Το καθιερωμένο φεστιβάλ χορού στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Onassis Dance Days (ODD) έκλεισε φέτος 10 χρόνια φέρνοντας στο επίκεντρο νέες γυναίκες χορογράφους. Συνεχίζοντας να υποστηρίζει νέα πρωτότυπα έργα, έδωσε το βήμα σε 4 σύγχρονες γυναίκες που με την καταιγιστική τους ενέργεια και τη φρέσκια ματιά τους, κάνουν μία κατάθεση ψυχής αφιερωμένη στην γυναικεία υπόσταση –με οποιονδήποτε τρόπο και αν αυτή εκφράζεται– μέσα σε μία στερεοτυπική κοινωνία.

Η Έλενα Αντωνίου, η Νεφέλη Αστερίου, η Ξένια Κογχυλάκη και η Χαρά Κότσαλη είναι 4 νέες χορογράφοι, που το Σαββατοκύριακο 4 και 5 Μαρτίου, μέσω του χορού, της κίνησης, του βλέμματος και της έκφρασης προσέγγισαν διαφορετικές προβληματικές που τροφοδοτεί το γυναικείο σώμα και τα έμφυλα στερεότυπα: Από την υπερσεξουαλικοποίηση του στριπτίζ έως το φαινόμενο της δαιμονισμένης γυναίκας.

«Τι προηγείται; Το σεξ ή ο έρωτας; Γιατί ξεστομίζονται με τέτοια άνεση χαρακτηρισμοί, όπως αλόγα, σκύλα, γοργόνα, για γυναίκες; Είναι το headbanging ανδρική υπόθεση; Είναι οι γυναίκες δαιμονισμένες που χρειάζονται εξορκισμό; Πού σταματά η ηδονοβλεπτική ματιά πάνω σε ένα γυναικείο σώμα;» Μέσα από αυτές τις ερωτήσεις το ODD αγκαλιάζει το παράδοξο, καταργεί τα σύνορα και κοιτάζει στα μάτια την επόμενη δεκαετία με στόχο να προβληματίσει και να θέσει το ερώτημα: Τι σκέφτεστε όταν σκέφτεστε τον σύγχρονο χορό; Τι είναι τελικά χορός;

4 παραστάσεις αφιερωμένες στη γυναίκα, με το γυναικείο σώμα να πρωταγωνιστεί, ακυρώνοντας προκαταλήψεις και κοινωνικούς διαχωρισμούς, ξεγυμνώνοντας στη σκηνή ζητήματα όπως η αντικειμενικοποίηση του γυναικείου σώματος, ο κοινωνικοπολιτικός του έλεγχος, η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας και η πατριαρχία. Η αντίληψη του γυναικείου σώματος σήμερα, η σύγχρονη αναπαράστασή του αλλά και οι κοινωνικές και πολιτισμικές αναφορές προσεγγίζονται μέσα από την κίνηση και τη «χορική αφήγηση» για να καταλήξουν στα ερωτήματα: πόσο απελευθερωμένο είναι αλήθεια το γυναικείο σώμα και τι αντιπροσωπεύει τελικά στην σύγχρονη κοινωνία;

Οι 4 χορογράφοι, μίλησαν στο Olafaq, αποκαλύπτοντας κομμάτι της αλήθειας τους, της εσωτερικότητάς τους που με τόσο μαγικό τρόπο, μέσω των παραστατικών τεχνών παρουσιάζουν στη σκηνή.

Η Έλενα Αντωνίου, με το «LANDSCAPE» επιδεικνύει αναπολόγητα το σώμα της σε ένα σόλο που παραπέμπει σε στριπτίζ, όπου τελικά όμως κανείς δεν γδύνεται, παρά μόνο το βλέμμα του θεατή. Δημιουργεί τον χώρο προκειμένου το πολιτικό σώμα να υπάρξει ως βαθιά τραυματισμένο αλλά και ελεύθερα σεξουαλικό. Αυτό που εκείνη θέλει να επικοινωνήσει με το έργο της, είναι το μοίρασμα και το «ανοιχτό βλέμμα» όπως μας είπε, το να προσπαθούμε να έχουμε μια εναλλακτική θεώρηση των πραγμάτων.

