Ο Οσκαρικός σκηνοθέτης, Κένεθ Μπράνα (“Belfast”) κάνει την τρίτη του προσπάθεια μεταφοράς βιβλίου της θρυλικής Άγκαθα Κρίστι μετά το “Έγκλημα στο Όριον Εξπρές” και το “Έγκλημα στον Νείλο”. Αυτή τη φορά το “Πάρτυ” του 1969 διασκευάζεται με τον Μάικλ Γκριν να υπογράφει το σενάριο. Ο Βρετανός σκηνοθέτης παίρνει και τον ρόλο του πρωταγωνιστή – ντεντέκτιβ που καλείται να φέρει εις πέρας την πιο δύσκολη αποστολή της καριέρας του. Μία διαδρομή στο απόκοσμο. Μία σύνδεση με το μεταφυσικό κι ένα αίνιγμα για δυνατούς λύτες, που προφανώς καλείται να εξιχνιάσει δίνοντας λύση ο Ηρακλής Πουαρώ.

Στην μεταπολεμική Βενετία το 1947 ο ήρωας μας έχει πάρει την μεγάλη απόφαση να “αποστρατευτεί” και να ζήσει ήρεμα δίχως μεγάλες συγκινήσεις το υπόλοιπο της ζωής του. Όπως συνηθίζεται όμως όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει. Η Αριάδνη Όλιβερ θα τον επισκεφτεί και τον προ(σκ)αλέσει σε μία ιδιότυπη συνάντηση – τελετή. Ο ίδιος είναι σκεπτικός, επιφυλακτικός. Από τη στιγμή που όμως θα πει το ναι, αντιλαμβανόμαστε πως η δράση ξεκινάει. Αναμένουμε το αναπάντεχο που θα λειτουργήσει ως το έναυσμα για την απογείωση της αδρεναλίνης. Αυτό δε θα αργήσει να έρθει κι ο “επιθεωρητής” δε θα έχει πλέον επιλογή.

Ένας φόνος θα παίξει τον ρόλο της κινητήριας δύναμης για το ξεδίπλωμα της πλοκής. Το διάλειμμα ολοκληρώνεται και με την εμπειρία, την οξυδέρκεια και τη διορατικότητά του καλείται να βρει λύση στο αίνιγμα, ξετυλίγοντας τον μίτο της Αριάδνης. Το σκηνικό σκοτεινιάζει. Γίνεται τρομακτικό. Βοηθάει πολύ το γεγονός, ότι τα γυρίσματα μοιράστηκαν μεταξύ της Βενετίας και των Pinewood Studios του Λονδίνου. Καταιγίδα στα όρια της “θεομηνίας”, ακόμα κι ο καιρός συνηγορεί στο dark σκηνικό που δημιουργείται. Οι ευθύνες γίνονται μπαλάκι και κανείς δεν έχει την ηρεμία να σκεφτεί ψύχραιμα. Είναι τόσα πολλά τα γεγονότα που εντείνουν το ενδιαφέρον, αλλά δε φαίνονται στην κεντρική σκηνή, εκεί που διαδραματίζονται τα γεγονότα.

Ο Μπράνα δημιουργεί δύο επίπεδα αφήγησης και βάζει σε περαιτέρω σκέψη τον θεατή, που σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενά του έργα, είναι πολύ πιθανό να μη γνωρίζει το τέλος. Έχει το πλεονέκτημα επομένως να “παίξει” μαζί του, να τον “βασανίσει”, μέχρι να τον λυτρώσει. Με ένα καστ υψηλών προδιαγραφών και διευθυντή φωτογραφίας τον Έλληνα Χάρη Ζαμπαρλούκο ζωντανεύει μία ιστορία που για αρκετούς είχε ξεχαστεί και τους περισσότερους παρέμενε άγνωστη. Αυτή η διαδικασία έχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν υπάρχει ακροβασία και περιττή πληροφορία. Τα 103΄αποτελούν την ιδανική διάρκεια για να ειπωθούν όλα με σαφήνεια.

Σε μία Βενετία που δε θυμίζει το σημερινό τουριστικό θέρετρο. Σε μία πόλη που έχει βγει από έναν Παγκόσμιο Πολέμο κι ανήκει στην πλευρά των ηττημένων Ιταλών. Το μυστήριο που αναπτύσσεται στους δρόμους της και πάνω απ΄αυτούς σε ένα μη ορατό συμπάν προκαλεί τα συναισθήματα. Μοιραία αναρωτιόμαστε, πού θα φτάσει η καμπύλη της κορύφωσης; Ο χρόνος τρέχει και στην μάχη μαζί του ελάχιστοι βγήκαν νικητές. Θέλεις να τον ελέγξεις, αλλά δεν μπορείς. Προσπαθείς να προγραμματίσεις, αλλά κάτι δεν έχει κάνει καλά. Ο Μπράνα δίνει μέσα από την μεταφορά του αυτή και μία υπαρξιακή διάσταση, καθώς εκτυλίσσεται η περιπέτειά του.

Το “Μυστήριο στη Βενετία” είναι το πιο πετυχημένο εγχείρημα της άτυπης τριλογίας του σκηνοθέτη. Ως ένας φόρος τιμής στην Άγκαθα Κρίστι κι ως μία πράξη προσωπικής ολοκλήρωσης, καθώς έργα που λάτρεψε ως αναγνώστης τους δίνει σκελετό και να μεταφέρει στη λατρεμένη του μεγάλη οθόνη. Πόσα πρόσωπα μπορεί να έχει ένας άνθρωπος και πόσο δύσκολο είναι να γλιτώσεις από την μοίρα που έχει χαράξει τον δρόμο σου κι εσύ απλά τον περπατάς; Η ταινία της εβδομάδας ως μία επιλογή απόδρασης και λιγότερο περισυλλογής.