Ένας πολυπράγμων καλλιτέχνης που είχε την ευτυχία να γεννηθεί (1940 στην Τεχεράνη) σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αναδείξει τις κλίσεις και το ταλέντο του είναι ο Αμπάς Κιαροστάμι. Σπουδαίος σκηνοθέτης που ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη φωτογραφία. Ένας ποιητής της εικόνας που πήρε τη δύσκολη απόφαση να παραμείνει στο Ιράν μετά την επανάσταση του 1979. Με απλότητα και πρωτοτυπία δημιούργησε πορτραίτα αφανών ηρώων του τόπου του και ταξίδεψε την κουλτούρα και τις ιδιαιτερότητες της τοπικής κοινωνίας σε ολόκληρο τον κόσμο μέσα από το έργο του.

Το 1967 θεμελίωσε το ίδρυμα για την πνευματική ανάπτυξη παιδιών και νέων. Από την πρώτη του ταινία, “Report” (1977) έδειξε πως έχει όλα τα φόντα να αναδειχθεί και να γράψει ιστορία. Βραβείο στο Λοκάρνο, “Πού είναι στο σπίτι του φίλου μου” το 1989 (αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του Κόκερ – “κι η ζωή συνεχίζεται 1992, “Μέσα στους Ελαιώνες” 1994) και καθιέρωση στο παγκόσμιο στερέωμα το 1990 με το “Close-Up”. Ακολούθησε ο Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες το 1997 με τη “Γεύση του Κερασιού” και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στη Βενετία το 1999 με το “Ο άνεμος θα μας πάρει”. Μία διαρκής προσπάθεια δημιουργίας με σαφές πανανθρώπινο πρόσημο.

Αγνωστικιστής που ψάχνει τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης κι υπόστασης σε όλα τα επίπεδα. Υπήρξε ο εγκέφαλος, ο οδηγός του νέου κύματος για το ιρανικού σινεμά. Συνέθεσε και συνδύασε στοιχεία νεορεαλισμού με την πολιτική αλληγορία. Ο ίδιος τόνιζε πως κάθε φιλμ που αγκυροβολεί στην κοινωνία κι ασχολείται με την ανθρωπότητα είναι απαραίτητα πολιτικό. Άνοιξε τον δρόμο για να τον ακολουθήσουν κι άλλοι συμπατριώτες του, σύγχρονοι δημιουργοί, όπως ο μαθητής του Τζαφάρ Παναχί (Κλειστή ΚουρτίναΤaxi), ο Μοχάμεντ Ρασούλοφ (Τα Χειρόγραφα δεν καίγονται, Το Κακό δεν υπάρχει), ο Ασγκάρ Φαραντί (Ένας Χωρισμός, Παρελθόν, Εμποράκος).

Ο Δημήτρης Εϊπίδης έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση για το πρόσωπο και τις ανησυχίες του Κιαροστάμι. Τον προσκάλεσε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου το 1992. Έκτοτε όλα τα έργα του δημιουργού φιλοξενήθηκαν στις σκοτεινές αίθουσες του Ολύμπιον και ο ίδιος ανέπτυξε μία ιδιαίτερη σχέση με την πόλη. Επίσης κάτι τον οποίο τον έκανε πολύ χαρούμενο και τον έδεσε ακόμα περισσότερο με τη διοργάνωση ήταν η έκθεση των φωτογραφιών του στα Φεστιβάλ του 1997 (έγχρωμες) και του 2004 (ασπρόμαυρες) που πίστευε πως θα γοητεύσουν τους θεατές και τους ανθρώπους με ανεπτυγμένο πολιτιστικό αισθητήριο.

Το Μάρτιο του 2016 η μοίρα του επιφύλασσε την πιο δυσάρεστη έκπληξη. Βρέθηκε αντιμέτωπος με την “επάρατη νόσο” και τελικά τελικά κατέληξε λίγους μήνες μετά στις 4 Ιουλίου στο Παρίσι αφήνοντας πίσω του τεράστια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές που λατρεύουν τον Κινηματογράφο. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε γίνει μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. “Ένας πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης”, όπως συχνά χαρακτήριζε τον εαυτό του σε μία διαδρομή που γνώρισε τεράστια απήχηση. Το συνολικό του έργο άλλωστε ξεπερνάει τις 40 ταινίες κι αξίζει ο καθένας μας να το μελετήσει με τη δέουσα προσοχή.