«Η παράσταση αυτή διερευνά τη σχέση θεατή- παρατηρητή με τον καλλιτέχνη. Το βλέμμα είναι ένα βασικό εργαλείο. Τι συμβαίνει τώρα που ανταλλάζουμε αυτό το βλέμμα; Δίνω χρόνο και χώρο στον θεατή -ο οποίος κινείται κατά τη διάρκεια της παράστασης- να αποφασίσει από ποια πλευρά, από ποια οπτική θα παρακολουθήσει το συγκεκριμένο τοπίο. Κάθε απόφαση, είναι ταυτόχρονα και μια πολιτική και κοινωνική θέση. Είναι σημαντικό ο θεατής να βρίσκεται στο παρόν, να μοιραζόμαστε αυτό το παρόν. Αυτό σημαίνει ότι αν για λίγο αφεθείς δεν μπορεί να γίνει αυτό το μοίρασμα.

 Είναι ένα απαιτητικό έργο, καθώς έχει το στοιχείο της υπερέκθεσης, του επικριτικού βλέμματος. Το σώμα μου λειτουργεί ως καμβάς, δε μου ανήκει. Ξεκινά από εμένα αλλά μιλάει συλλογικά. Είμαι μια γυναίκα στο τώρα, μια γυναίκα που έχει βιώσει το τραύμα της πατριαρχικής κοινωνίας. Το να καταφέρω να περάσω την αλήθεια μου, με ένα βλέμμα, μια κίνηση, μία ανάσα έστω και σε άλλη μια γυναίκα, μου δίνει δύναμη να συνεχίζω γιατί αισθάνομαι ότι μιλάω για όλες μας. Για τη γυναίκεια φύση που είναι πολυεπίπεδη, για την ανισότητα στην πλήρη απόλαυση των δικαιωμάτων μας, για το δικαίωμα ενός τραυματισμένου σώματος να είναι ελεύθερο σεξουαλικά, ότι δεν είναι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο, ότι αυτές οι δύο καταστάσεις αλληλοσυμπληρώνονται. Και η ιδιά η κοινωνία βάζει τη γυναίκεια φύση κάτω από αυτήν την οπτική. Είναι σημαντικό να μοιραστώ ότι μια γυναίκα μπορεί να απολαμβάνει το σώμα της και τον εαυτό της γιατί το επιλέγει εκείνη και όχι κάποιος άλλος.

Η πρώτη μου επαφή με το χορό ήταν σε μικρή ηλικία, όταν στα 4 μου ξεκίνησα ρυθμική γυμναστική. Ήμουν μέχρι τα 15 μου στην εθνική ομάδα. Αυτό που με χαρακτήριζε όμως ήταν η εκφραστικότητα με την κινησιολογική σκοπιά. Ένιωθα ότι έτσι εκφράζομαι, ότι με αυτόν τον τρόπο βγάζω τον εαυτό μου, ήταν ένα σήμα ότι η καλλιτεχνική μου πλευρά ήταν εκεί, παρούσα. Η δημιουργική μου φύση, με βοηθούσε να ισορροπώ την απαιτητική προπόνηση της ρυθμικής. Το ταλέντο καλλιεργείται, μας βρίσκει όταν δίνουμε ψυχή και σώμα σε αυτό που μας αρέσει.

Για μένα ο χορός είναι συνυφασμένος με την ύπαρξή μου. Είναι η εργασία μου, ο τρόπος που παράγω έργο χρησιμοποιώντας το σώμα μου, είναι το εργαλείο μου, από αυτό προσπαθώ να ζήσω και στην Κύπρο είναι δύσκολο. Έχω σπουδάσει στην Ελλάδα, και βέβαια επηρεάζομαι με όλη αυτήν την απαξίωση που βιώνουμε εδώ αλλά ζω σε μια χωρά (Κύπρος) που δεν υφίσταμαι σαν επάγγελμα. Δεν είναι ότι το υποτιμούν, δεν το έχουν καν κατοχυρώσει. Δεν υπάρχουμε. Και εγώ θέλω να υπάρχω μέσω του χορού. Όταν υπάρχει τέτοια έκθεση στο σώμα, υπάρχει ένας άνθρωπος πίσω από αυτό το σώμα που ανοίγεται και το μοιράζεται με το κοινό. Επιλέγω αυτό το μοίρασμα, μέσα από τον χορό και μέσω αυτού επιλέγω να ζω, να πληρώνω το ενοίκιο μου και να υπάρχω».

