Κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς καριέρας του, ο Alexandre Desplat έχει αφήσει το ανεξίτηλο στίγμα του στον χώρο της κινηματογραφικής μουσικής. Ο διεθνούς βεληνεκούς συνθέτης και μαέστρος έχει προταθεί για έντεκα Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής, κατακτώντας δύο χρυσά αγαλματίδια για τις ταινίες «The Grand Budapest Hotel» του Wes Anderson και «The Shape of Water» του Guillermo del Toro. Επιπλέον, έχει βραβευτεί με δύο Χρυσές Σφαίρες, δύο Grammy, τρία Baftas, τρία Cesar και πολλές άλλες διακρίσεις και έχει καταξιωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του αιώνα μας.

Γεννημένος στο Παρίσι το 1961 από Γάλλο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, η ενασχόλησή του με τη μουσική άρχισε από πολύ μικρή ηλικία. Όπως μας αποκαλύπτει στη συνέντευξη, στο σπίτι του έπαιζαν πάντα ελληνικοί δίσκοι και οι συνθέσεις του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και του Ξαρχάκου καθόρισαν τη μουσική του ταυτότητα.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έως σήμερα έχει συνδέσει το όνομά του με τη μουσική μερικών εκ των σημαντικότερων ταινιών του παγκόσμιου κινηματογράφου. The Grand Budapest Hotel, Το κορίτσι από τη Δανία, The Shape of Water, Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον, Ο Χάρι Πότερ και οι κλήροι του θανάτου, Ο λόγος του βασιλιά, The Imitation Game, Argo, Το Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι, μερικές μόνο από τις επιτυχίες που συνθέτουν το πλούσιο βιογραφικό του.

Φέτος θα ακούσουμε τη μουσική που συνέθεσε για δύο πολυαναμενόμενες ταινίες, την «Barbie» της Greta Gerwig και το «Asteroid City» του Wes Anderson. Ο Alexandre Desplat μας παραχώρησε πρόσφατα μια συνέντευξη μέσω Zoom, όπoυ συζητήσαμε για το πάθος του για τη μουσική, την δημιουργική του διαδικασία και την εμπειρία του με σκηνοθέτες όπως ο Wes Anderson, ο Guillermo del Toro και ο Stephen Frears. Μιλήσαμε επίσης για την σχέση του με την Ελλάδα και την αγάπη του για το ρεμπέτικο.

Λαμβάνοντας υπόψη το τεράστιο καλλιτεχνικό διαμέτρημα του συνθέτη, ήθελα απλώς να τον αφήσω να μιλήσει ελεύθερα για τις δύο μεγάλες τους αγάπες: τον κινηματογράφο και τη μουσική.

• • •

– Μπορείτε να περιγράψετε τη δημιουργική σας διαδικασία όταν συνθέτετε μουσική για μια ταινία; Πώς προσεγγίζετε την αποτύπωση των συναισθημάτων και της ουσίας μιας ιστορίας μέσα από τη μουσική σας;

Είναι ένα μείγμα πολλών πραγμάτων. Πρώτα απ ‘όλα, έχει να κάνει με το σενάριο και το κατά πόσο θέλει ο σκηνοθέτης να παρέμβεις στην ιστορία. Πρέπει να μιλήσω με τον σκηνοθέτη για να αποφασίσω τι είναι σωστό όσον αφορά την ενέργεια, την ενορχήστρωση, την ατμόσφαιρα. Κάθε ταινία είναι διαφορετική γιατί κάθε σκηνοθέτης έρχεται με διαφορετική προσέγγιση και διαφορετική αντίληψη της μουσικής. Κάποιοι είναι πολύ hands-on -κάποιες φορές υπερβολικά- και άλλοι είναι πιο χαλαροί και εμπιστεύονται ότι μπορώ να φέρω τον δικό μου φαντασιακό κόσμο στην ταινία. Όλα ξεκινούν με μια ερώτηση: «τι μπορούμε να φτιάξουμε από κοινού;». Μετά μπαίνω στο στούντιο και προσπαθώ να βρω ιδέες για να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Στη συνέχεια φέρνω τον σκηνοθέτη και του υποβάλλω ό,τι έχω δημιουργήσει.

