Το «Grand Budapest Hotel» έχει σημαδέψει την πορεία και την αισθητική μου σχετικά με τον κινηματογράφο και όχι μόνο. Σε κάθε απόπειρα «διαλόγου» με τον σπουδαίο Αμερικανό σκηνοθέτη («Γαλλική Αποστολή», 2021) αντιλαμβάνομαι το μεγαλείο της σκέψης του, την ευρύτητα της οπτικής του και την ικανότητα του με διορατική ματιά να αντιλαμβάνεται τους συσχετισμούς που ακόμα και έμπειροι πολιτικοί αναλυτές θα δουν χρόνια μετά. Εύκολα μπορεί να πει κανείς: Mα πού και πώς τα βλέπεις αυτά σε μία φαινομενικά κωμωδία που κυκλοφορεί 22 Ιουνίου; Η κριτική όπως και σε ένα λογοτεχνικό κείμενο έχει πάντα τον υποκειμενικό παράγοντα και το ρίσκο της ερμηνείας. Είμαι σίγουρος, όπως έχει συμβεί και με αρκετούς συγγραφείς, πως ο Άντερσον αρκετά απ΄όσα γράφουμε για τα έργα του δε τα έχει σκεφτεί δημιουργώντας το δικό του μαγικό σύμπαν.

Σε αυτό καλούμαστε να συμμετέχουμε ως κοινωνοί του. Ταξιδεύουμε νοερά στην έρημο των νοτιοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών στο μακρινό 1955. Η «Ημέρα των Αστεροειδών» κρύβει εκπλήξεις και ένας απρόσκλητος επισκέπτης ταράζει τα λιμνάζοντα νερά. Μεγάλο στοίχημα αποτελεί η εισαγωγή. Εκεί οι σειρήνες ηχούν στα αυτιά του θεατή και τον καλούν στον κόσμο τους. Αν πειστεί τότε σίγουρα έχει να κερδίσει πολλά σε αυτό το ταξίδι. Σε αντίθετη περίπτωση θα υποφέρει. Δημιουργούνται μοναδικά κάδρα και μία εξαιρετική «κοπτοραπτική» εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο. Αρκετοί θα σαστίσουν, οι μυημένοι με τα μάτια καρφωμένα στην μεγάλη οθόνη και τις αισθήσεις σε πλήρη εγρήγορση θα προσπαθήσουν να νιώσουν και να αντιληφθούν τα δεύτερα μηνύματα. Από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, στην ενηλικίωση, στον homo deus της κορυφής των Ιμαλαϊων και από εκεί η αντίστροφη πορεία προς τη διαχείριση της απώλειας και την μοναξιά. Οι άνθρωποι μόνοι γεννιούνται και μόνοι πεθαίνουν…

Λίγο μακάβριο, αλλά ρεαλιστικό. Ο θάνατος στην Τέχνη έχει πάντα μία ιδιαίτερη σημασία και οι φιλοσοφικές ερμηνείες που έχουν δοθεί διαχρονικά προχωρούν την κουβέντα προς το εξιδανικευμένο τουλάχιστον ένα βήμα. Φυσικά όμως ο Άντερσον δεν περιορίζεται σε αυτόν. Μιλάει με τον τρόπο του για την έλλειψη επικοινωνίας, τη σημασία της παιδείας και της κουλτούρας, της αποδοχή της διαφορετικότητας και φέρνει στην επιφάνεια το ζήτημα του μιλιταρισμού των ΗΠΑ, είτε η απειλή ακούει σε ένα ξένο σώμα, είτε στην τρομοκρατία, αφήνοντας μία σαφή αιχμή για το διεθνές εμπόριο όπλων. Υπάρχει άραγε χαραμάδα διαφυγής και επιστροφής σε έναν κόσμο που σε αρκετούς μοιάζει πιο οικείος; Μπορεί να αναβιώσει μία εποχή που φαντάζει να έχει φύγει ανεπιστρεπτί;

Το συγκλονιστικό καστ με τους νικητές Oscar, Tom Hanks, Tilda Swinton, Adrien Brody, Fisher Stevens και τους υποψηφίους Steve Carell, Willem Dafoe, Edward Norton και Scarlett Johansson δίνει καθολικό χαρακτήρα στο μήνυμα που θέλει να περάσει. Καταλύτης για μία ακόμα φορά ο Jason Schwartzman, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως μετά το 1996 απουσιάζει από ταινία του Άντερσον ο Bill Murray, λαβωμένος από τον COVID-19. Mαζί τους η εξαιρετική μουσική του Alexandre Desplat και το «Ιndian Love Call» του Slim Whitman που έρχεται να κάνει τη σύνδεση – γέφυρα με το «Μars Attacks» του Τιμ Μπάρτον.

Για μία ακόμα φορά ο Γουές δημιουργεί συνθήκες εσωτερικής επικοινωνίας. Παραθέτει ένα κομμάτι του εαυτού του και παράλληλα πυροδοτεί σε εμάς αλυσιδωτές διεργασίες, ώστε να απαντήσουμε έμμεσα και να εξερευνήσουμε τα όριά μας. Μία ταινία βαθιά κοινωνική, με το υπαρξιακό στοιχείο να κυριαρχεί στην αφήγηση. Με νοσταλγική διάθεση ένα γράμμα αποχαιρετισμού, μία εικαστική δημιουργία υψηλής αισθητικής και ταυτόχρονα μία προσπάθεια διατήρησης των ισορροπιών σε μία εποχή γενικευμένου σκότους και διαρκούς ακροβασίας. Στους διαδρόμους μπορεί να χαθείς, να ταλαιπωρηθείς, αλλά όταν φανεί το φως στο τέλος του σπηλαίου σίγουρα θα νιώσεις γεμάτος εικόνες, συναισθήματα και νέες ιδέες.