«Ακούστε. Πρέπει να ανοίξουμε τα μάτια μας. Υπάρχουν πάνω από 2 εκατομμύρια παράνομοι μετανάστες που κινούνται σε αυτή την πολιτεία απόψε! Το κράτος ξόδεψε 3 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι, σε υπηρεσίες για αυτούς τους ανθρώπους που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να βρίσκονται εδώ! 3 δισεκατομμύρια δολάρια! Η συνοριακή μας πολιτική είναι ένα αστείο. Οπότε, εκπλήσσεται κανείς που νότια των συνόρων, μας κοροϊδεύουν; Που γελούν με τους νόμους μας; Κάθε βράδυ, χιλιάδες από αυτά τα ανθρώπινα παράσιτα περνούν τα σύνορα σαν να έσκασε μια γαμημένη πινιάτα. Πρόκειται για τη δική σας ζωή και τη δική μου. Πρόκειται για αξιοπρεπείς, σκληρά εργαζόμενους Αμερικανούς που ταλαιπωρούνται επειδή η κυβέρνησή τους νοιάζεται περισσότερο για τα συνταγματικά δικαιώματα μιας ομάδας ανθρώπων που δεν είναι καν πολίτες αυτής της χώρας».

Το παραπάνω δεν είναι μια ομιλία του τέως αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, σε έναν από τους προεκλογικούς του λόγους, το 2016.

Θα μπορούσε κάλλιστα όμως να είναι, έτσι δεν είναι;

Θα μπορούσε κάλλιστα τα παραπάνω λόγια να μην τα λέει στην ταινία American History X ένας ασπρουλιάρης σκίνχεντ με αυταπάτες περί της φυλετικής του ανωτερότητας, αλλά ένας εξίσου ασπρουλιάρης δυνητικός σκίνχεντ με τις δικές του αυταπάτες περί της προσωπικής φυλετικής του ανωτερότητας, μόνο που ο τελευταίος δεν ζει σε μια γειτονία κάπου στην ενδοχώρα των ΗΠΑ. αλλά στο Οβάλ Γραφείο.

Και είναι ο «ηγέτης του ελεύθερου κόσμου», ο «leader of the free world», όπως χαρακτηρίζουν τον Πρόεδρό τους οι Αμερικανοί.

Τα παραπάνω λόγια είναι από μια ομιλία που εκφώνησε ο πρωταγωνιστής του American History X, ο νεοναζιστής Ντέρεκ Βίνιαρντ (ο εκπληκτικός Έντουαρντ Νόρτον, σε έναν υποψήφιο για Όσκαρ ρόλο) στη νεοναζιστική συνομοταξία του πριν επιτεθεί στους (μη λευκούς) υπαλλήλους ενός γειτονικού παντοπωλείου.

Πριν από ακριβώς 25 χρόνια, στις 30 Οκτώβρη του 1998, βγήκε μια από τις ταινίες που θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλους τους μαθητές γυμνασίου και λυκείου μιας πολιτισμένης και ανεκτικής χώρας.

Πριν από ακριβώς 25 χρόνια, το American History X ζωντάνεψε στην μεγάλη οθόνη την πραγματικότητα της «λευκής υπεροχής».

Την ωμή καθημερινότητα των νεοναζιστών που τότε άρχιζαν σιγά σιγά να επωάζονται από το ιδεολογικοκοινωνικό τους «αυγό».

Ποτέ άλλοτε οι κινηματογραφόφιλοι δεν είχαν δει όλες εκείνες τις τρομακτικές λεπτομέρειες της φανερής ή μυστικής κουλτούρας των ρατσιστών νεοναζί σκίνχεντ: τα «πεσίματα», το αίμα, τα σπασμένα κεφάλια, τις τρομακτικές «πατέντες» για την δολοφονία και την εξόντωση των «άλλων» (η σκηνή του πεζοδρομίου εξακολουθεί να προκαλεί ρίγη και ανατριχίλες, ακόμη και σε κάποιον που την βλέπει για νιοστή φορά), τις συνάξεις των νεοναζιστών, τα ξιλίκια, μέχρι και τα μπασκετικά «στοιχήματα» με τους «αράπηδες» αναφορικά με το ποια «κοινότητα» θα κατοικοεδρεύει σε μια συγκεκριμένη περιοχή (την Βένις Μπιτς του Λος Αντζελες, συγκεκριμένα).