– Αυτό απαντά εν μέρει στην επόμενη ερώτησή μου. Ποια είναι η προσέγγισή σας στη συνεργασία με σκηνοθέτες; Πώς διασφαλίζετε ότι το μουσικό σας όραμα ευθυγραμμίζεται με το καλλιτεχνικό τους όραμα;

Ποτέ δεν ξέρεις, αυτό είναι το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζω. Δεν ξέρω τι μουσική θα συνθέσω από την πρώτη συνάντηση. Πρέπει να δω την ταινία και να ζήσω μαζί της. Και κάποια στιγμή γεννιέται αυτή η σπίθα που με κάνει να νιώθω ότι έχω μια ιδέα και πρέπει να την μοιραστώ με τον σκηνοθέτη. Αν νιώθω ότι είναι καλή ιδέα, προσπαθώ να τον πείσω. Αν δεν του αρέσει προσπαθώ να βρω κάτι άλλο. Μερικές φορές έχουν άδικο, μερικές φορές δεν έχω ούτε εγώ απόλυτο δίκιο (γέλια). Αλλά στο τέλος της ημέρας, δουλεύω γι’ αυτόν, δεν δουλεύω για τον εαυτό μου. Απλώς προσπαθώ να του φέρω ό,τι καλύτερο μπορεί να παράξει η εμπειρία μου και η φαντασία μου. Προσπαθώ να του φέρω κάτι ενδιαφέρον και για τους δυο μας.

– Είστε μισός Έλληνας, η μητέρα σας είναι από την Αθήνα. Ποιες ιδιαίτερες στιγμές έχετε κρατήσει από την Ελλάδα; (Σηκώνεται και μου δείχνει το θιμιατό του το οποίο όπως μου λέει υπάρχει πάντα στο στούντιο του. Εκείνη τη στιγμή μου μιλάει ελληνικά, πράγμα που με εξέπληξε)

Το έχω πάντα στο στούντιό μου και το χρησιμοποιώ σχεδόν καθημερινά. Ωραίο δεν είναι; Ήταν της γιαγιάς μου. Έχω μια μεγάλη συλλογή από θιμιατά, λιβάνια και σταυρουδάκια.

– Υπάρχει κάποιος Έλληνας συνθέτης που νιώθετε πιο κοντά στο στυλ και την ψυχοσύνθεσή σας;

Στο σπίτι μας ακούγαμε πάντα ελληνική μουσική. Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Σαββόπουλο, Ξαρχάκο, Τσιτσάνη. Σήμερα ακούω περισσότερο ρεμπέτικο, το λατρεύω. Έχει κάτι πολύ δυνατό. Και είναι αστείο γιατί αν παίξω ρεμπέτικο μπροστά στη μαμά μου, δεν το αντέχει. Για τη γενιά της αυτό δεν ήταν μουσική της υψηλής κοινωνίας. Άκουγε αμερικάνικη μουσική: τζαζ, ροκ, ποπ ό,τι ερχόταν από την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Αλλά σίγουρα όχι αυτό το πρεζο-μπλουζ από τις φτωχογειτονιές του Πειραιά.

– Για ποια κλασική ταινία θα θέλατε να είχατε συνθέσει μουσική;

Θα μου άρεσε πολύ να είχα γράψει τη μουσική για όλες τις ταινίες του Φελίνι για τις οποίες συνέθεσε ο Νίνο Ρότα, όλες τις ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς, όλες τις ταινίες του Χίτσοκ, όλες τις ταινίες του Γκοντάρ. Κάθε μεγάλη ταινία που υπάρχει, θα μου άρεσε πολύ να είχα συνθέσει τη μουσική. Αυτό ονειρεύεσαι όταν γίνεσαι συνθέτης, ότι κάθε φορά ένα αριστούργημα θα έρχεται στο κατώφλι σου.

