Το πρώτο κουδούνι της χρονιάς ήχησε και οι μαζεμένοι μαθητές στο προαύλιο -χωρίς να είναι έτοιμοι ψυχολογικά- πήραν τα βιβλία που θα τους συντροφεύσουν για τους υπόλοιπους μήνες. Με τη σάκα φορτωμένη, συζητούν για τις διακοπές του καλοκαιριού. Τα πρώτα γέλια ήδη έχουν ακουστεί που κάποιες φορές συνοδεύονται με εξίσου χαριτωμένες βρισιές.

Όχι, οι βρισιές δεν είναι κάποια μαντεψιά ή αποκύημα της φαντασίας μου, είναι καταγεγραμμένες στον εγκέφαλό μου, όπως και οι διάλογοι που λαμβάνουν χώρα κάθε μέρα κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Δυστυχώς, το σπίτι μου βρίσκεται απέναντι από σχολείο και ο ήχος ταξιδεύει τόσο καθαρά μέχρι τα αυτιά μου, με το νευρικό μου σύστημα να δίνει ένα καθημερινό αγώνα ώστε να βρίσκεται σε φυσιολογικά για τον οργανισμό επίπεδα. Η απαραίτητη πληροφορία που πρέπει να έχετε για να αντιληφθείτε τη μαγεία αυτού του βιώματος είναι ότι πρόκειται για παιδιά δημοτικού. Οποιαδήποτε ηλικία πριν ή μετά, δεν θα δημιουργούσε αυτή τη συνεχή και ακατάπαυστη ένταση.

Οι ηλικίες 6 -12 έχουν μία αστείρευτη ενέργεια που σε συνδυασμό με τις λέξεις που μαθαίνουν κάθε μέρα σου τρώνε μαρτυρικά και τη δική σου ενέργεια όσο αναγκάζεσαι να είσαι αποδέκτης των ήχων που δημιουργούν. Το κλείσιμο των παραθύρων δεν αποτελεί λύση, αφού ηχομόνωση δεν υπάρχει, όπως και στις περισσότερες πολυκατοικίες που έχουν φτιαχτεί πριν το 2000 στην Αθήνα. Όσων το σπίτι βρίσκεται απέναντι από δημοτικό σχολείο, ήδη έχετε καταλάβει το μέγεθος της προβληματικής και τον αντίκτυπο που προκαλεί στην ψυχική υγεία. 

Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι οι ιαχές που ακούγονται σε κάθε διάλειμμα αλλά και κατά τη διάρκεια των ωρών της γυμναστικής, με τις οποίες είναι σα να προσπαθούν να γλιτώσουν από κάποιον κίνδυνο με άμεσες συνέπειες για τον εαυτό τους. Οι διάλογοι είναι αυτοί που μου προκαλούν τη μεγαλύτερη θλίψη και τα περισσότερα νεύρα. Όχι, δεν συζητάνε για την αγαπημένη τους παιδική εκπομπή που βλέπουν καθημερινά μετά το σχόλασμα, ούτε για τις εξωσχολικές δραστηριότες, ούτε για το αγαπημένο τους φαγητό. Αναπαράγουν με διαφορετικό τρόπο τους τσακωμούς των γονιών που εκτυλίσσονται στο σπίτι είτε μπροστά τους, είτε σε διπλανό δωμάτιο.

Αυτές είναι μερικές φράσεις που άκουσα την περασμένη χρονία κι ακόμη δεν έχω ξεχάσει. «Το κάνεις λάθος, πόσο άχρηστος είσαι;», «θα κάνεις αυτό που σου λέω, εγώ ξέρω καλύτερα», «δεν αντέχω να σε ακούω άλλο, σκάσε!» και η καλύτερη όλων «άμα σε πιάσω στα χέρια μου, θα δεις τι έχεις να πάθεις!». Σίγουρα υπάρχουν κι άλλες που αδυνατώ να ανακαλέσω αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες έχουν ειπωθεί περισσότερο και μάλλον “τρεντάρουν” περισσότερο στο περιβάλλον που μεγαλώνουν.