Όπως καταλαβαίνετε, το παρόν κείμενο θα (υπερ)τονίσει – όπως και το γενικότερο νόημα της ταινίας – τόσο την σημασία της κοινωνικής παιδείας και την επιμόρφωση που τελικά θα οδηγήσει τον Ντέρεκ στην μετάνοια και την οριστική εγκατάλειψη της ιδεολογίας του μίσους, όσο και στον άκρως προειδοποιητικό ρόλο του όλου αφηγήματος που λειτουργεί ως «φάρος» για το μέλλον: το πώς δηλαδή το φυλετικό μίσος των τελών της δεκαετίας του ’90 εξαπλώθηκε τόσο πολύ και τόσο μαζικά, με την συνδρομή των social media και πλέον αποτελεί αναπόσπαστο μέρος και κομμάτι μέχρι και της πολιτικής ατζέντας και επικοινωνίας ενός δυνητικού προέδρου των ΗΠΑ.

Ενός προέδρου όπως ο Τραμπ ο οποίος (χωρίς, υποθέτουμε, να έχει δει την συγκεκριμένη ταινία) χρησιμοποιήσε προ πέντε ετών σε ένα tweet του σχεδόν verbatim και κατά λέξη τα λόγια που ανέφερε ο Ντέρεκ στην ανωτέρω σκηνή.

«Γελάνε με τους ηλίθιους μεταναστευτικούς μας νόμους», γράφει ο Τραμπ.

«Η συνοριακή μας πολιτική είναι ένα αστείο. Οπότε, εκπλήσσεται κανείς που νότια των συνόρων, μας κοροϊδεύουν; Που γελούν με τους νόμους μας;», λέει ο Ντέρεκ Βίνιαρντ 20 χρόνια πριν την εμφάνιση του Τραμπ.

Είναι σχεδόν εφιαλτικά προφητικό – και προφητικά εφιαλτικό.

Αυτό που δεν προέβλεψε το American History X

Ωστόσο, μέσα στην καθαρότητα των περιγραφών της, δυστυχώς η ταινία έχει κάνει, άθελά της φυσικά, ένα λάθος: έχει παντελώς υποτιμήσει την δύναμη που θα αποκτούσε το φυλετικό και νεοναζιστικό μόρφωμα μέσα στα επόμενα χρόνια.

Λόγου χάρη, στη σκηνή με τον αγώνα μπάσκετ που προαναφέραμε, στα λίγο πιο «αθώα ’90s», ένας αγώνας μπάσκετ μεταξύ μαύρων και νεοναζιστών θα ήταν απολύτως εφικτός (ενδεχομένως).

Σήμερα όμως, φανταστείτε την ίδια σκηνή: ο Κασιδιάρης και ο Λαγός να παίζουν μπάσκετ με τα αδέλφια Αντετοκούνμπο.

Ενα σκηνικό που κινείται στα πλαίσια αν όχι του φαντασιακού, σε αυτά της επιστημονικής φαντασίας.

Για αρχή, δεν υπήρχε περίπτωση να βάλουν καν καλάθι (όπως βάζει η νεοναζιστική ομάδα του Ντέρεκ) και το παιχνίδι θα έληγε άνετα και ανιδρωτί 21-0 για το Γιάννη με τον Θανάση.

Κατα δεύτερον, δεν υπήρχε περίπτωση ένας νεοναζιστής και ένας μαύρος να συνυπήρχαν μέσα σε ένα γήπεδο και να έπαιζαν «μονάκι», αν πρώτα δεν έβγαιναν μαχαίρια και «πεταλούδες» από τα «ορφανά του Χίτλερ».

Οπότε, μέσα σε αυτά τα 25 χρόνια συνέβη το εξής: η νεοναζιστική ιδεολογία ισχυροποιήθηκε και έγινε ακόμη πιο σκληρή και κατά δεύτερον, η παρουσίασή της στην ευρύτερη κουλτούρα και τα ΜΜΕ, την έκαναν τόσο mainstream, ώστε πλέον δεν ενοχλεί τον μέσο «κυρπαντελή», ειδικά όταν αυτός βλέπει καθημερινά το κοινωνικό «ξέπλυμα» των νεοναζιστών διαμέσου της τηλεόρασης και των εφημερίδων.

Οι σεναριογράφοι των «Μαθημάτων Αμερικανικής Ιστορίας» διαχωρίζουν ξεκάθαρα (οπτικά / αισθητικά, μέχρι και μουσικά) τους νεοναζιστές των ’90s από «εμάς τους υπολοίπους».

