Όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία.

Και αυτό δεν το λέω εγώ.

Το αναφέρουν αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, όπως ο Αριστοτέλης.

Το αναφέρουν σύγχρονοι φιλόσοφοι όπως ο Tomas Hobbes και ο Jean Jacques Rousseau.

Το αναφέρει η ποινική δικονομία, δίνοντας μέχρι και σε καταδικασμένους για ειδεχθείς πράξεις, για βιασμούς και δολοφονίες, το δικαίωμα της επανένταξης (αν το επιθυμούν και οι ίδιοι, φυσικά), ξανά μέσα στον κοινωνικό ιστό.

Το προϋποθέτει το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα και οι πολιτικοί και πολιτειακοί θεσμοί: οι χειρότεροι πολιτικοί του κόσμου, αυτού που τα έχουν κάνει ολότελα σκατά κατά την διάρκεια της παρθενικής τους θητείας, έχουν δικαίωμα στην επανεκλογή και σε μια απόπειρα να εξιλεωθούν πολιτικά και προσωπικά για τις όποιες πράξεις ή παραλείψεις τους.

Αν λοιπόν έχει δικαίωμα στην δεύτερη ευκαιρία ένας άνθρωπος όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, υπό την προεδρία του οποίοι υπέφεραν κυριολεκτικά εκατομμύρια Αμερικανοί, για ποιο λόγο δεν έχει αντίστοιχα το ίδιο δικαίωμα και ο Louis CK;

Ο χειμώνας της δυσαρέσκειάς του

O Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος του 2017 υπήρξε για τον, 55χρονο σήμερα, Louis Székely ο «χειμώνας της δυσαρέσκειας», για να αναφέρουμε και την περίφημη εισαγωγική φράση του «Ριχάρδου Γ’» του Σαίξπηρ («Now is the Winter of our Discontent»).

Τότε ήταν που οι New York Times δημοσίευσαν ένα ρεπορτάζ που ουσιαστικά επιβεβαίωνε τις πολλαπλές καταγγελίες γυναικών (στην συντριπτική τους πλειοψηφία, συναδέλφων του κωμικών), οι οποίες τον είχαν ακολουθήσει αρχικά στο δωμάτιο των κατά τόπους ξενοδοχείων όπου διέμενε όταν έδινε και από μια παράσταση και μετά από 2-3 ώρες και ισάριθμα κρασιά, έγιναν μάρτυρες ενός Louis CK να κατεβάζει τα παντελόνια του.

«Μπορώ να αυνανιστώ για λίγο μπροστά σου;», ήταν η ερώτηση του κωμικού, o οποίος ουδέποτε αξίωσε κάτι άλλο από αυτές. Απλά να τον βλέπουν να την παίζει.

Οι περισσότερες γυναίκες, σοκαρισμένες, είτε έφευγαν από το δωμάτιο, είτε «πάγωναν» από το αμήχανο και το απολύτως απρεπές της ερώτησης και μέχρι να ψελλίσουν έστω κάτι, ο Louis CK είχε τελειώσει αυτό που είχε ήδη αρχίσει δίχως την συγκατάθεσή τους.

Απειροελάχιστες πάλι, ίσως πιο γενναίες, ίσως πιο μεθυσμένες, το είδαν όλο αυτό ως ένα παιχνίδι ή μια σεξουαλική φαντασίωση gone completely wrong και συγκατένευαν προκειμένου ο Louis CK να βγάλει έξω το πέος του και να κάνει αυτό που είχε εξαρχής κατά νου.

Μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες συνέβησαν τα εξής γεγονότα: όλα τα συμβόλαιά του με ιδιωτικές πλατφόρμες, όπως το Netflix ακυρώθηκαν –το ίδιο συνέβη και με όλα του τα stand up comedy σώου σε όλες τις ΗΠΑ, ενώ επίσης σταμάτησαν τα γυρίσματα της ταινίας που ετοίμαζε τότε με τίτλο «I Love You, Daddy» και το φιλμ καταχωνιάστηκε στα ράφια.

Ήταν ένα τίμημα που έπρεπε να πληρώσει, εννοείται. Τα χρέωσε όλα, που λέμε, στην cancel culture της εποχής και κατόπιν έπραξε σοφά και απομονώθηκε σπίτι του. Δεν βγήκε, που λέει ο λόγος, από αυτό ούτε για να πάει μέχρι το περίπτερο να πάρει τσιγάρα.