«Όλα ξεκινούν από το σπίτι», συνηθίζουμε να λέμε όταν ακούμε για κάποιον συμβάν ανάμεσα σε ανήλικους είτε εντός είτε εκτός σχολικού περιβάλλοντος και περιέχει οποιαδήποτε μόρφη βίας. Σκεπτόμενη τον εαυτό μου σε αντίστοιχη ηλικία, θυμάμαι τις επιθετικές τάσεις, τα νεύρα και το ατελείωτο άγχος που με κατέβαλε συνεχώς, χωρίς να είμαι σε θέση να αναγνωρίσω ότι πήγαινε κάτι στραβά με τη συμπεριφορά μου. Αυτή η αναγνώριση δεν εντοπίστηκε ποτέ, ούτε από τους γονείς μου, ούτε από τους δασκάλους.

Πιο βαριά περιστατικά βίαιης και έκρυθμης συμπεριφοράς ήταν στο επίκεντρο, με αποτέλεσμα εγώ κι άλλα παιδιά σαν εμένα να αναγνωριζόμαστε ως “κανονικότητες”. Κανονικότητες που δεν ήταν απειλή για το συνόλο, ούτε το διατάρασσαν με κάποιον τρόπο. Οι δικές μας “εκρήξεις” είχαν μία έντονη νευρικότητα – η οποία κάποιες φορές συνοδευόταν με φωνές – και οι οξύθυμες αντιδράσεις έβγαιναν στην επιφάνεια σε αναμενόμενες σε συνθήκες, όπως στο διάλειμμα και τη γυμναστική.

Το έδαφος σε αυτές τις καταστάσεις ήταν πρόσφορο, ώστε να βγάλουμε προς τα έξω με ανησυχητική φυσικότητα αυτές τις αντιδράσεις, που κάθε άλλο παρά υγιείς ήταν. Όλοι ήμασταν αποδέκτες των ξεσπασμάτων των συμμαθητών μας, οι οποίοι δεν είχαν καμία επίγνωση των πράξεών τους, ώστε να αντιληφθούν ότι ξεπερνούσαν τα αποδεκτά όρια, παραβιάζοντας συνεχώς τα όρια των υπολοίπων, που αυθόρμητα αναγκάζονταν να αμύνονται και στη συνέχεια να περάσουν κι αυτοί στην επίθεση, προκειμένου να προστατευτούν.

Δεν χρειάζεται να συνδέσετε την παραπάνω περιγραφή με τη σωματική βία. Μέχρι να φτάσουμε σε αυτή υπάρχουν πολλά ενδιάμεσα στάδια που μπορούν να εντοπιστούν, ώστε αυτή να αποφεχθεί. Τα περισσότερα περιστατικά της εμφανίζονται κατά την εφηβεία, μετά το δημοτικό, όμως τα σημάδια που δείχνουν προς αυτή μπορούν να εντοπιστούν από πριν.

Τα παιδιά που βιώνουν αρνητικές ή τραυματικές εμπειρίες από τους γονείς τους, αυτόματα αναπτύσσουν τους δικούς τους μηχανισμούς διαχείρισης, με το σχολικό περίγυρο να επηρεάζεται άμεσα από αυτούς. Τα παιδιά «μεταφέρουν τις ιστορίες τους στο σχολείο», με διάφορους ανοιχτούς ή συγκαλυμμένους τρόπους. Οι ανοιχτοί τρόποι είναι οι πιο εύκολα εντοπίσιμοι. Οι δάσκαλοι που έχουν παρακολουθήσει μαθήματα ψυχολογίας στο πανεπίστημιο, αλλά και την εμπειρία που έχουν αποκτήσει, έχουν την ικανότητα να αναγνωρίσουν συμπεριφορικές δυσλειτουργίες ή ψυχοκοινωνικές ελλείψεις.

Ποιες είναι αυτές οι συμπεριφορές;

Κατά την αλληλεπίδραση κυρίως με τα παιδιά της ηλικίας τους, καθώς με αυτά συσχετίζονται άμεσα, μπορεί να έχουν έντονες αντιδράσεις ανταγωνιστικού χαρακτήρα ή συγκαλυμμένου άγχους που να εμφανίζεται μέσω της αντιδραστικότητας, της διάσπασης προσοχής, της υπερκινητικότητας ή της συναισθηματικής υπερδιέγερσης μετά από το βιώμα κάποιου περιστατικού το οποίο μπορεί να τους θυμίζει ανάλογο που έχει λάβει χώρα πολλάκις στο περιβάλλον του σπιτιού.

