Ο 88χρονος Γούντι Άλεν συνεχίζει να δημιουργεί. Μακριά από τη Νέα Υόρκη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής βρίσκει στέγη, ώστε να ξεδιπλώσει την πλοκή του στο Παρίσι. Στην Ευρώπη που λατρεύει και προσπαθεί ακόμα και σε αυτήν την ηλικία να κάνει κομμάτι του εαυτού του μέρος της φιλοσοφίας της. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο πρόσφατο Φεστιβάλ της Βενετίας πριν από περίπου έναν μήνα, προβλήθηκε στην Αίγλη Ζαππείου σε μία ειδική προβολή παρουσία του σκηνοθέτη κι από σήμερα τη συναντάμε στους κινηματογράφους όλης της Ελλάδας.

Τι μπορεί να διαταράξει την ηρεμία του φαινομενικά ιδανικού ζευγαριού Φανί και Ζαν; Η εμφάνιση ενός “φαντάσματος” του παρελθόντος. Ο Αλέν επιστρέφει στη γενέτειρά του κι η τυχαία επαφή του με τον έρωτα των παιδικών του χρόνων είναι ικανή να πυροδοτήσει αλυσιδωτές εξελίξεις. Η επαφή μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών επαναφέρει στην μνήμη τους το παρελθόν και αναδεικνύει την χημεία που αναπτύσσεται δυναμικά. Προοδευτικά δημιουργείται ένα τρίγωνο και οι υποψίες γίνονται έμμονη ιδέα. Τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν στον δρόμο για την ανακάλυψη της αλήθειας δείχνουν με εμφατικό τρόπο τις παθογένειες που κρύβει ο κόσμος των εκ προοιμίου “ευτυχισμένων”.

Με απαλή ειρωνεία δημιουργείται ένα κοινωνικό σχόλιο για την εποχή. Ο έρωτας έρχεται σαν κινητήριος δύναμη να διαλύσει καθετί υλικό. Με μία ρομαντική ματιά ταξιδεύουμε στο παρελθόν. Κυριαρχούν η ματιά, η επικοινωνία, η επαφή. Δεν υπάρχει η ασφάλεια της απόστασης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το μίγμα γίνεται εκρηκτικό. Σε αυτό βοηθάει η χρήση της γαλλικής γλώσσας. Ο ίδιος ο Άλεν σχετικά με αυτήν του την επιλογή υποστήριξε πως δε μιλάει γαλλικά, αλλά καθώς τελείωσε το σενάριο σκέφτηκε ότι θα ήταν μια εξαιρετική εμπειρία να γυριστεί το έργο σε αυτή τη γλώσσα. Υποστηρίζει μάλιστα πως πάντα ήταν ερωτευμένος με τον ευρωπαϊκό και τον γαλλικό κινηματογράφο κι οι παραγωγοί ήταν πολύ θετικοί στο να ικανοποιήσουν το αίτημά του.

Λου ντε Λαάζ, Μελβίλ Πουπώ, Νιλς Σνάιντερ είναι τρεις χαρακτήρες που δημιουργούν ερωτηματικά και μία απόσταση από το «φαίνεσθαι» μέχρι το «είναι». Ο θεατής δεν αποκλείεται να μπερδευτεί. Ίσως αυτό επιδιώκει κι ο δημιουργός, καθώς δε κάνει ξεκάθαρο έναν κωμικό ή έναν δραματικό τόνο στο έργο του. Η φωτογραφία του Βιτόριο Στοράρο έρχεται να εμπλουτίσει το συναίσθημα με τη δύναμη της εικόνας. Αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της επιτυχίας που αξίζει να σημειωθεί. Στα θετικά κι η συνολική διάρκεια. Μόλις 93΄συνοψίζουν όσα θέλει να πει ο Άλεν με αμεσότητα και μεστό περιεχόμενο.

Ο τελευταίος επιμένει να κάνει κινηματογράφο και να απαντάει με την Τέχνη του σε όσα του προσάπτουν. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να λυτρωθεί και να ολοκληρώσει τον μαραθώνιο της ζωής του. Προσπαθεί να μετουσιώσει όλες του τις ιδέες και να τις μετατρέψει σε ταινίες. Αυτή είναι η 50η του απόπειρα. Όλες οι πληροφορίες συντείνουν πως δε θα σταματήσει εδώ, αλλά θα συνεχίσει επιτελώντας έναν ζωτικό σκοπό για την ύπαρξή του. Κάθε φορά που ολοκληρώνει ένα έργο δίνει ραντεβού για το επόμενο και μαζί όλοι οι θεατές που τον ακολουθούν πιστά στη διαδρομή του όλα αυτά τα χρόνια.

Τα «Γυρίσματα της Τύχης» απεικονίζουν με σαφήνεια το «τυχαίο». Αυτό που μπορεί να έρθει στην καθημερινότητά μας και να αλλάξει τις υπάρχουσες ισορροπίες. Πιθανώς να μην είναι η κορυφαία επιλογή της τρέχουσας κινηματογραφικής σεζόν, έχει όμως τη δική της γοητεία. Κυριαρχεί η νοσταλγία. Όσο περνούν τα χρόνια τέτοιου τύπου συναντήσεις σπανίζουν. Όλα είναι μέρος του προγράμματος. Ραντεβού με το τηλέφωνο, το κινητό τηλέφωνο, με μήνυμα, με τις εφαρμογές. Ο Γούντι Άλεν δε δείχνει ξεκάθαρα το πρόβλημα, αλλά το υπονοεί με τον δικό του μοναδικό τρόπο και μας καλεί να κάνουμε έστω ένα μικρό διάλειμμα δύο ωρών και παρακολουθώντας το φιλμ να σκεφτούμε που βαδίζουμε και πόσο ακόμα αντέχουμε να τρέχουμε σε έναν μαραθώνιο δίχως τερματισμό.