Η κυκλοφορία του Εξορκιστή το 1973 έμελλε να διασαλεύσει την ψυχαγωγία των απανταχού κινηματογράφων της δεκαετίας του ‘70. Η ταινία προξένησε τον πανικό πολλών θεατών της δεκαετίας του ’70 δημιουργώντας τη φήμη της πιο τρομακτικής ταινίας που έχει αποτυπωθεί ποτέ σε φιλμ. Μια φήμη που εντάθηκε, όταν η αύρα της κατάρας συνδέθηκε με τους πρωταγωνιστές της ταινίας που έκτοτε είχαν να αντιμετωπίσουν μια σκοτεινή δύναμη στη καθημερινή τους ζωή.

Μπορεί τα προηγούμενα να οφείλονται στην αθωότητα του κοινού σε ένα κινηματογραφικό είδος που θα διογκωνόταν τα επόμενα χρόνια. Σε εμπορικές τακτικές του στούντιο να ερεθίσουν την περιέργεια του κοινού: όπως στην ταινία ο ορθολογισμός βουτιέται σε ένα μακρόσυρτο ύπνο, την ίδια ώρα οι θεατές θέλουν να βρουν κάτι πέρα από τον λογικό κόσμο που τους περιβάλλει. Η ταινία καταφέρνει το στοίχημα του σοκ και της υπονόμευσης της ασφάλειας του θεατή και ίσως κομίζει κάτι ακόμα: ένα υπαρξιακό δράμα στην καρδιά του τρόμου.

Ένα μικρό κοριτσάκι, γόνος μιας διάσημης χωρισμένης ηθοποιού, ζει μια φυσιολογική ζωή μέχρι τη στιγμή που ο δαίμονας Pazuzu εισέρχεται στο σώμα της για να το διεκδικήσει σύμφωνα με τα ανίερα σχέδιά του. Η μεγαλούπολη της Νέας Υόρκης του  ’70 μετατρέπεται στο μέρος όπου πανάρχαιες σκοτεινές δυνάμεις αναβιώνουν και προκαλούν την αντίδραση της καθολικής εκκλησίας να τις καταπολεμήσουν με τη μοναδική μέθοδο που υπάρχει για την περίσταση: τον εξορκισμό.

Το άλλοτε γαλήνιο πρόσωπο της Linda Blair αρχίζει να μεταμορφώνεται σε μια ζοφερή μάσκα από την οποία εκπέμπονται ακατανόμαστες βρισιές και κατάρες. Είναι το τέλειο παράδειγμα για την άλωση της αθωότητας από κάτι που ενεδρεύει μονίμως στα σκοτεινά, περιμένοντας ίσως και για αιώνες την κατάλληλη στιγμή: το απόλυτο κακό. Μπορεί να ιδωθεί ως ένα αντιδραστικό σχόλιο στην σεξουαλική αφύπνιση ή ένας θρίαμβος των  καταπιεσμένων ενστίκτων;

Η Linda Blair ως δαιμονισμένη Regan McNeil.

Όσο η πρωταγωνίστρια εισέρχεται βαθύτερα στον λαβύρινθο της δύναμης που την κατέχει και εξαφανίζεται στα μπουντρούμια της μοχθηρότητάς του, το κακό υπερνικά στη μάχη τόσο με το παιδί όσο και με την ίδια την πόλη. Προϊόντος του χρόνου, η πνιγηρή αίσθηση γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Το αρχέγονο κακό αρχίζει να τυλίγει την πόλη: μια αδιόρατη προνεωτερική δύναμη που θέλει να τινάξει τις ορθολογικές βεβαιότητες, να σιγήσει τους αρνητές του Θεού, να σβήσει τα φώτα που άναψε ο Διαφωτισμός.

Είναι εκεί, στις τελευταίες σκηνές του έργου, όπου οι ομηρικές προσπάθειες των εξορκιστών σκοντάφτουν σε μια γιγάντια πόρτα πίσω από την οποία το κοριτσάκι είναι φυλακισμένο. Στην έσχατη μάχη οι βεβαιότητες θρυμματίζονται και από τα συντρίμμια τους προβάλλουν υπαρξιακά κατηγορώ.

H ταινία εστιάζει παράλληλα, την ίδια ώρα που το κακό γιγαντώνεται στον αντιθετικό του πόλο: στη ζωή του Έλληνα Καρρά. Ένας καθολικος ιερέας, με σπουδές στην ψυχολογία που αφιέρωσε τη ζωή του στην ιεροσύνη σε βάρος μιας σπουδαίας καριέρας.

Οι επαγγελματικές επιλογές που έκανε στη ζωή τον καθιστούν ανίκανο να βοηθήσει την ψυχορραγούσα μητέρα του (την οποία υποδύεαται έξοχα η Βασιλική Μαλλιαρού), να βρει τις κατάλληλες συνθήκες για την ίασή της. Η μητέρα πεθαίνει και η μορφή της αρχίζει να τον κατατρύχει: είναι στη σκηνή του ονείρου που ενώ μπορεί να την ξανασυναντήσει, η νεκρή της φιγούρα παραμένει για πάντα φευγαλέα όπως και στην πραγματικότητα.

H Βασιλική Μαλλιαρού ως μητέρα του Πατέρα Καρρά.

Οταν καλείται να βοηθήσει στον εξορκισμό γύρω απο τον οποίο φαινομενικά επικεντρώνεται η ταινία, η μάχη που πρέπει να δώσει δεν περιορίζεται ενάντια στο δαιμονικό στοιχείο, αλλά κυρίως με τον εαυτό του και τις επιλογές του σε σχέση με το Θεό.

Στο υπαρξιακό του δράμα η διελκυνστίδα τεντώνεται απο τη μια πλευρά στην αποστολή που έχει ταχθεί ψυχή και τε σώματι : να προασπίσει το καθήκον του στο Θεό και από την άλλη το σχοινί βρίσκει σθεναρή αντίσταση στην αμφιβολία που εμφιλοχωρεί μέσα του: από το γεγονός πως η πίστη του δεν βοήθησε στις κρισιμότερες στιγμές της ζωής του. Στον θάνατο της μητέρας ο Θεός ήταν απών.

Στο τέλος, η επιλογή που προκρίνει, όσο εφιαλτική και αν φαντάζει, του δίνει διέξοδο στο βασανιστικό ερώτημα αν ο σκοπός, στον οποίο αφιέρωσε τη ζωή του άξιζε πραγματικά. Και αυτό επιτυγχάνεται μέσω της θυσίας: ο εξαγνισμός μπορεί να επέλθει μόνο με την καταδίκη της αμφιβολίας. Το κοριτσάκι επιστρέφει πίσω από την κόλαση, η ζωή εμφυσείται πάλι μέσα της και το χρώμα της επανέρχεται. Μαζί και η Νέα Υόρκη καλωσορίζει το φως του ηλίου.

Μπορεί ο Εξορκιστής να ιδωθεί και σαν δραματική ταινια; Μια ταινία τρόμου που κυοφορεί στα σπλάχνα της μια τραγωδία η οποία δίνει εν τέλει τη λύση στο σκότος που τείνει να θριαμβεύσει; Ο Εξορκιστής είναι ένα κινηματογραφικό έργο που πάντα θα κουβαλάει θαυμαστικά έκπληξης και ίσως βαθύτερα ερωτήματα που κρύβονται πίσω απο το σοκ.

H Linda Blair, o Max von Sydow (ως Father Merin) και ο Jason Miller (ως Father Karras) σε μια από τις πιο εμβληματικές σκηνές της ταινίας.