Με αυτόν τον τρόπο μεταφέρονται τα βιώματα/ συναισθήματα τόσο στους δασκάλους, όσο και στους συνομηλίκους που νοιώθουν αναλόγως: σύγχυση, ένταση, άγχος, οργή, λύπη ή αντίθετα αμφιθυμικά και έντονα οργισμένα συναισθήματα, αφού δεν μπορούν να διαχειριστούν τη δυσλειτουργικότητα των αντιδράσεων ή συμπεριφορών, και, ανάλογα με τη δικιά τους προσωπικότητα, εκπαίδευση ή κατανόηση και υποστήριξη που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν, αντιδρούν με το δικό τους τρόπο.

Το σίγουρο είναι ότι αυτά τα παιδιά στις πιο έντονες ή ακραίες περιπτώσεις μεταδίδουν πολύ άγχος, ένταση, δημιουργώντας συχνά αντικρουόμενα συναισθήματα και αντιδράσεις στους γύρω τους. Εξαιτίας αυτής της μετάδοσης αρνητικών συναισθημάτων και εμπειριών είναι πιθανό να δημιουργούνται περιστατικά έντασης, χωρίς να υπάρχει κάποιος προφανής λόγος που μπορεί να αναγνωριστεί ως αιτία.

Τα παιδιά που ακούω κάθε μέρα απέναντι από το σπίτι μου είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα που μπορεί να δοθεί ως περιγραφή γι αυτή την προβληματική. Στην πραγματικότητα τα νεύρα μου δεν προκαλούνται από αυτά, αλλά από τους γονείς τους. Θα ήταν άδικο να κατηγορήσω παιδιά δημοτικού, επειδή συμπεριφέρονται όπως αρμόζει στην ηλικία τους και άθελά τους μεταφέρουν τα βιώματά τους στο προαύλιο.

Κατηγορώ τους γονείς που δεν μπορούν να εντοπίσουν το μέγεθος του κακού που τους προκαλούν. Πλάθουν γεμάτες άγχος και νεύρα προσωπικότητες, οι οποίες έχουν επιθετικές τάσεις τις οποίες δεν έχουν μάθει ελέγχουν. Το θετικό πρόσημο είναι ότι οι νεότερες γενιές δεν φοβούνται να επενδύσουν στην ψυχοθεραπεία, σε αντίθεση με τους γονείς τους που θεωρούν ότι δεν την έχουν ανάγκη. Θεωρούν ότι όλα τα έχουν πράξει καλώς, όμως στην πραγματικότητα πιο “κακώς” δεν γίνεται.

Το σχολείο απέναντι μου θα συνεχίζει να είναι μία πηγή αναπαράγωγης φράσεων από τις “Οικογενειακές Ιστορίες”, μέχρι να αλλάξει ριζικά και καθολικά ο τρόπος διαπαιδαγώγησης των παιδιών που (ναι) ξεκινάει από το σπίτι. Εγώ θα συνεχίζω να υπομένω αυτό το -δίχως τέλος- ηχητικό μαρτύριο, που εμπεριέχει μία εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία υβριστικών, υποτιμητικών και σεξιστικών σχολίων. Κάθε μέρα αντί να χτυπήσει το ξυπνητήρι, οι βρισιές από τις -κατά τ’ άλλα- όμορφες παιδικές φωνούλες παίρνουν τη θέση του.

Κάθε μέρα που ανοίγω τόσο βίαια τα μάτια μου, κατηγορώ αυτούς τους γονείς για τα δικά μου βιώματα, που προσπαθώ να μην με επηρεάζουν. Τις 5 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας, η καλή μέρα δεν φαίνεται από το πρωί, αλλά από το πως θα εξελιχθεί στην πορεία. Αγωνιστικούς χαιρετισμούς σε όσους συμπάσχουν, σε αυτούς τους γονείς, ούτε «καλήμερα».