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

Η Νεφέλη Αστερίου στο «bestiaire» μεταμορφώνεται σε γυναίκα-αράχνη, τίγρη, γαζέλα και πολλά άλλα, σε ένα σόλο που διερευνά τους στερεοτυπικούς ζωομορφικούς χαρακτηρισμούς του γυναικείου φύλου. Αντλώντας έμπνευση από τις κλασικές και κλισέ αποδόσεις ζωικών χαρακτηριστικών στις θηλυκές του είδους μας, το bestiaire αναδιατυπώνει την ερώτηση της ταυτότητας σε μια περίοδο που η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά.

«Στο bestiaire ήθελα να δουλέψω με μια χορευτική́ παρτιτούρα για να δομήσω τις κινήσεις και τις εικόνες που γεννήθηκαν από την έρευνα και τις αναφορές. Ασχολήθηκα με την κίνηση και τους διαφορετικούς τρόπους προσέγγισής της (ποιότητες, χώρος, πρόθεση). Παράλληλα, σημαντικό ρόλο παίζει και ο ήχος, η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Youness Aboulakoul, πάνω στην οποία συνέθεσα την κίνηση. Εξίσου, ο σχεδιασμός των φωτισμών της Ελίζας Αλεξανδροπούλου έρχεται να συμπληρώσει το σύμπαν του έργου και να υπογραμμίσει κινητικές επιλογές. Τέλος, τα κουστούμια και αντικείμενα, που επιμελείται η Ερασμία Καδινοπούλου, αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό και δράσεων αλλά και αισθητικών αναφορών. Η μορφή που έχει πάρει το έργο σήμερα είναι ένας συνδυασμός αρχικών επιθυμιών και κατευθύνσεων που ανοίχτηκαν από́ την ίδια τη διαδικασία.

Πρόκειται για το πρώτο μου έργο, οπότε σίγουρα ένα βασικό ζήτημα είναι η δημιουργία μιας μεθόδου, μιας ρουτίνας που μπορεί να λειτουργήσει ως βάση ασφάλειας για τη δημιουργία. Έπειτα, καθώς πρόκειται για ένα σόλο, έπρεπε να έρθω αντιμέτωπη με τον εαυτό μου, να τον εμπιστευτώ, να τον ακούσω βαθιά και να μάθω επίσης να εμπιστεύομαι τη διαδικασία. Εκεί έρχονται και πολλά ερωτήματα σε σχέση με το γιατί και το πώς του έργου, αλλά και με τα προσωπικά μου κίνητρα μέσα σε αυτό, να μιλήσω με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ειλικρίνεια για τον τρόπο με τον οποίο το σώμα μου τοποθετείται και βιώνει τον κόσμο. Νιώθω ότι μαθαίνω πολλά και προσπαθώ όσο γίνεται να αποφορτίζω τη διαδικασία από τις προσδοκίες του αποτελέσματος. Παραμένω πολύ συνδεδεμένη με την ιδιότητα της ερμηνεύτριας οπότε με ενδιαφέρει να σωματοποιήσω καταστάσεις, γλώσσες και εικόνες αρχικά εγώ η ίδια. Με εμπνέει η κίνηση και μέσω αυτής θέλω να επικοινωνώ και να ανακαλύπτω τις επιθυμίες μου και τις προθέσεις μου στη σκηνή. Συγχρόνως είμαι σαφώς επηρεασμένη από τους ανθρώπους με τους οποίους έχω δουλέψει ως ερμηνεύτρια αλλά και από τους δημιουργούς που θαυμάζω, από διάφορα πεδία τέχνης. Ψάχνω μια προσωπική μέθοδο δοκιμάζοντας τεχνικές που ήδη αναγνωρίζω και προσπαθώντας να επινοήσω νέες».

