Οι “Κασκαντέρ” είναι άνθρωποι των δύσκολων αποστολών. Εξαιρετικά υποτιμημένοι ως ρόλοι στο σύνολό τους. Ο Ντέιβιντ Λιτς δίνει αυτοβιογραφική χροιά σε αυτήν του την ταινία και προσπαθεί να σηκώσει όσο τον δυνατόν ψηλότερα των υποστηρικτικό τους χαρακτήρα που γίνεται κομβικός για την επιτυχία τεράστιων παραγωγών. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο έμπειρος σκηνοθέτης παίρνει αυτήν την κατεύθυνση. Αυτή τη φορά όμως το πράττει σε μία χρονική συγκυρία που γίνεται λόγος ακόμα και εισαγωγή ως νέα κατηγορία στα Όσκαρ. Άδικά; Μάλλον όχι.

Καταφέρνει με μαεστρία να μην κινηθεί μονοθεματικά αντλώντας πολλά στοιχεία από την ομώνυμη σειρά του ’80. Να κάνει το πρόβλημα κομμάτι ενός blockbuster που η δράση απογειώνεται και η αδρεναλίνη φτάνει στα ύψη ανά τακτά διαστήματα. Ταυτόχρονα παντρεύει στοιχεία ευφυούς χιούμορ και μίας ιστορίας αγάπης που ξεκινάει πολλά χρόνια πριν. Ο “Κασκαντέρ” όπως στους ρόλους στην μεγάλη οθόνη, έτσι ακροβατεί και στην προσωπική του ζωή. Μυστήριο, πάλη εξωτερική, αλλά κυρίως εσωτερική και μικρές νίκες που φανερώνουν τον χαρακτήρα του καθενός, όσο κι αν ο κίνδυνος καραδοκεί έτοιμος να τινάξει τα πάντα στον αέρα.

Κολτ Σίβερς και Τζόντι Μορένο στη σκιά του Τομ Ράιντερ. Ένα τρίγωνο πολύ διαφορετικό από αυτό των “Αντιπάλων” που είδαμε κι αναλύσαμε λίγες ημέρες πριν. Ο Λιτς με την ματιά του αναδεικνύει ταυτόχρονα τους τολμηρούς και τους επιμένοντες που είναι αποφασισμένοι να φτάσουν μέχρι το τέλος (δηλαδή την επίτευξη του σκοπού). Μία αίσθηση αδιεξόδου και μία ακτίδα διαφυγής που δημιουργούν ένα οξύμωρο σχήμα. Όπως και στο “Bullet Train” ο σκηνοθέτης έχει αποφασίσει να μας ταξιδέψει στις ράγες μίας αυτοσχέδιας αμαξοστοιχίας και να μη σταματήσει πριν φτάσει στον τερματικό σταθμό για τον ίδιο. Στο μεσοδιάστημα υπάρχουν μόνο μικρά επεισόδια που απαρτίζουν κομμάτια ενός σύνθετου παζλ που θέλει να αποδώσει και ταυτόχρονα να περάσει ως μήνυμα σε αυτόν που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της οθόνης.

Ο Ράιαν Γκόσλινγκ φωτίζει με τη λαμπερότητά του τον ρόλο του “κασκαντέρ”. Το είχε κάνει αν θυμάστε καλά λίγα χρόνια πριν κι ο Μπραντ Πιτ στο “Κάποτε στο Χόλιγουντ” του Κουεντίν Ταραντίνο. Μετά τον Κεν ως το ιδανικό συμπλήρωμα της “Barbie” της Γκρέτα Γκέργουικ (Πρόεδρος στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών), ο σπουδαίος ηθοποιός δείχνει πόσο κομβικός είναι ένα γεννημένος κασκαντέρ για τις ταινίες και την καθημερινή ζωή. Στο πλευρό του η Έμιλι Μπλαντ, στον ρόλο κλειδί για τη δομή της αφήγησης. Συνθέτουν ένα αναπόσπαστο δίδυμο, ικανό να γεμίζει σκοτεινές αίθουσες και τους θερινούς κινηματογράφους που ανοίγουν τις πύλες τους την Πέμπτη 9 Μάη.

Για τη λύση του μυστηρίου ο δρόμος είναι γεμάτος εμπόδια. Μία εξαφάνιση τινάζει τα πάντα στον αέρα. Για να απολαύσουμε όλα τα επεισόδια οφείλουμε να είμαστε συγκεντρωμένοι σε ό,τι συμβαίνει και ικανοί να διώξουμε τις σκοτούρες για τα 126΄της προβολής. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα έχουμε απολαύσει σε μέγιστο βαθμό όσα θέλει να μας προσφέρει ο δημιουργός. Το ερωτικό στοιχείο μάλιστα δείχνει πως πολλές φορές η απάντηση σε ερωτήματα που φαντάζουν μεγάλα είναι η ίδια η αγάπη.

Με τη ψυχολογία της Ανάστασης, με την ελπίδα να παίρνει και πάλι θέσεις στις ζωές μας και με το βλέμμα σε ένα καλύτερο μέλλον σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ο “Κασκαντέρ” αποτελεί έναν μικρό ύμνο στους αφανείς ήρωες που περνούν από τους τίτλους τέλους, αλλά οι θεατές ήδη έχουν αποχωρήσει συζητώντας για τους προβεβλημένους πρωταγωνιστές. Εδώ βλέπουμε έναν άλλον δρόμο που δεν αποκλείεται σύντομα να ανοίξει νέους ορίζοντες για το Χόλιγουντ που σύντομα θα κληθεί κι αυτό να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που δυναμικά αναπτύσσονται σε παγκόσμια κλίμακα. Πάντα πρωτοπόρος ο Ντέιβιντ Λιτς, δηλώνει παρών και κάνει κεντρικό του ήρωα έναν από τους “πολλούς”…