Ο κουρεμένος γουλί «με την ψιλή» Ντέρεκ φοράει στρατιωτικές μπότες με κόκκινα (ακροδεξιά) κορδόνια και κατόπιν βγάζει την μπλούζα του και δείχνει περήφανα το τατουάζ με την σβάστικα στους μαύρους αντιπάλους του ή στους αστυνομικούς που έχουν σπεύσει να τον συλλάβουν.

Σήμερα, ο αντίστοιχος «Ντέρεκ» μοιάζει πολύ με τον clean cut Κασιδιάρη: δεν ξεχωρίζει όπως η μύγα μέσα στο γάλα, αλλά, πονηρός ων, έχει «ομογενοποιηθεί» μέσα στο κοινωνικό σύνολο, φορώντας κουστούμια και κρύβοντας τα όποια νεοναζιστικά του τατουάζ, προκειμένου να μην αποτελεί απειλή και να μπορεί να κινείται άνετα και δίχως να κινεί υποψίες σε διάφορους χώρους –ακόμη και ιδεολογικά αντίθετος, λειτουργώντας ως «Δούρειος Ίππος» της Ακροδεξιάς.

Το νέο – made in the ’10s – rebranding των νεοναζιστών είναι αξιοσημείωτο σε σημείο που η εικόνα του Ντέρεκ του American History X αποτελεί όχι απλά παρελθόν, αλλά σε λίγα χρόνια ενδεχομένως να αποτελεί μέχρι και… καρικατούρα.

«Δεν νομίζω ότι κάποιος που είδε το “American History X” τη δεκαετία του ’90 πίστευε πραγματικά ότι οι χαρακτήρες αυτοί θα γίνονταν ποτέ mainstream. Στη δεκαετία του ’90, αυτές οι απόψεις ήταν πολύ έξω από το mainstream. Σήμερα, κάποιες από αυτές απηχούνται από τον ίδιο τον Λευκό Οίκο», λέει η Heidi Beirich, διευθύντρια του Intelligence Project στο Southern Poverty Law Center.

Όπως και να’ χει, το American History X φτάνει στο τέλος του (δεν κάνουμε spoiler για να μην χαλάσουμε την εμπειρία της θέασης σε όποια/όποιον δεν το έχει δει ακόμη) σε ένα νόημα και σε ένα επιμύθιο που, όσο κυνικό και αν είναι, είναι η απόλυτη αλήθεια.

Η de facto αλήθεια είναι ότι όποιος σπέρνει μίσος, θερίζει μίσος.

Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες.

Και στην κοινωνία μας δεν ίσχυε (και φυσικά δεν ισχύει στο ακόμη πιο άγριο «σήμερα») ο νόμος της συγχώρεσης, αλλά το βιβλικό «οφθαλμόν αντί οφθαλμού».

Η λευκή και φυλετική υπεροχή υπάρχει εδώ και αιώνες και θα συνεχίσει να υπάρχει.

Και, παρόλο που δεν είναι ωραίο αυτό που θα διαβάσετε τώρα, ενδεχομένως και πρέπει να γίνει το εξής, προκειμένου να βάλουν κάποιοι μυαλό.

Να πάθουν ό,τι και ο Ντέρεκ (και μάλιστα από τους ομοϊδεάτες του, επειδή αμφισβήτησε την προσήλωσή τους στη λευκή υπεροχή!) στο ντουζ μιας φυλακής.

Να βιαστεί και να καταλήξει με ράμματα και μια σκισμένη περηφάνια, προκειμένου μετά να συναντήσει τον παλιό του καθηγητή Αγγλικών στο σχολείο, τον Σουίνι (τον υποδύεται άψογα ο μαύρος ηθοποιός Έιβερι Μπρουκς), ο οποίος τον ρωτάει όλο νόημα, σε μια από τις σπουδαιότερες σκηνές της ταινίας: «Όλα αυτά τα χρόνια [που ήσουν νεοναζιστής], κατάφερες να κάνεις κάτι που έκανε τη ζωή σου έστω λίγο καλύτερη;»

Ο Ντέρεκ αναστενάζει, κοιτάει το πάτωμα και του απαντάει «όχι». Και εκεί κάπως αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν όλα μέσα στο κεφάλι του.

Και για πρώτη, ίσως, φορά στη ζωή του ο Ντέρεκ Βίνιαρντ αποφασίζει ότι μια προσωπική ιδεολογική και συναισθηματική αλλαγή προς το καλύτερο και ανθρωπινότερο είναι, την ίδια στιγμή, επιθυμητή αλλά και εφικτή.