Ευλόγησον τον δούλο του Θεού, Τζορτζ Χάρισον, ο οποίος, κατά τον Έρικ Άιντλ «αγόρασε το πιο ακριβό εισιτήριο που κόπηκε ποτέ για μια ταινία».

Συνολικά ήταν κοντά στα 4 εκατομμύρια λίρες, όσα δηλαδή χρειάζονταν οι Μόντι Πάιθον, εν έτει 1976, για να γυρίσουν το «The Gospel According to St.Brian», όπως ονομαζόταν τότε η ταινία που θα έκανε για την Καινή Διαθήκη ό,τι είχαν κάνει οι «Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης» για τον Μεσαίωνα, ένα χρόνο νωρίτερα.

Ο Τζορτζ Χάρισον ήταν φίλος με τους Μόντι Πάιθον και ο μοναδικός λόγος που αποφάσισε να τους βοηθήσει – ιδρύοντας τελικά την Handmade Films που μεσουράνησε την επόμενη δεκαετία και υπήρξε υπεύθυνη για αριστουργήματα του βρετανικού σινεμά, ανάμεσα στα οποία το «The Long Good Friday» του Τζον Μακένζι και το «Withnail and I» του Μπρους Ρόμπινσον – ήταν, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, γιατί «ήθελα να δω αυτήν την ταινία».

Η EMI Films που αρχικά είχε συμφωνήσει να χρηματοδοτήσει αρχικά την ταινία φοβήθηκε από φωνές που μιλούσαν για «βλασφημία» κι απέσυρε τη στήριξη την τελευταία στιγμή. Είχε δίκιο(;)

Τον Αύγουστο του 1978, όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες η αντίδραση ήρθε σαν ωστικό κύμα: στην Αμερική καθολικές οργανώσεις την αφόρισαν, κριτικοί την κατακρεούργησαν χωρίς καν να την έχουν δει, στη Βρετανία χαρακτηρίστηκε αρχικά ως «ακατάλληλη για ανηλίκους» για να απαγορευθεί τελικά και να βγει στις αίθουσες μόνο το Νοέμβριο του 1979. Η Ιρλανδία την απαγόρευσε μέχρι και το 1987, στο Ντέβον την είδαν πρώτη φορά το 2008 ενώ στο Αμπερίστγουιθ της Ουαλίας την είδαν μόλις το 2009, όταν βγήκε δήμαρχος μια ηθοποιός που έπαιζε στην ταινία. Στην ιστορία έχει μείνει η περίπτωση της Νορβηγίας που απαγόρευσε την ταινία για ένα χρόνο με αποτέλεσμα η γειτονική Σουηδία να διαφημίσει την έξοδό της ως «Η ταινία που είναι τόσο αστεία ώστε απαγορεύτηκε στη Νορβηγία».

Η επιτυχία της ταινίας ήταν αντιστρόφως ανάλογα αναπάντεχη από την κατακραυγή που τελικά θα δεχόταν, αλλά, πραγματικά, κανείς δεν ήταν έτοιμος να σηκώσει το βάρος μιας τελικής σκηνής σταύρωσης που έμοιαζε πιο βλάσφημη ακόμη κι από όλη τη φιλμογραφία του Λουί Μπουνιουέλ και του Πιέρ Πάολο Παζολίνι μαζί. Και κυρίως, κανείς δεν ήταν έτοιμος να κοιτάξει κάτω από τη σάτιρα και το δαιμόνιο χιούμορ της ομάδας των Μόντι Πάιθον, την λεπτή γραμμή που τότε, 45 περίπου χρόνια πριν, χώριζε την καθαρή πίστη από το μύθο και τώρα, 45 περίπου χρόνια μετά, τέμνει χειρουργικά την πολιτική ορθότητα από την αυτολογοκρισία.

Όταν η μητέρα – την υποδύεται ο σκηνοθέτης της ταινίας Τέρι Τζοόυνς – του Μπράιαν, ενός παιδιού που έτυχε να γεννηθεί την ίδια στιγμή με τον Ιησού Χριστό για να γίνει κατά λάθος Μεσσίας και να θυσιαστεί για τη σωτηρία του κόσμου, φωνάζει από το παράθυρο «Δεν είναι ο Μεσσίας. Είναι ένα πολύ κακό παιδί», σε μια από τις σπουδαιότερες και πιο ξεκαρδιστικές σκηνές ανθολογίας της ιστορίας του σινεμά, μοιάζει δύσκολο να μην διακρίνεις την πίστη με την οποία οι Βρετανοί Μόντι Πάιθον ανασυνθέτουν τα πάθη του Χριστού στην πιο γήινη, στην πιο ειλικρινή, την πιο γυμνή από το μύθο εκδοχή τους.

Ακόμη κι αν δεν γύριζαν σε σκηνικά του «Ιησού από τη Ναζαρέτ» του Φράνκο Τζεφιρέλι που είχε ήδη γυριστεί το 1977, έχοντας στα χέρια τους το μεγαλύτερο προϋπολογισμό που βρέθηκε μέχρι εκείνη τη στιγμή στα χέρια τους, οι Μόντι Πάιθον θα έκαναν με το «Ένας Προφήτης μα τι Προφήτης» τη μεγαλύτερη ταινία τους, την πιο κινηματογραφική από όλες και μαζί – ναι κόντρα σε αυτό που πιστεύει κανείς – μια καθαρόαιμη, πλήρη, εμπεριστατωμένη και μαζί οικουμενική κωμωδία (τι άλλο πιο σημαντικό;) πάνω στην πίστη. Το μεγαλύτερο μέρος των αστείων της ταινίας αφορούν τη σύγχυση γύρω από το τι είναι τελικά η θρησκεία, ένα ξεκαθάρισμα, θα μπορούσε να πει κανείς, της πραγματικής σημασίας παρεξηγημένων εννοιών όπως η θυσία, η ελεημοσύνη, η βλασφημία, το θαύμα.

