«Πάντα θα με αγαπάς γιατί αντιπροσωπεύω όλες τις αμαρτίες που εσύ δεν έχεις κάνει».

Όσκαρ Ουάιλντ

Το «Μάτι Που Γυαλίζει», Το «Βλέμμα Που Σκοτώνει», Η «Κακία Προσωποποιημένη».

Δεν είναι πολλοί οι ηθοποιοί εκείνοι που καθιερώθηκαν ως αρχετυπικοί villains – δηλαδή κακοί με γούστο και γοητεία όμως.

Πάρτε για παράδειγμα τον Κρίστοφερ Λι –που τιμής ένεκεν λόγω ηλικίας ανοίγει την αυλαία: μέχρι τα 36 του δεν τον ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας του στο Λονδίνο μέχρι που το 1958 πήρε μια γενναία απόφαση να παίξει σε ένα έργο που αρχικά ο ίδιος είχε απορρίψει, αλλά αναγκάστηκε να δεχτεί να παίξει το ρόλο λόγω έλλειψης ρευστού. Το 1957 η ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής ταινιών Hammer Film Productions του δίνει τον ρόλο του Κόμη Βλάντ Τέπες. Μπίνγκο! Λίγοι είναι αυτοί οι ηθοποιοί που ταυτίστηκαν τόσο πολύ με ένα πρόσωπο που υποδύθηκαν, όσο ο Λι με τον Δράκουλα. Τόσο πολύ που αν δεν έπαιρνε την απόφαση να σταματήσει να παίζει σε ταινίες σίκουελ του Τρανσυλβανού Κόμη, θα έπρεπε να παραλαμβάνει κάθε μήνα το μισθό του σε μπουκάλες αίμα από την κοντινότερη τράπεζα αίματος. Το «Πρόσωπο Του Φου Μαν Τσου» ήταν άλλος ένας ρόλος με τον οποίο ταυτίστηκε –τον βόλευε και η σωματοδομή του βέβαια: 1.97 ύψος, λιγνός, φάνταζε ως ένας σχεδόν ιδανικός απόγονος από κάποια Φινοτατταρική φυλή. Με την έλευση του 1970 ο Λι είχε κουραστεί με την τυποποίηση αυτή και οι σειρήνες του Χόλιγουντ τον κάλεσαν κοντά τους. Οι Τρεις Σωματοφύλακες, Η Ιδιωτική Ζωή Του Σερλοκ Χολμς και πάνω απ’όλα ο ρόλος του ως Σκαραμάνγκα στη σειρά ταινιών του Τζειμς Μποντ συντήρησαν τον μύθο του γοητευτικού κακού χωρίς να τσαλακώσουν την εικόνα του ως ηθοποιού που πάνω απ’όλα στη ζωή του έκανε τις σωστές επιλογές, όπως φάνηκε κι από τη συμμετοχή του στον Άρχοντα Των Δακτυλιδιών, υποδυόμενος τον Μάγο Σάρουμαν.

Θέλαμε να… σπάσουμε την τηλεόραση όταν υποδύθηκε τον: εμβληματικό Σκαραμάνγκα στον «Άνθρωπο Με Το Χρυσό Πιστόλι»: Πληρωμένος δολοφόνος που πριν ξεκάνει το υποψήφιο θύμα του, του στέλνει ως προειδοποίηση μια χρυσή σφαίρα, ως ένδειξη της τύχης που θα έχει από το ομοούσιο όπλο του. Κανείς δεν τον έχει δει μέχρι τότε – κι οποίος τον είδε μετά πήγε να συναντήσει τα κυπαρίσσια. Ακόμη κι αν δεν σκότωνε με το πιστόλι, θα μπορούσε άνετα να επιτυγχάνει το ίδιο αποτέλεσμα με το παγωμένο του βλέμμα που περιφέρει εύστοχα σε όλη την ταινία.

