Το απόγευμα της 30ής Απριλίου του 1974, ένας άγνωστος άντρας εισβάλει στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, το γνωστό ΜοΜΑ, κρατώντας ένα μπουκαλάκι με σπρέι.

Κατόπιν, φτάνει μπροστά στον υπέροχο, αντιπολεμικό πίνακα του Πάμπλο Πικάσο, την «Γκερνίκα» και μπροστά στα μάτια των έντρομων επισκεπτών και των φρουρών (οι οποίοι δεν πρόλαβαν να επέμβουν και απλά τον κοιτούσαν) ψεκάζει τις λέξεις «Kill lies All» πάνω στον πίνακα, φωνάζοντας την ίδια στιγμή πολύ δυνατά «Είμαι καλλιτέχνης, καλέστε τον έφορο [έργων τέχνης]».

Ο, τότε 31χρονος, ζωγράφος Τόνι Σαφράζι συνελήφθη άμεσα. Στην απολογία του τόνισε ότι με την πράξη του αυτή «ήθελε να αλλάξει και τον κόσμο, κάνοντας μια διαμαρτυρία κατά του πολέμου του Βιετνάμ».

Σήμερα, σχεδόν κανείς δεν θυμάται την πράξη του σήμερα 79χρονου Σαφράζι, ο οποίος παρεμπιπτόντως είναι ένας επιτυχημένος έμπορος τέχνης και ιδιοκτήτης γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Και δεν την θυμάται γιατί, ενώ ήταν μια από τις πρώτες τόσο προβεβλημένες δημόσιες απόπειρες βανδαλισμού ενός τόσο σημαντικού πίνακα (ενός εκ των ιστορικότερων του 20ου αιώνα και με βαρύνουσα ιστορική σημασία από πίσω του), εντούτοις δεν ήταν η τελευταία, όπως φάνηκε και από το πρόσφατο κύμα βανδαλισμών σε διάφορα έργα τέχνης ανά τον κόσμο.

Ωστόσο, ήταν μια από τις πρώτες φορές που ο κόσμος (της Τέχνης ή μη) αναρωτήθηκε σιωπηλά και φωναχτά: τί είναι αυτό που μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να καταστρέψει ένα έργο τέχνης και μάλιστα μέσα στον χώρο ενός μεγάλου μουσείου;

Για ποιο λόγο οι δυο ακτιβίστριες πέταξαν προ ημερών… ντοματόσουπα στα διάσημα «Ηλιοτρόπια» του Βαν Γκογκ, στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου; Ήθελαν, είπαν, να διαμαρτυρηθούν για την κλιματική αλλαγή. Και βρήκαν ως όπλο τους την ντοματόσουπα, άσχετα αν τα εργαλεία και τα μέσα των επιθέσεων υπήρξαν, ανά τις δεκαετίες, πολλά και διαφορετικά: από μπογιά μέχρι μπαλτάδες και μαχαίρια. Και από απλό σπρέι μέχρι… σφαίρες.

Οι βανδαλισμοί έργων τέχνης δεν είναι καινούργιο φαινόμενο λοιπόν, καθώς υπάρχει μια μακρά ιστορία τέτοιων περιστατικών.

Π.χ. στις 21 Μαΐου του 1972, ένας ουγγρο-αυστραλός γεωλόγος, ο 33χρονος Λάζλο Τοθ, ξέφυγε από τους φύλακες στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, πήδηξε πάνω στο άγαλμα της «Πιετά» του Μιχαήλ Άγγελου και άρχισε να το χτυπάει με ένα σφυρί φωνάζοντας «Είμαι ο Ιησούς Χριστός [σ.σ: εξού και η ηλικία του] και έχω αναστηθεί από τους νεκρούς».

Και, οκ, αυτός ήταν ένας ξεκάθαρα ψυχολογικά ασταθής βάνδαλος που δεν ήθελε να κάνει απαραίτητα κάποιου είδους δήλωση ή statement. Ωστόσο, η ζημιά ήταν τεράστια μετά από συνολικά 15 πολύ δυνατά χτυπήματα: το αριστερό χέρι της Παρθένου έσπασε στον αγκώνα και ένα μέρος της μύτης και του βλεφάρου της επίσης ράγισε. Πήρε πολύ καιρό στους συντηρητές έργων τέχνης να επαναφέρουν το διάσημο γλυπτό στην αρχική του κατάσταση.