– Ας πούμε ότι γίνεται ένα ριμέικ μιας μεγάλης κλασικής ταινίας. Θα θέλατε να συνθέσετε μουσική για ένα τέτοιο project;

Δεν είμαι σίγουρος ότι θα δεχόμουν, είναι πολύ μεγάλο βάρος να προσπαθήσεις να κάνεις κάτι καλύτερο από αυτό που έκαναν ήδη αυτοί οι μεγάλοι συνθέτες.

– Κατά τη διάρκεια της καριέρας σας, έχετε συνθέσει μουσική για διαφορετικά είδη ταινιών. Πώς προσαρμόζετε το μουσικό σας στυλ για να ταιριάζει σε διαφορετικές ταινίες και αφηγήσεις;

Προσωπικά πιστεύω ότι κάθε φορά γράφω την ίδια μουσική! Χρησιμοποιώ την ίδια γλώσσα: μελωδία, νότες, ρυθμό. Φυσικά ακούγονται διαφορετικά – άλλη μουσική ταιριάζει στον Χάρι Πότερ και άλλη στο «The Imitation Game». Γράφω την ίδια μουσική κάθε φορά, αλλά προσπαθώ να τη μεταμορφώνω κάθε φορά ανάλογα τη θεματολογία.

Φωτ.: Brigitte LaCombe

– Υπάρχουν εμπειρίες από την καριέρα σας που σας έχουν μείνει αξέχαστες;

Θα μιλήσω για τα θετικά. Υπάρχει ένας σκηνοθέτης που αγαπώ και θα ξανασυνεργαστώ σύντομα μαζί του, ο Stephen Frears. Έγραψα μουσική για την ταινία του «The Queen» (2006) και χάρη σε αυτόν πήρα την πρώτη μου υποψηφιότητα για Όσκαρ. Τον θαυμάζω λόγω της καλλιτεχνικής του ευελιξίας. Είναι κάτι που χαρακτηρίζει κι εμένα, μου αρέσει να «πηδάω» από το ένα στυλ στο άλλο. Μου αρέσει να δουλεύω με σκηνοθέτες που μπορούν να κάνουν διαφορετικά πράγματα: ταινίες εποχής, θρίλερ, κωμωδίες, αλλά διατηρούν πάντα το μοναδικό τους στυλ. Μου αρέσει να δουλεύω με τον Frears, είναι αυτό που λέμε σκηνοθέτης «χωρίς πολλά-πολλά». Και χωρίς πολλά-πολλά με οδηγεί στη σωστή κατεύθυνση. Είμαι πολύ τυχερός που δουλεύω μαζί του.

– Πολλές από τις μουσικές σας συνθέσεις για τον κινηματογράφο έχουν γίνει εμβληματικές και αναγνωρίσιμες. Πώς εξισορροπείτε τη δημιουργία μιας μοναδικής μουσικής ταυτότητας για κάθε ταινία, αφήνοντας ταυτόχρονα μια διαρκή επίδραση στο κοινό;

Η ταινία είναι η αφαιτηρία, η πηγή έμπνευσης: η πλοκή, οι χαρακτήρες, η κινησιολογία τους, τα πλάνα. Και περνάω τη ζωή μου με τους χαρακτήρες. Πραγματικά μπαίνω σε έκσταση. Κυριολεκτικά ζω με τους χαρακτήρες, ζω μαζί τους και μέσα από αυτούς. Νιώθω ότι τους ξέρω πολύ καλά, τους αφουγκράζομαι, περνάω τόσες ώρες προσπαθώντας να μπω στην ψυχή τους μέσα από τη μουσική μου. Παράλληλα, η ακεραιότητα είναι αρετή. Υπάρχουν πράγματα που δεν θα έκανα, ταινίες που δεν θα έκανα λόγω της πλοκής, του καστ, του σκηνοθέτη, των παραγωγών. Αλλά όταν δεσμεύομαι για μια ταινία, ζω με αυτήν νύχτα και μέρα, πραγματικά το κάνω. «Εισχωρώντας» στην ταινία, μου επιτρέπεται να είμαι ο εαυτός μου. Μου επιτρέπει η ίδια η ταινία να κάνω αυτό που θέλω και να είμαι αυτός που είμαι. Γι’ αυτό το στυλ μου είναι πάντα παρόν. Παρόλο που αλλάζω συχνά ύφη, διατηρώ πάντα την ταυτότητά μου.