Στο bestiaire, το (χορευτικό) σώμα προσεγγίζεται ως μια αμείωτη πολυπλοκότητα, ως χώρος αναδιπλώσεων και ρωγμών, ως «εγώ» που αντανακλά το «εσείς».

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

Η Ξένια Κογχυλάκη, στο «Bang Bang Bodies», παρουσιάζει ένα ντουέτο εμπνευσμένο από το headbanging: δύο γυναίκες κουνούν βίαια το κεφάλι τους στον ρυθμό της μουσικής – μια πρακτική συνδεδεμένη κυρίως με άντρες παρά με γυναίκες.

«Το έργο χρησιμοποιεί την πρακτική του headbanging ως χορογραφικό σημείο εκκίνησης. Η πρακτική του headbanging εκτός από την metal και punk σκηνή, αποτελεί μέρος διαφορετικών πολιτισμών και παραδόσεων στην ιστορία της ανθρωπότητας.  Λειτουργεί στο έργο ως μνήμη, προσωπική, κοινωνική και συλλογική.  Η αλλιώς ως μία αλυσίδα αμοιβαιότητας και ανταλλαγής χρόνου, ιδρώτα, αναπνοών, ιστορικών, κοινωνικών αλλά και πολιτικών κυττάρων μεταξύ των σωμάτων, που δεν είναι ποτέ στατική. Αντίθετα, είναι πάντα σε μια ταραχώδη κίνηση. Και αυτό είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του έργου : Η χορογραφική επίδραση της εξάντλησης, της επανάληψης και της συνεχόμενης κίνησης καθώς και το φυσικό επακόλουθο της ζάλης και της αποσταθεροποίησης που προτείνει η κυκλική κίνηση του κεφαλιού.

Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζω στο Bang Bang Bodies είναι ο τρόπος που λειτουργεί το σώμα κατά τη διάρκεια του έργου. Είναι ένα έργο πολύ συγκεκριμένο κινητικά και απαιτεί σωματική προετοιμασία και ειδική ενδυνάμωση. Προσωπικά μου κινεί τόσο το χορευτικό όσο και το χορογραφικό ενδιαφέρον να ανακαλύπτω τους τρόπους που το ίδιο το σώμα βρίσκει λύσεις για να υπάρξει κατά τη διάρκεια αυτής της επαναληψιμότητας. Δηλαδή πώς θα ενεργοποιήσει κάθε φορά άλλους μηχανισμούς,  για να διατηρήσει την επανάληψη, πώς θα γίνει η διαχείριση της ενέργειας μέσα στο έργο και πώς θα διαχειριστεί το σώμα την κατάσταση της ζάλης. Στην προετοιμασία μας για την παράσταση του έργου στο Βερολίνο, φτιάξαμε και μοιραστήκαμε με τη συγχορεύτρια μου Luisa Fernanda Alfonso ένα συγκεκριμένο ασκησιολόγιο το οποίο εφαρμόζουμε πριν τις πρόβες και τις παραστάσεις. Για την παράστασή στο Onassis Dance Dayes έκανα πρόβες στην Αθήνα με μία νέα για το έργο performer τη Χριστίνα Καραγιάννη. κάτι που συνέβαλε στο να αναπτύξω μία μεθοδολογία σχετικά με το πώς μοιράζομαι το κινητικό υλικό και την πρακτική κάθε αυτή, να δω ξανά τα χορογραφικά μου εργαλεία καθώς και να δω το αντίκτυπο της ίδιας της χορογραφίας σε σχέση με την ιστορία ενός άλλου σώματος. 

 Από μικρή ηλικία ο χορός ήταν για μένα μια συστηματική «εξωσχολική» δραστηριότητα. Αργότερα, πήγα στην Πάτρα για να σπουδάσω αρχιτεκτονική και άρχισα να έρχομαι σε επαφή με την αρχιτεκτονική θεωρία και πρακτική με ό,τι αυτό περιλαμβάνει: με έννοιες της σύνθεσης, με τη σημασία του σώματος σε σχέση με την εμπειρία του χώρου, με την ιστορία της τέχνης, με μία κριτική ανάγνωση της σχέσης πολιτισμού, κοινωνίας, ιστορίας και χώρου. Παράλληλα συνέχιζα να έλκομαι από την κίνηση κάθε αυτή και το σώμα γενικότερα. Από τότε θα έλεγα ότι ο χορός δεν είναι απλά η «τέχνη μου» αλλά το πεδίο εργασίας μου. Είμαστε οι εμπειρίες μας και τα βιώματά μας. Θεωρώ ότι η αντίληψή μας για την έννοια και τη φύση του ταλέντου είναι προβληματική. Δεν πιστεύω στην έννοια του ταλέντου. Και οι δεξιότητες αποκτώνται και αναπτύσσονται. Όσο περισσότερο τριβή και εμπειρία έχεις τόσο πιο πολλά ανακαλύπτεις κι η ίδια/ο ίδιος για αυτό που κάνεις. 

