Καταρχάς, να πούμε ότι η διάρκεια των περισσότερων ταινιών τα τελευταία χρόνια έχει περάσει σε μία αγγελοπουλική διάσταση και είναι είδη προς εξαφάνιση όσες διαρκούν λίγο παραπάνω από έναν ποδοσφαιρικό ματς. Το ίδιο ισχύει και για τον Elvis του Baz Luhrman που ενώ σε παρασύρει στο φαντεζί καλειδοσκόπιο του και την πάρα πολύ καλή ερμηνεία του Austin Butler, από ένα σημείο και μετά, χάνεται λίγο σε μία μικρή λούπα εικόνων και εφέ.

Πέρα από αυτό, το κύριο θέμα δεν είναι ο ξεχειλωμένος χρόνος αλλά η αμηχανία, με την οποία παρουσιάζεται από το 2015 και μετά η σκοτεινή πλευρά των καλλιτεχνών όχι με τη λογική της κλειδαρότρυπας ούτε να προκαλείς και να σοκάρεις επιτηδευμένα. Αλλά με μία ειλικρινή αντιμετώπιση των ανθρώπινων ορίων. Σε κανέναν δεν αρέσει να βλέπει τα είδωλα του να χάνονται στα υπόγεια των υπαρξιακών αναζητήσεων και στην παράνοια των εξαρτήσεων. Οι πραγματικά χαρισματικοί άνθρωποι είναι καταδικασμένοι. Να βουλιάζουν στην υπέρμετρη ευαισθησία τους και τη διαφορετική αντίληψη που έχουν για την πραγματικότητα. Να διατηρούν την ακατέργαστη φύση τους ακόμα κι αν ο περίγυρος τους επιβάλει να γίνουν κάποιοι άλλοι και να αυτοκαταστρέφονται συνεχώς. Και στο τέλος μένουν τα τραγούδια.

Το 2018, στο πολύπαθο Bohemian Rhapsody για τους Queen σε τελική σκηνοθεσία Brian Singer, το οποίο έκανε έναν αγώνα με διάφορα εμπόδια, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ενώ έχεις για υλικό μία προσωπικότητα σαν τον Freddie Mercury, πρέπει να αντιγράψεις το wikipedia, να αρκεστείς μόνο σ’ αυτά που ξέρουμε επιφανειακά όλοι και να φοβάσαι να παρουσιάσεις τα σκοτάδια του. Επίσης, όταν μιλάμε εκτός από έναν εξωπραγματικό καλλιτέχνη και για ένα πρότυπο της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, είναι κάπως αστείο να προσπερνάς διεκπεραιωτικά οτιδήποτε σχετίζεταιι με τις διαπροσωπικές του σχέσεις και τη σεξουαλικότητα του εκτός από τον τελευταίο του σύντροφο. Και επιπλέον, να διαστρευλώνεις κιόλας και τα γεγονότα για χάρη της μυθοπλασίας ώστε να είναι όλα τα στουντιακά στελέχη με το αποτέλεσμα.

Ένα χρόνο μετά, το απολαυστικό Rocketman με πρωταγωνιστή τον χαμαιλεοντικό Taron Egerton, η πιο στοχευμένη και αντοιχτόμυαλη σκηνοθεσία του Decter Fletcher, τόλμησε να μπει στην τεράστια καρδιά και την ψυχή του Elton John και να μας δώσει την ιστορία του, με έμφαση στην ανθρώπινη φύση του χωρίς να ξεχνά την διαγαλαξιακή υπόσταση του ήρωα του. Όμως, τις προσωπικές στιγμές της απόλυτης μοναξιάς, απελπισίας και χατοτικών συναισθημάτων, ενώ τόλμησε να μείνει δίπλα του και να περάσει στα καρέ μία δόση ρεαλισμού πάντα με το προσωπικό του κινηματογραφικό ύφος, δεν βούτηξε στα βαθιά.