– Έχετε δουλέψει πολλές φορές με τον Wes Anderson. Φαντάζομαι ότι με τα χρόνια έχετε αναπτύξει μια καλή σχέση και γνωρίζετε ο ένας τον άλλο σε βαθύτερο επίπεδο. Φέτος συνεργαστήκατε ξανά για την επερχόμενη ταινία «Asteroid City». Πώς είναι αυτή η εμπειρία;

Έχουμε έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο συνεργασίας με τον Wes. Μου στέλνει το σενάριο και συζητάμε για την ενορχήστρωση, τον ήχο, το ύφος που θέλουμε. Π.χ.: Για το «Grant Budapest Hotel» θέλαμε ένα μείγμα από μουσική της Κεντρικής Ευρώπης, ιαπωνικά τύμπανα taiko, μαζί με κάτι φαινομενικά αταίριαστο, όπως πολλά σαξόφωνα. Μόλις το κάνουμε αυτό, μερικές φορές γράφω μουσική πριν δω την ταινία, αλλά τις περισσότερες φορές πρέπει πρώτα να τη δω. Μαζί επιλέγουμε ποια μουσική και ήχους προτιμάμε. Μετά ο Wes επιστρέφει στην αίθουσα του μοντάζ και παίζει με τη μουσική που έχω συνθέσει, για να ταιριάξει τις σκηνές με τη μουσική. Να «κλειδώσει» τη μουσική στην ιστορία καρέ – καρέ.

– Ένας άλλος πολύ σημαντικός σκηνοθέτης με τον οποίο έχετε συνεργαστεί είναι ο Guillermo del Toro. Πιο πρόσφατα συνθέσατε μουσική για τη βραβευμένη με Όσκαρ ταινία «Pinocchio». Ποιες είναι μερικές από τις καθοριστικές πτυχές της συνεργασίας σας μαζί του;

Ο Guillermo είναι ένας πολύ ευαίσθητος καλλιτέχνης. Ζωγραφίζει, τραγουδάει, σκηνοθετεί, είναι γεμάτος ζωή και ταυτόχρονα πολύ εύθραυστος. Όταν νιώθω ότι έχω κάτι να του παίξω, έρχεται στο στούντιο μου και κάθομαι στο πιάνο – δεν είμαι πιανίστας, αλλά μπορώ να παίξω ό,τι μου ζητηθεί. Όταν παίζω και τον βλέπω να δακρύζει, ξέρω ότι κάτι έχω κάνει καλά. Συνήθως αυτό συμβαίνει μαζί μας και συνέβη και στο «The Shape of Water» και στο «Pinocchio». Ξέρω ότι κάτι έχω κάνει καλά με τον Guillermo όταν μου ανταποδίδει τον κόπο με δάκρυα.

– Τι ρόλο πιστεύετε ότι παίζει η μουσική στην αφήγηση και στη συνολική κινηματογραφική εμπειρία; Πώς προσπαθείτε να ενισχύσετε ή να εξυψώσετε την αφήγηση μέσω της μουσικής σας;

Αυτό που μου αρέσει να κάνω είναι να ζω με τους χαρακτήρες. Να βρίσκω τρόπους να «παντρέψω» τον ήχο με τις φωνές τους, τη γλώσσα του σώματός τους, τον τρόπο που τους ακολουθεί η κάμερα. Όλο και περισσότερο, προσπαθώ να «χορεύω» με ό,τι βλέπω στην οθόνη. Προσπαθώ να με τοποθετώ μέσα στην εικόνα, όχι να συνθέτω μουσική έξω από αυτήν. Πραγματικά μπαίνω σε έκσταση για πολλά μερόνυχτα όταν συνθέτω- είναι σαν μια εμμονή. Πρέπει να γράψω γρήγορα και να βρω τη σωστή γλώσσα.

– Τότε θα πρέπει να κάνουμε λίγη υπομονή μέχρι να φτάσει η ταινία στις κινηματογραφικές αίθουσε. Σας ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σας.

Κι εγώ σας ευχαριστώ και σας εύχομαι τα καλύτερα.