 Το να καταφέρει βέβαια ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα, και μάλιστα χορευτής/χορεύτρια ή χορογράφος να βιοπορίζεται μόνο από τον χορό είναι μία πρόκληση. Στην Ελλάδα, τα θεσμικά και συστημικά κενά είναι πολλά. Και έχουν να κάνουν με την απουσία δομών, τόσο εκπαιδευτικά όσο και εργασιακά: από την έλλειψη δημόσιας ανώτατης χορευτικής εκπαίδευσης, τον μειωμένο φετινό προϋπολογισμό των κρατικών επιχορηγήσεων στο χορό, μέχρι τη μη εκπροσώπηση του χορού σε κρατικές σκηνές, την απουσία συλλογικών συμβάσεων και άλλα πολλά. Παρολαυτά, το σίγουρο είναι ότι όσο υπάρχει αυτή η συλλογική υποτίμηση, τόσο δημιουργείται συσπείρωση της εγχώριας χορευτικής κοινότητας, τόσο αναπτύσσονται πρακτικές αλληλοϋποστήριξης, και διευρύνεται ο δημόσιος διάλογος. Κάτι που προσωπικά λειτουργεί ως μία υπενθύμιση και ως ένα διαρκές κίνητρο».

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

Χαρά Κότσαλη, με το «tο be possessed» ξετυλίγει στη σκηνή ένα τελετουργικό για την πνευματοκαταληψία και τον εξορκισμό γυναικών από δαίμονες, του παρελθόντος και του μέλλοντος, προσωπικούς και συλλογικούς.

«Στην παράσταση αυτή αποπειρώμαι να εκθέσω ένα αυτοσχέδιο και ετερώνυμο αρχείο, μαρτυριών, ήχων και εικόνων γύρω από την έννοια της πνευματοκαταληψίας, εμψυχώνοντάς το επί σκηνής. Στόχος μου ήταν να αναρωτηθώ για το πώς το φαινόμενο που στα ελληνικά συνήθως μεταφράζουμε ως δαιμονισμό – το possession- μπορεί να αποτελέσει ένα δρόμο για να σκεφτούμε την πολυφωνικότητα ως καταστατική συνθήκη της ύπαρξης μας. Πρόκειται για την πρώτη μου ατομική χορογραφική δουλειά και αυτό από μόνο του συνιστά για μένα μια πρόκληση σε δημιουργικό αλλά και διαχειριστικό επίπεδο. Συλλέξαμε υλικό μαρτυριών από γυναίκες που μιλούν για εμπειρίες εξορκισμού, αλλά παράλληλα και από γυναίκες που μιλούν για το καλλιτεχνικό έργο, τη μοναξιά, τα συλλογικά κινήματα, ακόμα και παιδιά που μιλούν για τους φανταστικούς φίλους τους. Βασικό εργαλείο της παράστασης θα έλεγα ότι είναι ο ήχος ως διακομιστής μνήμης, η μελωδία ως αόρατη ραχοκοκκαλιά των λέξεων και των φωνών μέσα μας και η ρυθμικότητα ως φασματικός αυτουργός της κίνησής μας. Η μνήμη της καθεμιάς μας είναι αυτό που μας στοιχειώνει, οι φωνές που προηγήθηκαν στην προσωπική ή συλλογική μας ιστορία και μιλούν μέσα στο κεφάλι μας.