Φέτος στον περίτεχνο Elvis, έχουν πασαλέιψει με λίγο παραπάνω χρυσόσκονη και με μία αθώα επιείκεια το αγόρι που ήθελε να κατακτήσει όλες τις γωνιές της βιομηχανίας του θεάματος και να μοιάσει στον James Dean. Τις στιγμές που ξεσπάει λόγω της πρβληματικής σχέσης με τη μητέρα του, όταν καταλαβαίνει πως τόσα χρόνια τον εκμεταλεύεται ο ναι μεν θαυμαστής αλλά απόλυτα χειριστικός δε μάνατζερ του και όταν ξεκινάει η κατηφόρα με τα χάπια, όλες οι ψυχολογικές διακυμάνσεις του σερβίρονται σε στυλιζαρισμένα σφηνάκια. Ένα αγόρι που είναι παγιδευμένο στην αψεγαδιάστη εικόνα του δεν σπάει ποτέ τελείως και δεν απομυθοποιείται ούτε στις τραγικές τελευταίες μέρες της ζωής του που ζει σαν όμηρος στο χρυσό κλουβί του Λας Βέγκας. Τα καρέ παραμένουν ατσαλάκωτα και ακόμα και τα δάκρυα του είναι σαν αξεσουάρ.

Σε παλαιότερες βιογραφίες, όταν ο Todd Haynes είχε κάνει το αλλόκοτο και δυνατό παράλληλα, I’m not there για τον Bob Dylan, o οποίος έτσι κι αλλιώς δέχεται το χάος αλλά δεν είναι σίγουρος αν είναι αμοιβαίο, μες τον συνολικό σουρεαλισμό της μεταφοράς του με τα διαφορετικά πρόσωπα που τον υποδύονται, από την Cate Blancett μέχρι τον Cristian Bale, σε βάζει στον κόσμο του Dylan με έναν έξυπνο τρόπο και σε στοιχειώνει η ατμόσφαιρα του χωρίς να σου δίνει στο πιάτο όλες τις απαντήσεις.

Στο Control, ο φωτογράφος Anton Corbijn αφήνει τον τρομερό Sam Riley και την ασπρόμαυρη παλέτα να χαθεί μέσα στην ψυχεδέλεια των Joy Division χωρίς μία κανονική σεναριακή συνοχή και σε παίρνει απο το χέρι να ζήσεις από κοντά την πολυπλοκότητα του σκοτεινού χαρακτήρα του.Στο Ray, ο Jamie Foxx έδωσε ένα απίστευτο ρεσιτάλ και ένιωθες πως θα ορμήξει έξω από τα όρια της οθόνης, ενώ στο Walk the Line, ο Joaquin Phoenix και η Reese Whitherspoon δεν κέρδισαν τυχαία υποψηφιότητα και βραβείο Oscar, η δεύτερη. Ακολουθώντας τη διαδρομή μαις άλλης εποχής, έπαιζαν σαν να είχαν πετάξει από πάνω τους κάθε κουστούμι που να τους προσδιορίζει και δεν έκρυψαν ούτε πίσω απο γυαλιά, το μέγεθος του πόνου και της ματαίωσης των χαρακτήρων τους.

Σε μία πρόσφατη συζήτηση για ένα αφιέρωμα που έρχεται προσεχώς, λέγαμε πως πλέον περισσότερο απο ποτέ, επιλέγουμε να δούμε και να ακούσουμε πράγματα που θα μας κλωνίσουν τις κεραίες μας και θα γίνουν μέρος της ζωής μας. Δεν μας αρκεί μία εντυπωσιακή λήψη ή μία άψογη μουσική παραγωγή. Έχουμε ανάγκη τις έντονες αντιθέσεις και όλα τα χρώματα για να μην είμαστε απλοί περαστικοί σ’ αυτή τη ζωή έχοντας τις οθόνες απλά να παίζουν κάτι αδιάφορο και να τρέχουμε βιαστικά οπουδήποτε.

Κι όπως είχε πει ο είχε πει ο Pascal Bruckner «Σε όλους όσοι φοβούνται την απογοήτευση και το χλευασμό πρέπει να επαναλάβουμε: μην ντρέπεστε για τις αντιφάσεις σας ή για αυτό που είστε – αφελείς, σαχλορομαντικοί, πιστοί ή άστατοι. Αγαπάμε όπως και όσο μπορούμε ως ατελή όντα που είμαστε».