Αποτελεί σίγουρα μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες σκηνές στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά: ένας άντρας, μια γυναίκα και ένα παγκάκι με θέα την γέφυρα του Μπρούκλιν.

Είναι η πιο χαρακτηριστική σκηνή του «Manhattan» —και αυτή που κόσμησε την αφίσα της ταινίας, όταν βγήκε στις αίθουσες στα τέλη Απριλίου του 1979 (18 Απριλίου η πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη, 25 του ίδου μήνα η διανομή του φιλμ στους κινηματογράφους ανά την αμερικανική επικράτεια και λίγες ημέρες αργότερα η προβολή του στις Κάννες εκείνης της χρονιάς).

Το σενάριο της —ένα από τα πλέον απλά αλλά διόλου απλοϊκά που έγραψε ποτέ ο Αλεν — περιστρέφεται γύρω απ’ το χαρακτήρα του Αϊζακ Ντέιβις, ενός 42χρονου σεναριογράφου, ο οποίος αποφασίζει να παρατήσει τη δουλειά του προκειμένου να κυνηγήσει το όνειρό του ως συγγραφέας.

Στα πλαίσια της κρίσης (μέσης ηλικίας;) που παθαίνει, παρατάει και την 17χρονη ερωμένη του, την Τρέισι (η γοητευτική Μάριελ Χέμινγουεϊ), που του προσφέρει συναισθηματική σταθερότητα για να κυνηγήσει την ερωμένη του παντρεμένου καλύτερού του φίλου, τον χαρακτήρα που υποδύεται η Νταϊάν Κίτον.

Ανάμεσα στα υπόλοιπα «ατού» της ταινίας συγκαταλέγονται η υπέροχη χρήση της μουσικής του Τζορτζ Γκέρσουιν από τη «Γαλάζια Ραψωδία» και η καταπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία του Γκόρντον Ουίλις, όπως ξεκινάει από τα πλέον χαρακτηριστικά στέκια της «πόλης που δεν κοιμάται ποτέ» και καταλήγει – πού αλλού; – σε ένα παγκάκι με θέα την γέφυρα του Μπρούκλιν.

Manhattan

Η ανήλικη ερωμένη

Και επειδή η ζωή μιμείται το σινεμά (ή μάλλον… το αντίστροφο), μόλις πριν μερικά χρόνια έγινε γνωστό πως την εποχή που γυριζόταν η ταινία, στα τέλη του 1978, ο Αλεν διατηρούσε όντως σχέση με μια ανήλικη κοπέλα.

Η, 63χρονη σήμερα, Μπάμπι Κριστίνα Ενγκελχαρντ, τέως μοντέλο, ισχυρίστηκε πριν μερικά χρόνια ότι στα 17 της είχε σχέση με τον Γούντι Άλεν και μάλιστα εν γνώσει της Μία Φάροου, με την οποία όπως λέει έκαναν… και ερωτικό τρίγωνο.

Η Ενγκελχαρντ είπε πως πλησίασε μόνη της τον Αλεν και του έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου της, κάτι που οδήγησε σε μια σχέση οκτώ ετών με τον σκηνοθέτη. Αν και ο Άλεν δεν ζήτησε να μάθει ποτέ την ηλικία της, του είχε πει – σύμφωνα πάντα με την ίδια – ότι ήταν ακόμα μαθήτρια στο γυμνάσιο στο Νιου Τζέρσι.

«Αυτό που με έκανε να μιλήσω είναι ότι σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να δώσω μια πλευρά του θέματος», δήλωσε η Ενγκελχαρντ. «Δεν θέλω να του επιτεθώ και δεν το κάνω για να τον μειώσω. Μιλώ για την ιστορία αγάπης μου. Αυτό που με έκανε αυτή που είμαι σήμερα. Δεν μετανιώνω», λέει.

Η Ενγκελχαρντ αποκάλυψε και λεπτομέρειες για τη σχέση που υποστηρίζει ότι είχαν, λέγοντας πως αυτά τα οκτώ χρόνια αυτή και ο Γούντι Άλεν συναντήθηκαν μόνο στο διαμέρισμά του και ποτέ δεν μίλησαν για τις ταινίες του.

Περίπου ένα χρόνο μετά την έναρξη της σχέσης τους, αποκάλυψε ότι ο Άλεν άρχισε να φέρνει στο σπίτι δύο «όμορφες, νεαρές κυρίες» για ερωτικά τρίγωνα, ενώ τέσσερα χρόνια μετά, ο σκηνοθέτης δεν δίστασε να γνωρίσει το μοντέλο και στη σύντροφό του και ηθοποιό Μία Φάροου.

Το πρώην μοντέλο αποκάλυψε επίσης πως συμμετείχε σε ερωτικές συνευρέσεις μαζί τους επειδή φοβόταν πως αν δεν το έκανε κινδύνευε να τον χάσει.

H αμφιλεγόμενη γοητεία του “Manhattan”, 45 χρόνια μετά

Υπάρχει μια υπέροχη ιστορία ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αναφορικά με την ταινία.

Το πάρτι της πρεμιέρας της ταινίας πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1979 στο Μουσείο Whitney – μια εκδήλωση στην οποία προσήλθαν η Μάρθα Γκράχαμ, ο Πολ Σάιμον, η Λίλιαν Χέλμαν, ο Κερτ Βόνεγκατ, ο τενίστας Βίτας Γερουλάιτις και άλλα μέλη της υψηλής κοινωνίας της αμερικανικής πόλης.

