Κάποια στιγμή συνήθως γύρω στα εννιά ή δέκα χρόνια, όπου κάτι αλλάζει στο βλέμμα του παιδιού μπροστά στο βιβλίο. Μέχρι τότε το σχολείο είναι ένας κόσμος καθοδηγούμενος, ο δάσκαλος δείχνει, το παιδί επαναλαμβάνει κι όλα μοιάζουν σχετικά απλά. Μα από τη στιγμή που το παιδί περνά από το “μαθαίνω να διαβάζω” στο “διαβάζω για να μάθω”, κάτι βαθύτερο αρχίζει να ζητείται: η ικανότητα να μάθει μόνο του. Εκεί ακριβώς γεννιέται ο όρος “studentship”, μια λέξη δύσκολη να μεταφραστεί πλήρως που σημαίνει όχι απλώς το “να είσαι μαθητής”, αλλά το πως είσαι μαθητής κι αυτή η ιδιότητα δεν εξαντλείται στα μαθητικά και φοιτητικά χρόνια.
Το studentship είναι το σύνολο των δεξιοτήτων, συνηθειών και στάσεων που επιτρέπουν στον μαθητή να μαθαίνει ανεξάρτητα, αποτελεσματικά και με διάρκεια. Δεν είναι χάρισμα ούτε προνόμιο, δεν υπάρχει παιδί που “το έχει” εκ γενετής και άλλο που δεν το έχει. Είναι μια ικανότητα που καλλιεργείται, που χτίζεται μέσα από παρατήρηση, εξάσκηση, καθοδήγηση και ανατροφοδότηση. Με άλλα λόγια είναι ένα μάθημα μέσα στο μάθημα και συνήθως είναι αυτό που λείπει περισσότερο.
Πολλά παιδιά φτάνοντας στο γυμνάσιο, φαίνονται “αδιάφορα”, “απρόσεκτα”, με μεγάλη δόση τεμπελιάς. Στην πραγματικότητα, αυτό που τους λείπει δεν είναι η ευφυΐα, αλλά η μεθοδολογία. Δεν ξέρουν πως να διαχειριστούν έναν μακροπρόθεσμο στόχο, πως να σπάσουν ένα μεγάλο καθήκον σε μικρά βήματα, πως να οργανώσουν τον χρόνο και τον χώρο τους, πώς να επανέρχονται μετά από αποτυχία. Ό,τι ονομάζουμε “πειθαρχία”, συχνά δεν είναι παρά η εκπαίδευση αυτής της δεξιότητας. Αν αυτό δε γίνει κτήμα μας, αυτή η αδυναμία μας συνοδεύει μετέπειτα και στην όποια επαγγελματική μας καριέρα.
Από ένα σημείο και μετά το σχολείο αλλάζει μορφή. Ο μαθητής δεν καλείται απλώς να απομνημονεύσει, αλλά να επεξεργαστεί, να συνδυάσει, να συνδέσει. Η ύλη γίνεται πιο πυκνή, τα κείμενα απαιτούν περισσότερο στοχασμό, οι εργασίες ξεπερνούν τη μέρα ή την εβδομάδα κι εκεί η απουσία του studentship αποκαλύπτεται. Το παιδί που είχε μάθει να ακολουθεί οδηγίες, τώρα πρέπει να επινοήσει τη δική του πορεία και συχνά δεν ξέρει από που να αρχίσει.
Σε αυτό το σημείο ο ρόλος των γονιών και των καθηγητών-παιδαγωγών αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Πολλά παιδιά δεν έχουν δει ποτέ τι σημαίνει πραγματική επιμονή, πως μοιάζει η συγκέντρωση, η αποτυχία, η επανεκκίνηση. Οι γονείς εργάζονται, παλεύουν, ανησυχούν, αλλά τα παιδιά δεν βλέπουν αυτή τη διαδικασία. Βλέπουν το αποτέλεσμα, όχι τον αγώνα κι έτσι η προσπάθεια για εκείνα παραμένει κάτι αφηρημένο, μια σύσταση χωρίς περιεχόμενο.
