Ο Le Corbusier το 1920 ήταν ήδη 33 ετών.

Τότε άκουγε ακόμη στο πραγματικό του όνομα, το Σαρλ Εντουάρ Ζανερέ, που έλαβε αμέσως μετά τη γέννησή του, στις 6 Οκτωβρίου του 1887 σε μια πόλη της ορεινής Ελβετίας.

Ο Σαρλ το καλοκαίρι του 1920 γνωρίζεται με την Amédée Ozenfant, μια γαλλίδα κυβιστή ζωγράφο. Λίγους μήνες μετά, συνεπαρμένοι ο ένας από το πνέυμα του άλλου, διατυπώνουν το μανιφέστο «Purism», το οποίο θα δημοσιευτεί στο γαλλικό περιοδικό L’ Esprit Nouveau.

Λίγο μετά, πάλι στο L’Esprit Nouveau ο Ζανερέ υιοθετεί για πρώτη φορά το… καλλιτεχνικό και αρχιτεκτονικό ψευδώνυμό του, το «Le Corbusier» και αμέσως μετά εκθέτει τα, κατά τη γνώμη του, «πέντε σημεία / αρχές της σύγχρονης αρχιτεκτονικής»: δηλαδή την ανύψωση του κτηρίου (διαμέσου πιλοτών) και την απελευθέρωση των τοίχων από τη στατική τους λειτουργία, την ολοένα και μεγαλύτερη ελευθερία στον σχεδιασμό και τη διαμόρφωση των ορόφων, την πλήρη απελευθέρωση της μορφής της πρόσοψης ενός κτιρίου, την υιοθέτηση και κατασκευή ενός οριζόντιου, μακρόστενου παραθύρου που καλύπτει την ελεύθερη πρόσοψη και επιτρέπει τον ομοιόμορφο φωτισμό των δωματίων και τέλος την υιοθέτηση της επίπεδης οροφής και την διαμόρφωση ενός πρώιμου «roof garden» πάνω σε αυτή.

(Ειρήσθω εν παρόδω, να πούμε εδώ ότι η λέξη «πιλοτή» είναι γλωσσικό δάνειο της γαλλικής λέξης «pilotis» που περιγράφει το σύνολο από κολόνες ή “pilots” που στηρίζουν ένα κτίριο, στο ισόγειό του).

Η Villa Savoye [Βίλα Σαβουά], που ολοκληρώθηκε το 1931 εγκολπώνει και τα πέντε αυτά σημεία της νέας αρχιτεκτονικής ματιάς του Le Corbusier.

Το 1923, ο Le Corbusier έκανε το επόμενο, κρίσιμο βήμα για το μέλλον της Αρχιτεκτονικής, καθώς δημοσίευσε το βιβλίο “Vers Une Architecture” (μτφ. «Για Μία Αρχιτεκτονική», που κυκλοφορεί μεταφρασμένο και στα ελληνικά). Σε αυτό το βιβλίο πήγε την Αρχιτεκτονική στο μέλλον, εφαρμόζοντας πάνω της τις αρχές των αυτοκινήτων, των αεροπλάνων και των πλοίων σε κτίρια και χαρακτηρίζοντας το σύγχρονο σπίτι και τη «νέα οικία» ως «μια μηχανή για να ζεις».

«Το βιβλίο αυτό του Λε Κορμπιζιέ υπερασπίζεται την ομορφιά των βελτιωμένων βιομηχανικών σχεδίων, όπως αυτά των αεροπλάνων, των αυτοκινήτων ή των υπερωκεάνιων πλοίων- προτείνει έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο δόμησης των πόλεων, ευνοώντας τους ψηλούς και λεπτούς πύργους που περιβάλλονται από άφθονο πράσινο, και παρουσιάζει τις “πέντε αρχές” του Le Corbusier για τον σύγχρονο σχεδιασμό. Τώρα, έναν αιώνα αργότερα, οι θεωρίες αυτές έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης του κάθε επίδοξου αρχιτέκτονα, αλλά κάποιες από αυτές είναι επίσης και εξαιρετικά αμφισβητούμενες. Ορισμένοι επικριτές του Ελβετού, υποστηρίζουν ότι η άκαμπτη προσέγγισή του, ιδίως σε σχέση με τις αρχές του πολεοδομικού σχεδιασμού, αποτυγχάνει να εμπλέξει τις πολιτισμικές “αποχρώσεις” των διαφόρων ετερόκλητων κοινοτήτων, οδηγώντας σε “εχθρικά” αστικά περιβάλλοντα που δημιουργούν αποξένωση. Παρόλα αυτά, η κληρονομιά του Le Corbusier είναι σημαντική, καθώς αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τους αρχιτέκτονες όταν διερευνούν την ισορροπία μεταξύ λειτουργικότητας, αισθητικής, συμβολισμού και κοινωνικού αντίκτυπου των σχεδίων τους», αναφέρει χαρακτηριστικά στο αφιερωματικό της άρθρο για τον Le Corbusier η ρουμάνα αρχιτέκτονας και συγγραφέας Maria-Cristina Florian.

«Στο πρόσωπό του εκφράστηκε ιδανικά η νεωτερικότητα του εικοστού αιώνα, με όλες τις αντιφάσεις και τις αντιπαραθέσεις της. Υπήρξε ένας οικουμενικός άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών, που συνδύασε τη θεωρία με την πράξη και δημιούργησε ταυτόχρονα ως αρχιτέκτονας, ζωγράφος και πολεοδόμος, χτίζοντας σε τρεις ηπείρους και γράφοντας βιβλία που μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες. Η επιρροή του γεφύρωσε πολιτικές αντιθέσεις, διαμόρφωσε γενιές μαθητών και βεβαίως γενιές επικριτών», σημείωνε προ λίγων ετών ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, καθηγητής Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ καθώς και μεταφραστής του βιβλίου του Λε Κορμπιζιέ και έγκριτος «Λεκορμπιζιολόγος».