Μόνος με τις όποιες σκέψεις του. Φαντάζομαι, ήταν πολλές.

Και θα ήταν πολλές όχι επειδή ο Louis CK είναι δα και το πρότυπο του μέσου λευκού, προνομιούχου άνδρα: ο ίδιος είναι το ακριβώς αντίθετο, ένας τύπος που, εν πολλοίς, ζει και τρέφεται μέσα από ένα διαρκές πλέγμα σεξουαλικών φαντασιώσεων. Άκακων μεν, φαντασιώσεων δε.

Φαντάζομαι ότι συνέβη γιατί το stand up comedy είναι ένα αρχετυπικά ναρκισσιστικό επάγγελμα, στο οποίο εκτίθεσαι για να λες ό,τι εξυπνάδα (στα περισσότερα κράτη του κόσμου) ή μπούρδα (στο ελληνικό stand up) σου κατεβαίνει στο μυαλό και κατόπιν έχεις το ακαταλόγιστο: «το είπα για πλάκα», θα πεις ή, αντίστοιχα, «όλα είναι στα πλαίσια της κωμωδίας μου».

Ναι, είναι αλήθεια: αν είσαι stand up κωμικός, είναι πιθανό να πάσχεις από μια ελαφριά ή πιο σοβαρή μορφή ναρκισσισμού, ένα entitlement ότι μπορείς να πεις το ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ και να την βγάλεις καθαρή.

Αν δίπλα σε αυτήν την mild περίπτωση ναρκισσιστικής διαταραχής, προσθέσεις και την σχεδόν έμφυτη (και ουχί επίκτητη) επιδειξιμανία του κάθε κωμικού που εκθέτει εαυτόν και τις νευρώσεις και τα ελαττώματα του, κατά αξιωματικά γουντιαλενικό τρόπο, ενώπιον χιλιάδων ανθρώπων, τότε έχεις ένα δυνητικά ύποπτο ψυχολογικό κοκτέιλ που μπορεί κάλλιστα να σε οδηγήσει στο να τραβάς νεαρές συναδέλφους σου στα δωμάτια και να τις δείχνεις το πουλί σου.

Τι καλείται «κακή συμπεριφορά»;

O βετεράνος αμερικανός κωμικός Gilbert Gottfried, αμέσως μετά το περιστατικό με τον Louis CK, εξέφρασε την, κατ’ εμε, ψύχραιμη και απολύτως σωστή, άποψη ότι «υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα κακής συμπεριφοράς, αν είσαι ένα δημόσιο πρόσωπο. Και το κοινό καταλαβαίνει την διαφορά σε αυτά και μπορεί να συγχωρέσει κάποιον».

[Στη συνέχεια της συνέντευξής του, ο εξαιρετικός Gottfried, παραμένοντας πρωτίστως κωμικός, είπε το εξής φανταστικό αστείο: «από όλη αυτή την ιστορία, αυτό που με σόκαρε περισσότερο ήταν το ότι ο Louis δεν κάλεσε και εμένα στο δωμάτιο του, να την παίξει μπροστά μου. Προσωπικά, προσβλήθηκα». Είπαμε, οι κωμικοί είναι ναρκισσιστές και θέλουν να τραβούν, πάση θυσία, τα φώτα πάνω τους. Ο Gottfried το επιβεβαίωσε αυτό με τον πιο ξεκαρδιστικό τρόπο].

Πάντως ο βετεράνος κωμικός προέβλεψε ακριβώς ό,τι συνέβη και στον Louis CK: το κοινό, προϊόντος του χρόνου και αφού πέρασαν αρκετοί μήνες, κατάλαβε ότι ο stand up comedian έκανε μεν κάτι για το οποίο έπρεπε να πληρώσει ένα τίμημα (κοινωνικής ντροπής, προσωπικής ξεφτίλας, κακής έκθεσης απέναντι στις δυο έφηβες κόρες του, οικονομικής ζημιάς, χώρια τα δεκάδες memes που κυκλοφόρησαν κατόπιν με κεντρικό μότο το «ο Louis CK είναι μαλάκας. Κυριολεκτικά»).

