Γνωστή και ως «Η φωνή», η Whitney Houston ήταν πάντοτε προορισμένη να γίνει τραγουδίστρια. Παιδί της Cissy Houston, backing vocalist της θρυλικής Aretha Franklin και του Elvis, η Whitney Houston ξεκίνησε να τραγουδά από παιδί στην εκκλησία πριν κάνει backup φωνητικά για την Chaka Khan στο γυμνάσιο.

Σε ηλικία 19 ετών, λίγο μετά την αποφοίτησή της, υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο με την Arista Records του θρυλικού Clive Davis και έτσι ξεκίνησε όχι μόνο μια ιστορική επαγγελματική καριέρα, αλλά και μια συνεργασία δεκαετιών.

Για τον 90 ετών σήμερα Clive Davis, εκτελεστικό παραγωγό της νέας βιογραφικής ταινίας για την Whitney Houston με τίτλο «I Wanna Dance With Somebody», ήταν υψίστης σημασίας να αποδώσει σωστά την ιστορία της πιο βραβευμένης τραγουδίστριας όλων των εποχών. Ο Davis ήθελε πάνω από όλα να αναδείξει τη Houston ως καλλιτέχνη.

«Οι δύο απόπειρες βιογραφίας που είχαν γίνει στο παρελθόν – μια τηλεοπτική εκπομπή και ένα ντοκιμαντέρ – δεν άγγιξαν πραγματικά το ποια ήταν η Whitney», δήλωσε ο Davis στην πρεμιέρα της ταινίας χθες, Τρίτη, στη Νέα Υόρκη. «Το ντοκιμαντέρ, δε, δεν περιελάμβανε καν μουσική. Ήμουν σοκαρισμένος».

Σε σκηνοθεσία της Kasi Lemmons, σενάριο του υποψήφιου για Όσκαρ Anthony McCarten και με πρωταγωνίστρια τη Naomi Ackie, το «I Wanna Dance With Somebody» έχει σαφή αποστολή την αυθεντικότητα.

«Για μένα ήταν σημαντικό η ταινία να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα με ειλικρίνεια, αυθεντικά, για το ποια ήταν η Whitney», δήλωσε ο Davis, τον οποίο υποδύεται ο Stanley Tucci στην ταινία. «Είτε επρόκειτο για τη σεξουαλικότητά της, είτε για τον εθισμό της, είτε για τον τρόπο με τον οποίο δουλέψαμε μαζί για να βρούμε, να ενορχηστρώσουμε και να παράγουμε τα τραγούδια. Θέλαμε να το κάνουμε σωστά. Θέλαμε να πετύχουμε τη μουσική σωστά, πάνω απ’ όλα».

Όπως συμβαίνει με όλες τις ταινίες αυτού του είδους, το “I Wanna Dance With Somebody” ορίζεται από τα πράγματα που παραλείπει ή σπρώχνει κάτω από το χαλί. Συνήθως, η σκανδαλώδης παράλειψη βασικών, άβολων γεγονότων σε μια βιογραφική ταινία αποτελεί λόγο για κακές κριτικές. Αλλά, στην περίπτωση της Houston, είναι κατά κάποιο τρόπο μια ανακούφιση. Καθώς η ταινία τραβάει τη γραμμική της πορεία μέσα από τη ζωή και την καριέρα της Houston – το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο – το χέρι της σκηνοθέτιδας Lemmons κλείνει το κάδρο γύρω από τις πιο ευάλωτες στιγμές της Houston.

Για την πρωταγωνίστρια της ταινίας, το να υποδυθεί την Houston δεν ήταν το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου. Όπως δήλωσε η ίδια στην πρεμιέρα, «Ήταν σαν να κοιτάζω ένα βουνό και να ξέρω ότι πρέπει να φτάσω στην άλλη πλευρά».

«Αντιμετωπίζουμε τις γυναίκες τραγουδίστριες της ποπ με έναν τρελό τρόπο», δήλωσε η Ackie. «Στον κινηματογράφο, μπορούμε να είμαστε ακτιβιστές και, ταυτόχρονα, voyeurs. Αυτό είναι ένα θέμα που θέλω να θίξω».

Ποτέ δεν είναι σαφές, όπως περιέγραψε η Ackie, αν οι βιογραφίες αυτού του είδους προσθέτουν στη μνήμη των πιο αγαπημένων μας καλλιτεχνών. «Υπήρχε μια πραγματική ανάγκη για εμάς να εξερευνήσουμε το σκοτάδι, αλλά κυρίως να γιορτάσουμε το φως και την επιμονή της Houston. Ως αποτέλεσμα, νομίζω ότι οι συζητήσεις που έγιναν μετά είναι σημαντικές: Τι προκαλεί στους ανθρώπους μια ταινία σαν αυτή; Τι εμπνέει σε όσους αποτέλεσαν μέρος της ζωής και της μουσικής της; Θέλω τέτοιες ταινίες να είναι μια ενεργή επιδίωξη, μια ενεργή εμπειρία».

Το καστ και το συνεργείο μίλησαν επίσης για το πώς η συμμετοχή της οικογένειας της Houston βοήθησε να ζωντανέψει η ιστορία της. Η Lemmons δήλωσε ότι η ύπαρξη «ανθρώπων που την ήξεραν τόσο καλά και είχαν τόσες πολλές αναμνήσεις που ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν» έκανε τη διαδικασία των γυρισμάτων «μια καταπληκτική εμπειρία». Η Ackie πρόσθεσε ότι η οικογένεια της Houston την υποστήριξε και της έδωσε σημειώσεις που έπαιξαν «αναπόσπαστο» ρόλο στην ερμηνεία της.

Η ταινία παρακολουθεί τη Houston στα πρώτα βήματα της καριέρας της, καθώς και στο απόγειο της, υπομένοντας τους προσωπικούς και επαγγελματικούς της αγώνες μέχρι τον πρόωρο και τραγικό θάνατό της σε ηλικία 48 ετών. Η ταινία αναμένεται στις ελληνικές αίθουσες στις 29 Δεκεμβρίου. 

Με στοιχεία από το Variety.