Η ψυχολόγος Carol Dweck μίλησε για το περίφημο growth mindset, τη νοοτροπία της ανάπτυξης, την πεποίθηση ότι η ικανότητα δεν είναι στατική, αλλά οικοδομείται μέσω της προσπάθειας. Όμως η προσπάθεια, για να έχει νόημα, χρειάζεται μορφή, δομή, πράξη. Δεν είναι απλώς “βάζω τα δυνατά μου”. Είναι πως τα βάζω, πόσο τα επιμένω, με ποια στρατηγική προχωρώ. Το studentship δεν είναι μόνο ζήτημα θέλησης, είναι και ζήτημα τεχνικής και μας συνοδεύει στην πορεία μας.
Η σχέση γονιού και παιδιού στη διαδικασία αυτή είναι λεπτή. Όσο μεγαλώνει το παιδί, τόσο διεκδικεί την αυτονομία του. Οι γονείς συχνά αποσύρονται από ανάγκη ή από σεβασμό. Όμως η πλήρης απόσυρση μπορεί να αφήσει κενό. Αν δεν υπάρχει παρουσία, αν δεν υπάρχει εκείνη η διακριτική επίβλεψη που θυμίζει ότι κάποιος νοιάζεται, τότε το παιδί μπορεί να χαθεί στη μοναξιά της ευθύνης του. Η παρουσία χωρίς έλεγχο είναι ίσως η πιο δύσκολη μορφή αγάπης, αλλά και η πιο ουσιαστική.
Ένας πρακτικός τρόπος να προσεγγίσει κανείς αυτή την ισορροπία είναι να μετατρέψει την επίβλεψη σε πειραματική συνεργασία. Αν το παιδί αντιδρά στη βοήθεια, μπορεί ο γονιός να το ενθαρρύνει να προβλέψει το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας: «Πόσο καλά πιστεύεις ότι θα τα πας;» Και μετά να συγκρίνουν το αποτέλεσμα με την πρόβλεψη. Αν υπάρχει απόκλιση, τότε μπορούν να δοκιμάσουν κάτι νέο. Με αυτόν τον τρόπο η πειθαρχία δεν επιβάλλετα δομείται μέσα από την εμπειρία.
Η ουσία του studentship λοιπόν, βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην ελευθερία και στη στήριξη, στη δοκιμή και στην επιμονή. Δεν είναι ένα πρόγραμμα με σαφή όρια, αλλά μια στάση απέναντι στη μάθηση και, ευρύτερα, απέναντι στη ζωή. Το παιδί που μαθαίνει πως να μαθαίνει, χτίζει ένα είδος αυτογνωσίας: αναγνωρίζει τα όριά του, τα εργαλεία του, τις ανάγκες του κι αυτή η αυτογνωσία είναι που αργότερα το βοηθά όχι μόνο στο σχολείο, αλλά σε κάθε πεδίο όπου καλείται να σταθεί μόνο του.
Η εποχή μας, γεμάτη ταχύτητα, άπειρες πληροφορίες και ψηφιακές περισπάσεις, καθιστά το studentship πιο πολύτιμο από ποτέ. Δεν αρκεί να έχει κανείς πρόσβαση στη γνώση, πρέπει να ξέρει πώς να τη διαχειριστεί, πώς να την κρατήσει, πως να την επεξεργαστεί. Η ανεξάρτητη μάθηση είναι η νέα μορφή ελευθερίας και η καλλιέργειά της ξεκινά από το σχολείο, αλλά δεν τελειώνει ποτέ.
Στο τέλος το studentship δεν είναι απλώς μια παιδαγωγική έννοια. Είναι μια στάση ύπαρξης. Είναι η συνειδητοποίηση ότι η μάθηση δεν είναι υποχρέωση, αλλά τρόπος να συμμετέχεις ενεργά στον κόσμο. Ότι η προσπάθεια δεν είναι βάρος, αλλά μορφή δημιουργίας κι ότι κάθε παιδί, για να φτάσει εκεί, χρειάζεται κάποιον να του δείξει όχι μόνο τι να μάθει, αλλά πώς να μαθαίνει με περιέργεια, με συνέπεια και με εκείνη τη σιωπηλή πίστη πως ό,τι κατακτά κανείς με κόπο, μένει.
*Με στοιχεία από το Psychology Today
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.





