Αν δεν υπάρχει προορισμός, πώς μπορούμε να ξέρουμε αν υπάρχει σωστός ή λάθος δρόμος;

Κι αν χάσουμε το λεωφορείο, γιατί να σταματήσουμε το ταξίδι;

Γιατί ένας γονιός φοβάται ότι το ονειροπόλο παιδί του «θα πάει χαμένο»;

Και πώς το παιδί, μεγαλώνοντας, μπορεί να μιλήσει στον πατέρα του για όσα το πόνεσαν, για όσα το ενδυνάμωσαν, για όσα το πήγαν μεγάλες, υπέροχες βόλτες στην ζωή;

Πόσο χρήσιμο είναι το άχρηστο;

Με αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα καταπιάνεται ο Θανάσης Λάλας στο πιο προσωπικό του βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός με τίτλο «Η χρησιμότητα του άχρηστου / Γράμμα στον πατέρα μου». 

Από το εξώφυλλο, κιόλας, προετοιμάζει τον αναγνώστη για «την εξομολόγηση ενός ‘’σκουπιδιού’’ που πίστεψε ότι το πέταμα είναι το πέταγμα από την αδιαφορία στο ενδιαφέρον της ζωής.

Κι όμως, το εύθραυστο και εξομολογητικό αυτό έργο του Θανάση Λάλα δεν αφιερώνεται στον πατέρα του, αλλά στην «κόρη του» την Αριάδνη, που την μεγάλωσε σαν δεύτερος πατέρας επί σειρά 18 ετών. Ένα κείμενο-παρακαταθήκη, λοιπόν, που επικοινωνεί φόβους, αγωνίες, παράπονα και γνώσεις σε έναν πατέρα αυστηρό που δεν ζει πια, αλλά απευθύνεται σε μια νέα γυναίκα, σαν μια ριπή ευεργετικού αέρα στο πέταγμά της στην ζωή.

Τα υλικά του Λάλα για να ζει είναι, λίγο πολύ, γνωστά: χρώματα, λέξεις, συναντήσεις, ρήξη με τα κλισέ και τα φορεμένα, ρίσκο, πάθος. Αυτά τα υλικά, όμως, τα κατακτάς, δεν στα χαρίζει κανείς. Ούτε φυσικά σου υπόσχονται την επιτυχία, όπως την εννοούν οι περισσότεροι.

Γράφει κάποια στιγμή μες στο βιβλίο:

«Η επιτυχία μου, πατέρα, αν θέλεις να την ονομάσουμε έτσι για να συνεννοηθούμε είναι ότι βλέποντας πίσω μου, ποτέ δεν ετοίμασα έναν δρόμο για να περπατήσω, πατέρα.»

Ο Θανάσης Λάλας, μέσα από αυτήν την ανεπίδοτη επιστολή, πιάνει το νήμα της αρχής της πορείας του. Θυμάται δύσκολες ιστορίες και μας της λέει με την ποιητική ωμότητα που διακρίνει την γραφή και τον λόγο του. Είχε φύγει για τρεις μήνες από το σπίτι του, όταν ήταν λίγο πριν τα 18, και επέστρεψε.

Ποτέ, μετά από αυτό, δεν ήταν ο ίδιος, γιατί είχαν κιόλας γεννηθεί εκατοντάδες ερωτήματα μέσα του. Αυτά που, χρόνια μετά, θα έθετε στους συνεντευξιαζόμενούς του. Αυτά που λειτουργούν, μέχρι σήμερα, ως πυξίδες και φάροι στην διαδρομή του.

«Πατέρα, όσο ζούσες δεν κατάλαβες ότι αυτό που μας κινεί είναι αυτό που ‘’θέλουμε πολύ’’ κι όχι αυτό που ‘’γνωρίζουμε καλά’’. Αυτό που γνωρίζουμε καλά είναι ήδη νεκρό, πατέρα, ένας νεκρός μέσα μας».