Ο χορός είναι η εργασία μου, το επάγγελμά μου, μια γλώσσα που ακόμα μαθαίνω και διαρκώς με εκπλήσσει. Είναι ακόμα ένα εργασιακός κλάδος που αποδεικνύει ότι ξέρει να δίνει μάχες με επιμονή , αλληλεγγύη και όραμα για μια κοινωνία που θα έχει πρόσβαση  στην τέχνη, και μια πολιτεία που θα σέβεται τις/τους καλλιτέχνες και την εργασία τους. Αποφάσισα να ασχοληθώ με το χορό στα 15 μου. Δεν πιστεύω ότι γεννιέται κάποια ή κάποιος με ταλέντο και άλλοι χωρίς. Δυστυχώς, το “ταλέντο” είναι ταξικό προνόμιο ή λογίζεται ως ένα θεϊκό χάρισμα που σε εξιλεώνει από την αμαρτία του να γεννιέσαι χωρίς προνόμια . Είναι κατασκευασμένο συχνά και ως ένα καλό αφήγημα για να ονειρεύονται οι “υποτελείς” τάξεις ότι ο τρόπος να βγουν από την ανέχεια είναι να δουλέψουν σκληρά και ατομικά.  Η ενασχόληση με την τέχνη δεν είναι ένας δρόμος για να δείξεις τα ταλέντα σου και να σε θαυμάσουν επι σκηνής, είναι η αφοσίωση στο αντικείμενό σου με σεμνότητα, διαρκή περιέργεια και συλλογικό πνεύμα.

Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για όποια/οιον επιλέξει να ασχοληθεί επαγγελματικά με το χορό καθώς απουσιάζει παντελώς από την πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, από την συντριπτική πλειοψηφία των δήμων και της περιφέρειας. Υπάρχει μηδενική υποστήριξη των χορευτών και χορογράφων για περαιτέρω εξέλιξη της τέχνης τους με κορωνίδα το προεδρικό διάταγμα 2022/85 που ορίζει τα πτυχία ανώτερης επαγγελματικής εκπαίδευσης ως απολυτήρια λυκείου ξηλώνοντας επαγγελματικά δικαιώματα ακόμα και αναδρομικά Παρόλα αυτά, σε πείσμα των άθλιων συνθηκών και της παντελούς αδιαφορίας της πολιτείας, έχει δημιουργηθεί μια δραστήρια και πολύ αξιόλογη κοινότητα καλλιτεχνών του χορού».

Χαρά Κότσαλη | Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq
Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

➭ Οι επιμελητές του ODD, Ιλειάνα Δημάδη, Αφροδίτη Παναγιωτάκου και Κωνσταντίνος Τζάθας, αναφέρουν: «Αποκαλυπτικές. Αυτό είναι οι γυναίκες-δημιουργοί και ερμηνεύτριες των έργων του φετινού φεστιβάλ χορογράφων της Στέγης. Καμιά τους δεν γδύνεται. Εάν κάτι γδύνεται, είναι το βλέμμα μας πάνω σε ένα επίμαχο σώμα: το γυναικείο. Γιατί με τους χορούς τους ρίχνουν ένα όλοδικό τους, εκτυφλωτικά ανορθόδοξο φως σε μια σειρά από τοξικές πατριαρχικές πρακτικές, σε συστηματικές απόπειρες κοινωνικού ελέγχου στα σώματα και τις επιθυμίες τους: από την αντικειμενικοποίηση του γυναικείου σώματος ως σεξουαλικού φετίχ έως το στριπτίζ αυτό καθαυτό και από τον εξορκισμό δαιμονισμένων θηλυκών έως τη ρητορική μίσους και μειωτικής υποτίμησης με κλισέ λεκτικούς χαρακτηρισμούς, όπως «γαζέλα», «σκύλα» και «φάλαινα». Κοιτάζουν όλες τους κατάματα αυτή τη νέα εποχή, όταν και όπου τα σώματα, οι πόθοι και η σεξουαλικότητά τους -αρσενική, θηλυκή και όποια άλλη- δεν είναι απλώς πεδία μάχης, αλλά επίσης τοπία ενός είδους που επιδεικνύει αναπολόγητα την οντότητά του, όσο παράδοξη κι αν επιθυμεί το ίδιο να είναι. Παράδοξη όσο και το ODD».