε ο «αξιονμουβίστικος» όρο «non-stop thrill ride», δηλαδή δράση, δράση, δράση μέχρι να φτύσεις το γάλα της μάνας σου.

Μέχρι το τέλος, ο Billy, προφανώς κουρασμένος να κυνηγάει κάτι που δεν μπορεί να δει και συμφιλιωμένος με την μοίρα του, παίρνει την ματσέτα του και με έναν άκρως συγκινητικό τελετουργικό τρόπο, χαρακώνει το στήθος του από πάνω μέχρι κάτω, όπως περίπου θα έκαναν και οι πρόγονοί του. Ωραίος τύπος ο Billy, θα μας λείψει.

Αυτός που δεν θα μας λείψει, απεναντίας, είναι ο Dillon που τα έχει κάνει μαντάρα με την CIA, βασικά έχει οδηγήσει τους μισθοφόρους σε παγίδα θανάτου, γι’ αυτό και, πολύ ταιριαστά, προτού πεθάνει από τον Predator, χάνει το ένα του χέρι και δεν βρίσκει και κανέναν στην ζούγκλα να του δώσει ένα χεράκι (βοηθείας). Καλά σαράντα Dillon.

Στο τέλος, μένει ο Σβαρτσενέγκερ να παλεύει μόνος του με τον «Κυνηγό» και εδώ έγκειται και η μαγκιά του όλου σεναρίου που αναγκάζει έναν τύπο όπως ο Dutch, που έχει μάθει να στηρίζεται στα μούσκουλα, τα όπλα, τα μαχαίρια και τα κλωτσίδια, να χρησιμοποιήσει το τελευταίο όπλο που του έμεινε: το μυαλό του. Γιατί όταν έχει απέναντι σου έναν ισχυρότερο αντίπαλο, τον κερδίζεις μοναχά με την εξυπνάδα σου. Μαθαίνεις ότι ο Predator δεν διακρίνει ανθρώπους καλυμμένους με λάσπη; Κάνεις αυτό, ως το last resort της πιθανής σου σωτηρίας.

Μετά του στήνεις παγίδες, τον τραυματίζεις, αυτός αιμορραγεί πράσινο αίμα παντού και εσύ τον αποτελειώνεις με έναν βαρύ κορμό στο κεφάλι και κατόπιν τρέχεις και εσύ προς το ελικόπτερο, όπως είχες σοφά συμβουλέψει προ ολίγων λεπτών και την μοναδική γυναίκα που εμφανίζεται στην ταινία, την εξαιρετική Elpidia Carrillo: «GET TO THE CHOPPA».

Και κάπου εκεί καταλαβαίνεις την σπουδαιότητα της ταινίας αυτής: δεν είναι μια ταινία που αποθεώνει όλη αυτή την κακή ματσίλα της δεκαετίας του ’80. Απεναντίας, είναι ένα φιλμ που, εντελώς υπογειακά, σού λέει ότι: «φίλε, όσο σκληρός και αν είσαι, πάντα θα υπάρχει εκεί έξω κάποιος που θα σε κάνει να νιώθεις αδύναμος και ευάλωτος. Οπότε, καλού κακού, μάθε να χρησιμοποιείς το μυαλό σου και όχι την ωμή βία».