Το ίδιο ψυχικά ασταθής (και ασθενής) ήταν και ο Βρετανός Ρόμπερτ Κέιμπριτζ, ο οποίος το 1988, με μια καραμπίνα που είχε κρύψει κάτω από το παλτό του, αφού πρώτα διέλυσε το τζάμι που προστάτευε ένα μεγάλο σχέδιο με κάρβουνο που δημιούργησε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι το 1500 και κρεμόταν στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, στην συνέχεια κατάφερε να ανοίξει στο έργο μια τρύπα διαμέτρου 25 εκατοστών.

Ο δράστης είπε ότι το έκανε επειδή «μισούσε τις πολιτικές της Μάργκαρετ Θάτσερ και την ίδια την πρωθυπουργό», αλλά η συνέχεια ήταν λίγο έως πολύ προδιαγεγραμμένη: ο ίδιος κλείστηκε σε ίδρυμα για ψυχιατρικά ασθενείς και το έργο έκανε πολύ καιρό μέχρι να περισωθεί και να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση.

Ενας από τους πλέον «πολύπαθους» πίνακες που κατά καιρούς, άγνωστο γιατί, έχουν υποστεί επιθέσεις και βανδαλισμούς είναι η «Νυχτερινή Φρουρά» του Ρέμπραντ που εκτίθεται στο Ρέικσμουζεουμ του Άμστερνταμ.

Με διαφορά 80 ετών, το έργο υπέστη τρεις τεράστιες καταστροφές: πρώτα στις 13 Ιανουαρίου του 1911, όταν ένας άνεργος μάγειρας του Ναυτικού επιτέθηκε στον πίνακα με ένα μαχαίρι, αλλά αυτό δεν μπόρεσε να διαπεράσει το παχύ στρώμα βερνικιού του πίνακα, κατόπιν το 1975, όταν ο (εξίσου) άνεργος δάσκαλος Γουίλιαμ ντε Ρικ χάραξε δεκάδες γραμμές στον πίνακα με ένα μαχαίρι, προτού τον απομακρύνουν οι φύλακες και τέλος το 1990, όταν ένας δραπέτης ψυχιατρικής κλινικής ψέκασε τον πίνακα με οξύ. Γενικά, παλιά, αν ήσουν άνεργος, μάλλον την «έπεφτες» σε έναν πίνακα του Ρέμπραντ.

Και αν στην πρώτη περίπτωση, ο πίνακας… φθηνά την γλύτωσε, στις δυο τελευταίες οι συντηρητές έφτυσαν αίμα μέχρι να τον επαναφέρουν στην αρχική του κατάσταση: ειδικά στην επίθεση του 1975 χρειάστηκαν πάνω από έξι μήνες για να αποκατασταθεί ο πίνακας, γι αυτό και οι υπεύθυνοι του μουσείου αποφάσισαν, προκειμένου να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, να τον εκθέτουν από τότε και στο εξής πίσω από έναν, ειδικά διαμορφωμένο για την ασφάλεια του πίνακα, γυάλινο θάλαμο.

Ένας άλλος πίνακας του Ρέμπραντ, η «Δανάη» (του 1636) δέχθηκε επίθεση στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης, τον Ιούνιο του 1985. Ένας άνδρας, που αργότερα κρίθηκε «ψυχολογικά ασταθής», πέταξε πρώτα θειικό οξύ στον καμβά και μετά τον έκοψε με ένα μαχαίρι. Η αποκατάσταση του έργου διήρκεσε 12 χρόνια, έως το 1997, για το λόγο αυτό έκτοτε και αυτός ο πίνακας προστατεύεται από ένα ειδικό θωρακισμένο γυαλί γύρω του.

Ένας ακόμα διάσημος πίνακας που προκαλεί… φρενίτιδα στους απανταχού επίδοξους βανδαλιστές είναι ο «Χριστός του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού» του Σαλβαντόρ Νταλί. Αμφιλεγόμενος ο Καταλανός ζωγράφος, αμφιλεγόμενο και το έργο και κάπως έτσι, κάποιοι βρήκαν ικανό «πάτημα» να αποπειραθούν να το καταστρέψουν, αρχικά το 1961, όταν ένας 22χρονος επιτέθηκε πρώτα με μια πέτρα και στη συνέχεια με τα ίδια του τα χέρια στο έργο και στη συνέχεια, το 1981, όταν ένας άνδρας το πυροβόλησε με αεροβόλο τουφέκι. Ευτυχώς τότε τον πίνακα τον προστάτεψε το προστατευτικό γυαλί που είχε τοποθετηθεί μπροστά του, ως αποτέλεσμα της προηγούμενης επίθεσης.

