Αντί προλόγου: Η ποίηση είναι ζωντανή και πάλλεται. Η ποίηση δεν είναι των νεκρών και δεν κοιμάται σε βαριά βιβλία. Κάθεται δίπλα μας στο λεωφορείο, τις περισσότερες φορές…Πέντε ποιητές (νεοέλληνες ποιητές) γιορτάζουν μαζί μας την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης μέσω της γραφής τους. Μας χαρίζουν ένα ποίημα και εμείς το δημοσιεύουμε. Γιατί η ποίηση πρέπει να διαβάζεται, να μοιράζεται, να συζητιέται.

Για να μην πεθάνει.

 

Ξεδιψά με την ποίηση η Εσμεράλδα Γκέκα

 

Εσμεράλδα Γκέκα-από την ανέκδοτη συλλογή «Οκτώβρης»

Από ποιον κυκλαδίτικο κενταυρίωνα
δραπέτευσες Τοξότης
κι ήρθες στο Δάσος να εγκατασταθείς
ποδοπατώντας των σωθικών μου τη χλωρίδα;
Άλλο μαγικό πλάσμα κανένα δεν απέμεινε.
Μόνο εσύ.
Που στέκεις με την τόση περηφάνια
Να κόβεσαι και να φωτίζεσαι
απ’ των φεγγαριών σου τα δρεπάνια

 

Δήμητρα Βασιλεία Κοκκόρη-Άτιτλο

Μαμά τα λουλούδια στο βάζο μαράθηκαν.
Δύσκολη η επίτευξη της άνοιξης φέτος.
Κατάπια τα χάπια μου
με ό, τι είχε απομείνει από υγρασία.
Θα σκύψω το κεφάλι
μήπως μπορέσουν πια τα δάκρυα
να αναστήσουν κάτι.
Μαμά, η προοδευτική απώλεια της άρθρωσης
δε μου επιτρέπει πια
καμία επίκληση της ιδιότητάς σου.
Πεινάω
Διψάω
Κρυώνω
Πονάω
(Μαμά)
Και ο χρόνος αυτός ο πανδαμάτωρ
δε γιατρεύει μαμά, μόνο παιδεύει μαμά.
Και δεν περνάει μαμά, μόνο πονάει μαμά.
Και με γερνάει, μαμά.

Θολή και ασπρόμαυρη Δήμητρα Βασιλεία.

 

Η Αγγελίνα Ρωμανού φυσά τον Κλέφτη και κάνει ευχή

Αγγελίνα Ρωμανού-Άτιτλο

Αγαπώ τις γυναίκες με
τα πράσινα μαλλιά
αγαπώ, επίσης και τον τζόγο.
Όταν πηγαίνω ασυνόδευτη στην
όπερα, τους καρφώνω μαργαρίτες
στα χτενίσματα και ποντάρω σ’
όποια ανθίσει πρώτη.

 

Πολυμεταφρασμένος, αλλά και μελοποιημένος Πάνος Σταθόγιαννης

Πάνος Σταθόγιαννης-Ξέχνα με εδώ

Κάποιος ξυπνάει χαράματα. Τοποθετεί σε σκεύος πορσελάνινο τις καταδίκες του. Σε ίδιο σκεύος, παρακεί – φρέσκα κεράσια. Αν ήταν έντομο θα βόμβιζε, θ’ άδειαζε δόντι με φαρμάκι στις ξερολιθιές. Φτύνει στη χούφτα τα κουκούτσια σαν επίλογο.
Αίφνης, το πουθενά είναι βατό σ’ όλα τα πέλματα, αιμομικτεί με το παντού, γυρεύει επειγόντως συνενόχους. Αφού κι εσύ γυρνάς, κατάπληκτη, σελίδες, τραβάς με άγκιστρα τον ήλιο απ’ τις κουρτίνες, ζητάς ελάχιστα, κι αυτά απ’ την αδράνεια. Θέλω να πω – βολεύεσαι με το τίποτα.

*

Μες στις ανάσες σου μονάζω κι επωάζομαι. Ξέχνα με εδώ. Ξέχνα με εδώ. Τα πράγματα είναι κύμα και γυαλί. Τα πράγματα είναι σύνορο. Ε, και τι έγινε, λοιπόν, που ηττηθήκαμε;

Πάνος Στασινός επί το έργο

Πάνος Στασινός: Τέσσερα Καρέ 

1. Καπνίζεις α λα nouvelle vague, μόνη σου,
παγιδευμένη σ’ ένα trendy στέκι.
Ό,τι συμβαίνει γύρω σου δε στέκει·
παίζεις στ’ αυτί σου την ανεμώνη σου.

2. Απόγευμα της ίδιας μέρας· πίνεις
την τρίτη μπύρα σου. Με περιμένεις.
Υποχωρεί το στυλ καταραμένης·
η θλίψη σου με πιάνει εξαπίνης.

3. Η θλίψη μου σε θέλγει· ξενερώνεις
«με τον εαυτό» σου «αρχικά». Νυχτώνει.
«-Νυχτίζει, έλεγα μικρός». Πληρώνεις.
«-Γαμώ την αφρικανική μου σκόνη».

4. Μπαίνεις στ’ αμάξι και με πυροβολείς
με τους μεγάλους μπροστινούς προβολείς.