Τον Τζέρεμι Άιρονς του αξίζει μια θέση εδώ μέσα μόνο και μόνο για τον ρόλο του στο Die Hard with a Vengeance. Ειδάλλως η εικόνα του ευγενικού, φλεγματικού Άγγλου μέχρι τότε δεν είχε υποστεί καμία φθορά ιδιαίτερα με την συμμετοχή του στην «Ερωμένη Του Γάλλου Υπολοχαγού» στο πλευρό της Μεριλ Στριπ και στην «Αποστολή» πλάι στον Ρομπερτ ΝτεΝίρο, όπου υποδύθηκε έναν Ιησουΐτη ιερωμένο – ένας από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του. Στα θετικά του στοιχεία το ότι κάθε φορά που ενδύεται κι από έναν χαρακτήρα, δεν περιφέρει απλά το σαρκίο του, αλλά κάνει τον ρόλο κτήμα του, μπαίνοντας στο βάθος του – και η υπόκωφη και μεστή φωνή του φυσικά είναι ακόμη ένα στοιχείο του χαμαιλεοντικού υποκριτικού του ταλέντου.

Θέλαμε να… σπάσουμε την τηλεόραση όταν υποδύθηκε τον: τρομοκράτη Simon Gruber στο «Die Hard 3» – αδελφό του δολοφονημένου Hans Gruber τον οποίο είχε υποδυθεί στο πρώτο μέρος με επίσης εξαιρετική κακία ο συμπατριώτης του ηθοποιός Αλαν Ρίκμαν – που επιστρέφει όχι μόνο για να πάρει εκδίκηση από τον Μπρους Γουιλις για τον αδελφό του, αλλά και να αδειάσει όλο τον χρυσό της Γουολ Στριτ βάζοντας βόμβες σε σχολεία και στο Μετρό της Νέας Υόρκης και κρατώντας απασχολημένη όλη την αστυνομική δύναμη της πόλης. Ακολουθώντας την παράδοση της βρετανικής σχολής εκφοράς του λόγου, τα λόγια βγαίνουν με τόση στωικότητα από το στόμα του ακόμη και τις στιγμές που μετατρέπεται σε δολοφόνο, προκαλώντας την απέχθεια των θεατών.

Ο Τζον Μαλκοβιτς ανήκει στην κατηγορία εκείνη που οι συμπατριώτες του ονομάζουν one of a kind – μια κατηγορία από μόνος του κι όλοι οι υπόλοιποι να τον ακολουθούν καταϊδρωμένοι. Ξυρισμένο κεφάλι, βλέμμα που μπορεί να κάνει ακόμη και την πιο πρόστυχη γυναίκα να κοκκινίσει, γλώσσα που αν την δαγκώσει θα πεθάνει από το δηλητήριο που κουβαλάει και μια διόλου ευκαταφρόνητη – για την ηλικία του και τις εγκεφαλικές απαιτήσεις των ρόλων του – σωματική ρώμη συνθέτουν έναν ηθοποιό με υποκριτικές δυνατότητες χαμειλέοντα. Ατίμασε την Μισέλ Φάιφερ και την Γκλέν Κλόουζ στις Επικίνδυνες Σχέσεις, την Τζούλια Ρομπερτς ως Τζέκυλ και Χάιντ στο Mary Reilly και την υπέροχη Κάθριν Κίνερ στο Μυαλό Του Τζον Μάλκοβιτς.

Θέλαμε να… σπάσουμε την τηλεόραση όταν υποδύθηκε τον: Σάιρους “Ιός” Γκρίσομ στο Con Air, έναν κατάδικο που έχει ξεπεράσει προ πολλού την Λεπτή Κόκκινη Γραμμή για την οποία κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου οι ψυχίατροι. Είναι αρκετά έξυπνος για να μην μπλεχτεί σε έναν καυγά σώμα με σώμα, αρκετά παρανοϊκός ώστε να σκοτώνει κατά βούληση, αρκετά δηκτικός και ειρωνικός απέναντι σε οποιονδήποτε, αρκετά χαρισματικός ώστε να είναι αρχηγός μιας ολόκληρης ομάδας όμοιων του κι αρκετά πανούργος ώστε να οδηγήσει με την στρατηγική του τον αντίπαλο στα δικά του εδάφη.