Αλλά και ο «Στοχαστής» του Ογκίστ Ροντέν έχει πέσει θύμα βανδαλισμού σε δυο διαφορετικά σημεία του κόσμου. Καθώς ο διάσημος γλύπτης έφτιαξε πολλά εκμαγεία του πρωτοτύπου, τα οποία κατέληξαν σε διάφορες τοποθεσίες ανά την υφήλιο, ένας εκ των «Στοχαστών» του, αυτός έξω από το Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ, έπεσε θύμα έκρηξης, όταν τον Μάρτιο του 1970, τρεις ράβδοι δυναμίτη έσκασαν μπροστά του, κόβοντας τα κάτω πόδια και προκαλώντας ζημιά στη βάση του αγάλματος. Ο δεύτερος «Στοχαστής» του, στο Μπουένος Άιρες έγινε στόχος βανδαλισμού το 2011, όταν τον έβαψαν με ροζ σπρέι.

 

Αυτή βέβαια που εκνευρίζει περισσότερο τους ακτιβιστές, τους ημίτρελους και τους βανδαλιστές είναι η «Τζοκόντα» η οποία εκτίθεται στο Λούβρο. Να οφείλεται στο αινιγματικό της χαμόγελο; Ποιος ξέρει.

Το ζήτημα είναι ότι το έργο του Ντα Βίντσι, από το 1503, έχει υποστεί συνολικά πέντε φορές επιθέσεις. Η αρχή έγινε το 1956 όταν μία γυναίκα επιχείρησε να ρίξει οξύ στον πίνακα, πετυχαίνοντας το κάτω μέρος του, ενώ λίγους μήνες μετά ο Βολιβιανός Ούγκο Βιλέγας πέταξε στον πίνακα μία μεγάλη κοτρόνα, καταστρέφοντας ένα τμήμα του χρώματος, στον αριστερό αγκώνα της «Μόνα Λίζα». Το 1957 λοιπόν, μπήκε θωράκιση γύρω από το έργο και ευτυχώς να λέμε γιατί αυτή η θωράκιση ήταν που προστάτευσε τον πίνακα από τις επόμενες επιθέσεις.

Τον Απρίλιο του 1974, και ενώ εκτίθετο προσωρινά στο Εθνικό Μουσείο του Τόκιο, μια γυναίκα ευρισκόμενη σε αναπηρικό αμαξίδο, ενοχλημένη από την «πολιτική προσβασιμότητας» του μουσείου για τους ανάπηρους, ψέκασε με κόκκινη μπογιά το τζάμι του πίνακα, ενώ το 2009 μια Ρωσίδα που είχε εξοργιστεί επειδή της αρνήθηκαν τη γαλλική υπηκοότητα, πέταξε μια κούπα με καφέ πάνω στο έργο. Την ίδια χρόνια, τέλος, ένας Ρώσος επισκέπτης πέταξε στο έργο μία κεραμική κούπα, που είχε αγοράσει από το κατάστημα με τα σουβενίρ που βρίσκεται μέσα στο μουσείο. Η κούπα εξοστρακίστηκε πάνω στο προστατευτικό και έγινε χίλια κομμάτια γύρω από τον πίνακα.

Τέλος, να αναφέρουμε και την… οργή των πρώτων σουφραζέτων απέναντι στα έργα τέχνης.

Στις 10 Μαρτίου του 1914 η Βρετανίδα Μαίρη Ρίτσαρντσον μπήκε στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου και επιτέθηκε με έναν… μπαλτά χασάπη στον πίνακα του Βελάσκεθ, «Η Αφροδίτη του Ρόκμπι», δηλώνοντας κατόπιν ότι το έκανε ως διαμαρτυρία για την σύλληψη μιας άλλης σουφραζέτας, της Έμελιν Πάνκχερστ, ηγέτιδα του Women’s Social and Political Union.

Η Ρίτσαρντσον έκανε επτά τομές στον πίνακα, που παρ΄ όλα αυτά αποκαταστάθηκαν με επιτυχία. Όσο για την ίδια καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση, τη μέγιστη επιτρεπόμενη πάντως για την καταστροφή έργων τέχνης.

«Προσπάθησα να καταστρέψω τον πίνακα της πιο όμορφης γυναίκας της μυθολογικής ιστορίας ως ένδειξη διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση για την σύλληψη της Πάνκχερστ, η οποία είναι η πιο όμορφη προσωπικότητα της σύγχρονης ιστορίας. Η Δικαιοσύνη είναι στοιχείο ομορφιάς, όπως το χρώμα και το περίγραμμα στον καμβά», είπε η ίδια η δράστις, αν και σχεδόν 40 χρόνια μετά, σε συνέντευξή της, άλλαξε το αφήγημα και ισχυρίστηκε ότι το έκανε επειδή… «δεν της άρεσε ο τρόπος με τον οποίο οι άντρες επισκέπτες έβλεπαν τον πίνακα».