Στο πάρτι αυτό λοιπόν, μια ομάδα καλεσμένων συζητούσε φωναχτά για την απίθανη, κατά τη γνώμη τους, υπόθεση της ταινίας: Θα μπορούσε πραγματικά κάποιος στα 42 του χρόνια να έχει μια κανονική σεξουαλική / ερωτική σχέση με μια 17χρονη;

Σε αυτό το σημείο μια 24χρονη γυναίκα που έχει ακούσει τη συζήτηση παρεμβαίνει στο «πηγαδάκι» αυτό λέγοντάς τους:

«Εννοείται πως γίνεται. Όταν ήμουν στην ηλικία της πρωταγωνίστριας, τα είχα με έναν 51χρονο αρχιτέκτονα».

Η Μάριελ Χέμινγουεϊ, που υποδύθηκε την Τρέισι, ουσιαστικά επιβεβαίωσε τα (μερικώς και ενδεχομένως απαράδεκτα για σήμερα) ήθη και έθιμα της εποχής εκείνης.

Στα απομνημονεύματά της που δημοσιεύτηκαν το 2015, είπε ότι μετά την παραγωγή της ταινίας, ο Άλεν της ζήτησε να ταξιδέψει μαζί του στο Παρίσι.

«Οι γονείς μου δεν επρόκειτο να φέρουν αντίρρηση και να πουν: “Λυπάμαι, κ. Άλεν, είστε πολύ μεγάλος για την 17χρονη κόρη μας”. Οπότε, με άφησαν να αποφασίσω εγώ τι θα ήθελα να κάνω», γράφει η Χέμινγουεϊ.

Το ηθικό δίδαγμα και χρήσιμο μάθημα που παίρνουμε από τα δυο αυτά περιστατικά-μαρτυρίες είναι ότι, κατά την δεκαετία του ’70, τα έφηβα παιδιά της εποχής εκείνης στις ΗΠΑ ακόμη οσμίζονταν τις «αναθυμιάσεις» από την σεξουαλική απελευθέρωση που είχε προηγηθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Ήθελαν να έχουν αυτοί τον κύριο λόγο στις αποφάσεις της ζωής τους και γι’ αυτό επέλεξαν να κόψουν τον ομφάλιο λώρο από την γονική συναίνεση και να αποφασίσουν τα ίδια αν θέλουν ή όχι να έχουν μια ερωτική σχέση με κάποιον (πολύ) μεγαλύτερό τους.

Ο πλέον ανώριμος στην όλη υπόθεση δεν είναι η 17χρονη Τρέισι, αλλά ο 42χρονος Αϊζακ.

Γιατί, απογοητευμένος από την τροπή που έχει πάρει η ζωή του, δεν σχεδιάζει το μέλλον του, αλλά προσπαθεί, με άγαρμπο τρόπο, να ξαναγράψει το παρελθόν του.

«Δέκα πράγματα για τα οποία αξίζει να ζει κανείς»

Η ταινία διαθέτει και έναν από τους διασημότερους… αφορισμούς του Αλεν, όταν δια στόματος του «Άιζακ Ντέιβις» αναφέρεται στα 10 πράγματα για τα οποία αξίζει να ζεις:

«Ο Γκράουτσο Μαρξ, ο Γουίλι Μέις, το δεύτερο μέρος της “Συμφωνίας του Δία”, ο Λούις Άρμστρονγκ στο “Potatohead Blues”, φυσικά οι σουηδικές ταινίες, η “Αισθηματική Αγωγή” του Φλομπέρ, ο Μάρλον Μπράντο, ο Φρανκ Σινάτρα, αυτά τα φοβερά μήλα και αχλάδια του Σεζάν, τα καβούρια στου Σαμ Γόου και το πρόσωπο της Τρέισι…»

Ο σκηνοθέτης της την είχε αρχικά απαξιώσει

Εξίσου θρυλική έμεινε και η αντίδραση του σκηνοθέτη όταν την είδε τελειωμένη:

«Αν σ’ αυτό το σημείο της ζωής μου, αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω, δεν θα έπρεπε να μου δίνουν λεφτά για να κάνω ταινίες», είπε ο ίδιος ο Αλεν προτείνοντας μάλιστα στην United Artists να τους κάνει την επόμενη ταινία του… χωρίς αμοιβή (!), με αντάλλαγμα να μην βγάλουν το «Mανχάταν» ποτέ στις αίθουσες.

Tελικά, η ασπρόμαυρη ταινία του, κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Δραματικής Ταινίας και κάμποσα ακόμη κινηματογραφικά βραβεία ανά τον κόσμο, έδωσε στο σενάριο του Αλεν μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, όπως αντίστοιχα και στην Μάριελ Χέμινγουεϊ για την ερμηνεία της στο ρόλο της 17χρονης Tρέισι, ενώ επελέγη από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως «ταινία υψηλής πολιτιστικής σημασίας», εξασφαλίζοντάς της μια θέση στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου.

Η σημαντικότερη, ωστόσο, παρακαταθήκη της ταινίας είναι πως, 45 χρόνια μετά, εξακολουθεί να αποτελεί όχι απλά την δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία του σκηνοθέτη, αλλά και την πιο διεισδυτική κινηματογραφική ματιά του Αλεν στην αγαπημένη του πόλη και αυτή που αρεσκόταν να κινηματογραφεί περισσότερο από κάθε άλλο μέρος στον κόσμο.