Ο Αντονι «Δόκτωρ Λέκτερ» Χοπκινς έπρεπε από την άλλη να περιμένει μια εικοσαετία μέχρι να καθιερωθεί στις συνειδήσεις των απανταχού κινηματογραφόφιλων. Ηθοποιός με τεράστια ερμηνευτική γκάμα και σεξπηρική υποκριτική παιδεία, στα 43 του υποδύθηκε τον γιατρό του Ανθρώπου Ελέφαντα στην ομώνυμη ταινία του 1980. Μέχρι που ο Τζόναθαν Ντεμ τον επέλεξε για το ρόλο του έγκλειστου σε κλουβί κανίβαλου στην Σιωπή Των Άμνων το 1991. Εκείνη τη χρονιά πολλοί ήταν εκείνοι που αναρωτήθηκαν «Πως είναι δυνατό ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος να είναι συνάμα τόσο κακός;» Διάσημος τόσο για τις γαστριμαργικές του επιλογές, όσο και την προτίμηση του στο σούσι – θυμηθείτε την σκηνή με τον Ρέι Λιοτα στο Χανιμπαλ – κάθε φορά ανέβαζε τον πήχη της διαστροφής όλο και πιο ψηλά. Ονομαστός για το ξυραφένιο του μυαλό, ένα μυαλό πιο κοφτερό ακόμη κι από τα μαχαίρια με τα οποία τεμάχιζε τα θύματα του. Περίφημος για την ψυχραιμία του με την οποία συνδύαζε διασκέδαση και “δουλειά”. Έχει περάσει το Σημείο Χωρίς Επιστροφή εδώ και πολύ καιρό…

Θέλαμε να… σπάσουμε την τηλεόραση όταν υποδύθηκε τον: Δόκτωρ Λεκτερ στην τριλογία The Silence of the Lambs / Hannibal / Red Dragon. Η σκηνή της απόδρασης στην Σιωπή, όπου συλλαμβάνει έναν φρουρό, του γδέρνει το πρόσωπο και το φοράει ως μάσκα προκειμένου να διαφύγει, οδήγησε πολύ κόσμο είτε να αποχωρήσει από το σινεμά.

No Heroes, just Villains

Ένα ατύχημα με αεροπλάνο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου όχι μόνο δεν στάθηκε μοιραίο για τον Γουόλτερ Τζακ Πάλανιουκ, πρώην ανθρακωρύχο και επαγγελματία μποξέρ, αλλά τού θεώρησε και το διαβατήριο για το Χολιγουντ. Στην Πόλη Των Αγγέλων μετά από αλλεπάλληλες πλαστικές επεμβάσεις, ο Τσακ Πάλανς κατόρθωσε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές του ’60 να επιβάλλει την κινηματογραφική του περσόνα του. Με ρόλους κακού σε ταινίες όπως Sudden Fear και Shane ο Παλανς κέρδισε τις πρώτες υποψηφιότητες του για Όσκαρ Δεύτερου Ανδρικού Ρόλου, υποδυόμενος τον μισογύνη άντρα που συμπεριφέρεται στις γυναίκες σαν σκουπίδια –και συν τοις άλλοις είναι και περήφανος γι’ αυτό. Τα στενά του μάτια, τα λεπτά χείλη και τα έντονα ζυγωματικά του –όλα αποτέλεσμα του ατυχήματος που λέγαμε – έκαναν τους θεατές να αναρωτιούνται αν το μειδίαμα που σχηματιζόταν κάθε φορά στο πρόσωπο του συγκάλυπτε μια κρυμμένη ειρωνεία απέναντι σε όλη την κοινωνία εν γένει. Στη δεκαετία του 1980 έκανε σποραδικές εμφανίσεις σε ταινίες όπως Bagdad Cafe (1987), Young Guns (1988), Batman (1989) και κυρίως το Τι Έκανες Μπαμπά Στην Αγρία Δύση, με το οποίο κέρδισε το πολυπόθητο Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου το 1991.

Θέλαμε να… σπάσουμε την τηλεόραση όταν υποδύθηκε τον: κακοποιό Ουίλσον στο γουέστερν Shane. Κατεβαίνει από το άλογο του με μεφιστοφελικές διαθέσεις και μια στραβοχυμένη έκφραση στο πρόσωπο του προκειμένου να αντιπαρατεθεί απέναντι στον Αλαν Λάντ, που υποδύεται τον ήρωα του τίτλου της ταινίας.