Ο Le Corbusier και ο Μπρουταλισμός

Το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου και η οικονομική (και οικοδομική…) επανεκκίνηση της μισοκατεστραμμένης Ευρώπης θα εκτοξεύσει τη Νέα Αρχιτεκτονική στην par excellence «επιστήμη της ανοικοδόμησης της Καινούργιας Ευρώπης».

Ο Le Corbusier αρχίζει να πειραματίζεται με το ακατέργαστο σκυρόδεμα, διαμορφώνοντας τον «Μπρουταλισμό» (Brutalism) – από το γαλλικό Béton Brut (ακατέργαστο σκυρόδεμα).

Από το 1946 μέχρι το 1960, ο Le Corbusier σχεδιάζει και ολοκληρώνει πολλά από τα πιο χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά έργα του, όπως την Unité d’Ηabition στη Μασσαλία, το παρεκκλήσι του Notre Dame du Haut στο Ronchamp, το μοναστήρι της La Tourette και το Carpenter Center for the Visual Arts, το μοναδικό κτίριο που εμπνεύστηκε και κατασκεύασε στις ΗΠΑ.

«Ο Λε Κορμπιζιέ ήταν για την αρχιτεκτονική ό,τι ακριβώς και ο Πικάσο για τη ζωγραφική: μια θεόρατη και εγωκεντρική δημιουργική δύναμη που άλλαξε τους κανόνες της για πάντα», γράφει στη βρετανική εφημερίδα «Guardian» ο Ρόουαν Μουρ, προσθέτοντας εμφατικά ότι «το “Για μια Αρχιτεκτονική” κρύβει ηχηρές δηλώσεις, με πιο διάσημη το ότι “ένα σπίτι είναι μια μηχανή για να μένει κανείς μέσα” και έσπευσε να προτείνει νέους τρόπους οικοδόμησης πόλεων, με ουρανοξύστες μέσα σε τεράστιους κήπους ή πολυώροφα συγκροτήματα με “βίλες -διαμερίσματα”, όπου κάθε σπίτι έχει τον δικό του κήπο». 

Φυσικά, οι μεταγενέστεροι και οι συνεχιστές του δηλώνουν σήμερα «άλλοι άνθρωποι μετά την μελέτη του έργου του».

«Δεν θα μπορούσα επ’ ουδενί να είχα κάνει κάποια από τα έργα μου χωρίς την συμβολή του Λε Κορμπιζιέ», τονίζει εμφατικά ο αμερικανός αρχιτέκτονας Φρανκ Γκέρι, προσθέτοντας ότι «ο Λε Κορμπιζιέ υιοθέτησε μια ελευθερία και μια σύνδεση με την ανθρωπότητα και τη φύση. Δεν αποφάσισα συνειδητά να τον ακολουθήσω. Ήταν ενστικτώδες, ό,τι κι αν ήταν. Ηταν σαν τα σχέδια του Πικάσο, ο οποίος μας επηρέασε όλους, όπως και ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο σπουδαίος Ρεμ Κουλχάας, υποστηρίζοντας ότι «τα πολεοδομικά σχέδια του Λε Κορμπιζιέ είναι άκρως επιθετικά και εννοείται ότι δεν προορίζονται για την πραγματικότητα», καταλήγοντας ότι «σχετίστηκα πολύ περισσότερο με το έργο, παρά με τα γραπτά του. Ο συγγραφέας Λε Κορμπιζιέ είναι υπερβολικά προτρεπτικός».

Σύμφωνα με την Ελβετική Κυβέρνηση, η οποία δημοσιοποίησε την ένταξη των δημιουργημάτων του Λε Κορμπιζιέ στα μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco, το έργο του Κορμπιζιέ «αποτελεί μια κεντρική συμβολή στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και τα έργα του εκφράζουν τις εξαιρετικές αρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές απαντήσεις στις κοινωνικές προκλήσεις του 20ού αιώνα».

Τέλος, να αναφέρουμε και το ότι συνολικά 18 Έλληνες αρχιτέκτονες δούλεψαν στο αρχιτεκτονικό εργαστήριο του Λε Κορμπιζιέ από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 ως το 1965, που ο Ελβετός αρχιτέκτονας έχασε την ζωή του όταν έπαθε καρδιακή προσβολή κολυμπώντας.

Ανάμεσά στους 18 αυτούς ήταν και ο σπουδαίος Αριστομένης Προβελέγγιος, ο οποίος μετέφερε στην Ελλάδα την ιδέα του Λε Κορμπιζιέ για τον σχεδιασμό μιας «κατοικίας-ατελιέ» δημιουργώντας τη δεκαετία του 1950 την κατοικία της γλύπτριας Ιωάννας Σπιτέρη στην οδό Κυκλάδων 6.

Η επίδραση του Λε Κορμπιζιέ στην αθηναϊκή αρχιτεκτονική είναι ξεκάθαρη και εμφανής σε κτίρια και οικίες όπως η Κατοικία Αλέξανδρου Ξύδη στο Μετς, το δημόσιο σχολείο του Αγίου Δημητρίου στη λεωφόρο Παπάγου, γνωστό και ως «Στρογγυλό» λόγω του σχήματός του και φυσικά το Ωδείο Αθηνών στην Ρηγίλλης.

«Εργάστηκα για να δώσω στους ανθρώπους αυτό που έχουν περισσότερο ανάγκη σήμερα: τη σιωπή και την ειρήνη», είπε ο ίδιος ο Λε Κορμπιζιέ λίγα χρόνια πριν πεθάνει.

Ενδεχομένως και να το κατάφερε.