Όμως η πλειοψηφία του κοινού, εξίσου σοφά, κατανόησε ότι απέναντι του δεν είχε ένα ανθρωπόμορφο τέρας όπως ο Harvey Weinstein, ο Roman Polanski, ο Bill Cosby ή ο Jeffrey Epstein, απολύτως ωμούς κακοποιούς και εξέχοντες εκπροσώπους του κοινού ποινικού δικαίου, που βίαζαν ανήλικα κορίτσια και μετά, λόγω της οικονομικής τους θέσης και των συμφωνιών τους με άτομα μέσα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, δωροδοκούσαν και την έβγαζαν καθαρή, δρώντας επί δεκαετίες υπό αυτό το άνομο καθεστώς.

Πίσω από την αδιευκρίνιστα υποκειμενική θολούρα εννοιών όπως «Δικαιοσύνη» και «Ηθική», όλοι μας, αν είμαστε πραγματικά ειλικρινείς με τον εαυτό μας, μπορούμε να παραδεχτούμε και να διακρίνουμε την διαφορά ανάμεσα στον βιασμό / σεξουαλική κακοποίηση και την σεξουαλική παρενόχληση που εμφορείται από ποταπά κίνητρα, ερωτικές φαντασιώσεις και μερικά λίτρα αλκοόλ.

Εντέλει, το κοινό πιστεύω ότι, απολύτως εγωκεντρικά, ιεράρχησε τις ίδιες του τις προτεραιότητες: προτιμώ να έχω «λυμένο» αλλά ντροπιασμένο ες αεί ίσως το σπουδαιότερο κωμικό μυαλό της υφηλίου και να γελάω μαζί του για τα επόμενα 20-30 χρόνια της καριέρας του;

Ή, αντίθετα, προτιμάω να έχω έναν εσώκλειστο στο σπίτι του και ακυρωμένο από όλους πρώην κωμικό και να μην ξανακούσω ποτέ τίποτα από αυτόν, ακόμη και αν έχω περάσει απίστευτα ωραία βλέποντας τα stand up show του;

Πιστεύω ότι η μπαλάντζα αυτή, στο τέλος της ημέρας, έδειξε προς όφελος του Louis CΚ, γεγονός που άλλωστε επιβεβαιώθηκε όταν ο ίδιος αποφάσισε να βγει από την αυτοεξορία της οικίας του και να εκθέσει ξανά εαυτόν στο σανίδι ενός θεάτρου, αποφασίζοντας ότι οι ημέρες της μαλακίας του πέρασαν ανεπιστρεπτί και ότι δεν θα αφήσει ποτέ ξανά τον εαυτό του να συμπεριφερθεί τόσο ποταπώς και αναξιοπρεπώς απέναντι σε μια γυναίκα -απόδειξη, ότι εντέλει τον συγχώρεσαν και οι περισσότερες από τις γυναίκες αυτές που έγιναν μάρτυρες των πράξεών του.

Το κοινό τον υποδέχτηκε σαν να μην είχε περάσει μια μέρα από την ντροπιαστική αυτή κηλίδα στο cv του –το είδαμε να συμβαίνει και στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2019, όταν μας επισκέφτηκε για ένα ειδικό stand up σώου.

Το είδα και στο πρώτο stand up special που κυκλοφόρησε μετά από όλη του αυτή την περιπέτεια, το «Sincerely», όπως αντίστοιχα και στο δεύτερο, ονόματι «Sorry» που κυκλοφόρησε μόνο στο προσωπικό του site πριν μερικούς μήνες.

Σε αυτό, πέραν του καταφανώς απολογητικού, ως προς το παρελθόν, τίτλου του, ο Louis CK αυτοσαρκάζεται ευφυώς, συνδέοντας τις συνθήκες της πανδημίας με την δική του «αυτοεξορία»: «Είχαμε πανδημία λοιπόν τα δυο τελευταία χρόνια και κλειστήκατε όλοι στο σπίτι σας. Όπως και εγώ δηλαδή πολύ πριν την πανδημία», λέει και το θέατρο σηκώνεται να χειροκροτήσει σε standing ovation αυτό το τεράστιο, το πολύ μεγάλο κωμικό μυαλό.

Και τέλος πάντων, ακόμη και αν κάποτε αποφασίζαμε να ακυρώσουμε άπαξ και δια παντός τον Louis CK, θα υπήρχε πάντα το παρακάτω δεκάλεπτο skit, ίσως ό,τι πιο τολμηρά αστείο (και ξεκαρδιστικώς τολμηρό) έχει ειπωθεί ποτέ στην αμερικανική τηλεόραση, προκειμένου να μας υπενθυμίζει ότι ο Louis Székely θα ανήκει για πάντα στο πάνθεον των σπουδαιότερων κωμικών όλων των εποχών.