Ο Λι Βαν Κλιφ θα μπορούσε κάλλιστα να πολιτογραφηθεί Ιταλός, αφού πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην γείτονα χώρα γυρίζοντας σπαγκετι γουέστερν. Αποτέλεσε το πρότυπο για πολλούς villains έκτοτε και μέχρι το 1989 που πέθανε σε ηλικία 64 χρόνων οι περισσότεροι ρόλοι κακών σε ταινίες που εξυμνούσαν την αμερικανική ύπαιθρο έφεραν το όνομα του στην ούγια. Έγινε σύνθημα σε ανδρικά στόματα, ήρωας σε κόμικς της παιδικής μας ηλικίας, ακόμη και στίχος σε τραγούδι των Ημισκουμπρίων. Στο Death Rides A Horse υποδύεται έναν νεαρό που αναζητά την συμμορία που σκότωσε τους γονείς του και στο God’s Gun σε διπλό ρόλο, αυτόν του ιερέα που υπερασπίζεται το χωριό του από την εισβολή των mariachi και του δίδυμο αδελφού του που αναζητά εκδίκηση και θέλει να τον ξεκάνει. Αυτοί είναι σχεδόν οι μοναδικοί του καλοί και αγαθοί ρόλοι…

Θέλαμε να… σπάσουμε την τηλεόραση όταν υποδύθηκε τον: Κακό στο Ο Καλός, ο Κακός κι ο Άσχημος στο πλάι του Κλιντ Ιστγουντ –Καλού και του Άσχημου Ηλάι Γουάλας. Ολιγόλογος, τυπικός, ακριβής – στο πιστόλι – με λίγα λόγια κάκιστος.

Τρελό τζάνκι Sid Vicious και μέλος της σημαντικότερης πανκ μπάντας στο Sid And Nancy, αποδιοπομπαίος τράγος Lee Harvey Oswald στο JFK, ο πιο τρυφερός και καλός Κόμης Δράκουλας της οθόνης στο Dracula και παρανοϊκός μουσουργός Ludwig Von Beethoven στο Αθάνατη Αγαπημένη, είναι μερικά από τα ιστορικά πρόσωπα που έχει ενσαρκώσει ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, ο Γκαρι Λεοναρντ Ολντμαν. Ο γεννημένος στο Λονδίνο ηθοποιός επιλέγεται από τους σκηνοθέτες που θέλουν το 100% κυρίως γιατί ακολουθεί τις μεθόδους του Actors Studio: σκληρή δουλειά, διείσδυση στα πιο βαθιά στρώματα του εκάστοτε ρόλου και μια ερμηνεία που απλά κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να την κάνει να φανεί πιο παθιασμένη γι’αυτό και αδικείται τα μαλα όταν επιλέγεται αποκλειστικά και μόνο για ρόλους ψυχοπαθών ή κατά συρροή δολοφόνων. Όχι ότι δεν δίνει κι ο ίδιος δικαιώματα με την συμπεριφορά του: έχει συλληφθεί δις για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ – την μια με τον κολλητό του Κιφερ Σαδερλαντ το 1991 – και έχει περάσει σχεδόν ένα χρόνο της ζωής του στους Ανώνυμους Αλκοολικούς προσπαθώντας να πετάξει το μικρόβιο του οινοπνεύματος από πάνω του.

Θέλαμε να… σπάσουμε την τηλεόραση όταν υποδύθηκε τον: Σαδιστή δεσμοφύλακα των φυλάκων του Αλκατραζ στο Murder in the First και ασφαλώς τον σαλεμένο Norman Stansfield στο Leon, κυρίως για το θράσος του να σκοτώνει γυναικόπαιδα τραγουδώντας Μπετόβεν –στα πρότυπα του Μαλκολμ ΜακΝταουελ στο Κουρδιστό Πορτοκάλι. Η αρχική κόπια του φιλμ, αυτή που εμείς είδαμε στην Ελλάδα, αποσύρθηκε από τις αίθουσες στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και αντικαταστάθηκε από μια άλλη μικρότερη κατά 25 λεπτά, επειδή θεωρήθηκε υπερβολικά βίαιη για το αμερικανικό κοινό.