Τραγούδι για το αίνιγμα

Εκείνο που από αυτό το ποίημα ξεγλιστρά, όπως και από κάθε ποίημα,
Ανήκουστο είναι και για την πιο οξεία ακοή, ασύλληπτο για το πιο καθαρό βλέμμα και για το πιο κοφτερό μυαλό,
Ούτε γνώση ούτε φήμη, ούτε ευτυχία ούτε πλούτος,
Και, παρ’ όλα αυτά, κάθε καρδιάς και ζωής ο χτύπος ο ακατάπαυστος  σε ολόκληρο τον κόσμο,
Αυτό που εσείς κι εγώ και όλοι πάντα κυνηγάμε και πάντα μας ξεφεύγει,
Φανερό κι όμως μυστικό, το πραγματικό του πραγματικού, μια χίμαιρα,
Ανέξοδο, σε όλους προσιτό, κι όμως κανένας άνθρωπος ποτέ δεν το κατείχε,
Αυτό που οι ποιητές μάταια ζητούν να βάλουνε σε ρίμες, οι ιστορικοί σε αφήγηση,
Αυτό που δεν σμίλεψε ποτέ κανένας γλύπτης, ούτε ζωγράφος, το ζωγράφισε,
Αυτό που τραγουδιστής ποτέ δεν το τραγούδησε, ούτε ρήτορας ή ηθοποιός το εκστόμισε ποτέ,
Εδώ και τώρα εγώ το προσκαλώ διεκδικώντας το για το τραγούδι μου.
Αδιάκριτα, σε δημόσια μέρη, σε στέκια κρυφά, μέσα στη μοναξιά,
Πίσω από τα βουνά και τα δάση,
Συνοδοιπόρος στης πόλης τους πολυσύχναστους δρόμους, μέσα στο πλήθος,
Αυτό και η ακτινοβολία του αδιάκοπα γλιστρούν.

Στη θωριά ενός όμορφου βρέφους που κοιμάται,
Ή, παράδοξα, στην όψη των νεκρών,
Ή στης αυγής το χάραμα και στ’ άστρα μες στη νύχτα,
Σαν πέπλο ονείρου λεπτεπίλεπτο που είναι έτοιμο να διαλυθεί,
Κρύβεται, μα επιμένει.
Δυο μικρές ανάσες λέξεις μέσα τους το κλείνουν
Δυο λέξεις κι όμως τα πάντα, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο, μέσα του κλείνονται.

Πόσο πάθος γι’ αυτό!
Πόσα καράβια δεν άνοιξαν πανιά και βυθίστηκαν για χάρη του!

Πόσοι ταξιδευτές δεν ξεκίνησαν από τα σπίτια τους και δεν γύρισαν ποτέ!
Πόσοι δεν πόνταραν τη διάνοιά τους τολμηρά κι έχασαν για χάρη του!
Πόσα αμέτρητα αποθέματα ομορφιάς, αγάπης δεν διακινδύνεψαν για χάρη του!
Πώς τα κορυφαία κατορθώματα απ’ την αρχή του Χρόνου βρίσκουν σε αυτό το έναυσμά τους – και θα το βρίσκουν μέχρι τέλους!
Πώς όλοι οι ηρωικοί θάνατοι γι’ αυτό!
Πώς στο όνομά του δικαιώνονται οι θηριωδίες, τα δεινά, οι μάχες πάνω στη γη!
Πώς οι λαμπερές σπινθηροβόλες φλόγες του, σε κάθε εποχή και χώρα, τράβηξαν πάνω τους τα μάτια της ανθρωπότητας,
Πλούσιο σαν ηλιοβασίλεμα στην ακτή της Νορβηγίας, στον ουρανό,  πάνω στα νησιά και τους γκρεμούς,
Ή σαν του μεσονυχτίου το φωτοβόλο, σιωπηλό βόρειο σέλας, το απρόσιτο.

Ίσως το έκανε αίνιγμα ο Θεός, τόσο άπιαστο και όμως τόσο αληθινό,
Αυτό έχει η σκοπό η ψυχή και ολόκληρο το ορατό σύμπαν,
Και ο παράδεισος, εντέλει, αυτό έχει σκοπό.