Κάτω από το μανδύα της κωμωδίας, οι Πάιθον – στην καλύτερη στιγμή τους – μιλούν βαθιά πολιτικά για το λόγο του Θεού, δίνοντας στον Χριστό, πάντα στο φόντο, μια διάσταση πραγματικού θεανθρώπου. Την ίδια στιγμή στο προσκήνιο ένας κοινός θνητός, αόρατος μέχρι πρότινος, γίνεται ο ήρωας της διπλανής πόρτας, ο επαναστάτης με αιτία και ένας πολύ σοβαρός λόγος για να διαβάσεις τα ευαγγέλια με τη σωστή, ανθρωπιστική και συνάμα ριζοσπαστική τους διάσταση. Αιρετική εδώ δεν είναι η γελοιοποίηση συμβόλων ή στερεοτύπων αλλά η καυστική ματιά πάνω στην οργανωμένη θρησκεία, την τυφλή πίστη, την μαζική παράκρουση που αντί να φέρνει πιο κοντά τον άνθρωπο στο Θεό (του), τον απομακρύνει ποτίζοντας τον με φόβο.

Η βλασφημία, για την οποία κατηγορήθηκε η ταινία και έγινε και η αιτία για να απαγορευτεί σε πολλές χώρες, βρίσκεται στο κέντρο της προβληματικής της, καθώς οι Μόντι Πάιθον δεν σταματούν πουθενά – ούτε καν στην ολοκληρωτική αποδόμηση της ίδιας της έννοιας του (από μηχανής ή όχι) Θεού με τη μορφή ενός διαστημόπλοιου που θα σώσει τον Μπράιαν την πιο κρίσιμη στιγμή. Όλες οι ερωτήσεις που γεννιούνται, ανάμεσα στα γέλια που αναπόφευκτα βρίσκονται στο προσκήνιο της κάθε φοράς θέασης της, αφορούν ακριβώς την αρχή και το τέλος της βλασφημίας μέσα σε έναν κόσμο υποκριτικό και βαθιά αντιδραστικό.

Μισό αιώνα μετά, δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί κανείς αν το «Ένας Προφήτης μα τι Προφήτης» παραμένει αστείο, αιρετικό ή ιστορικά αναγκαίο.

Αν στα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι Μόντι Πάιθον άνοιγαν με έπαρση και περίσσιο ταλέντο την πόρτα στη γυμνή (αν και όχι περιτμημένη… αφού ο υπέροχος, άδικα χαμένος στα 49 του χρόνια από τον καρκίνο, ανοιχτά γκέι Γκρέιαμ Τσάπμαν που υποδύεται τον Μπράιαν δεν είναι Εβραίος) «αλήθεια» της «ωραιότερης ιστορίας του κόσμου», εν έτει 2022, το «Life of Brian» μοιάζει με μια ταινία που δεν θα μπορούσε να γυριστεί ποτέ.

Δεν είναι μόνο ο Σταν που θέλει να τον φωνάζουν Λορέτα, σε μια τόσο μπροστά από την εποχή της σκηνή ισοπεδωτικής διεκδίκησης των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά κυρίως η διάθεση να σπας πλάκα με τη σοβαροφάνεια των άλλων. Βλέποντας το «Life of Brian» – ο απέριττα λιτός, «τα λέει όλα», πρωτότυπος τίτλος της ταινίας – νιώθεις πως έχεις όλες τις απαντήσεις πάνω στο σημερινό debate των ορίων της κωμωδίας. Ναι, οι Μόντι Πάιθον προσβάλλουν, δεν είναι πολιτικά ορθοί και σε στιγμές δοκιμάζουν τις αντοχές των ανοιχτών συζητήσεων γύρω από τα αστεία πάνω στην κακοποιητική συμπεριφορά και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Σε κανένα σημείο όμως δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις ότι δεν σέβονται τον ανθρώπινο παράγοντα που βρίσκεται στο κέντρο της κωμωδίας τους.

Σε μια μεγαλειώδη σκηνή, από αυτές που μένουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη των ανθρώπων (ακόμη κι όσων δεν την έχουν δει ακόμη), οι εσταυρωμένοι ληστές, οι αμαρτωλοί και κατά λάθος Μεσσίες, τραγουδούν το «Always look on the bright side of life» στην πιο αναστάσιμη μελωδία που γράφτηκε ποτέ – χαμένο ευαγγέλιο που συνέλαβαν και συνέγραψαν οι Μόντι Πάιθον κάνοντας σερφ στα Μπαρμπέιντος.

For life is quite absurd

And death’s the final word

You must always face the curtain with a bow

Forget about your sin

Give the audience a grin

Enjoy it, it’s your last chance anyhow

Όσο και να ψάξεις στην ιστορία του σινεμά και της (ποπ) κουλτούρας γενικά, δεν μπορείς να βρεις κάτι πιο κοντινό στο κήρυγμα του Ιησού Χριστού, σχόλιο και αυτοκριτική στην ίδια τη τέχνη της κωμωδίας, ένα διαχρονικό κλείσιμο ματιού στην τέχνη της σάτιρας και στην απάτη της μυθοπλασίας, μια ανιδιοτελή πράξη αγάπης που κρατάει τόσα χρόνια και είναι τόσο βλάσφημη όσο η εποχή μας είναι αθώα. Δεν ξέρουμε τι είπε ο Τζορτζ Χάρισον όταν είδε τελικά την ταινία που τόσο πάσχισε για να γίνει, αλλά είμαστε σίγουροι πως «πίστεψε» ακόμη περισσότερο στον άνθρωπο.