Για χρόνια τα podcasts παρουσιάστηκαν ως το πιο “αθώο” μέσο της ψηφιακής εποχής. Δεν έχουν οθόνη, δεν απαιτούν βλέμμα, δε σε καθηλώνουν. Τα ακούς περπατώντας, οδηγώντας, πλένοντας πιάτα, ζώντας. Έγιναν το ιδανικό soundtrack της πολυάσχολης ζωής μας, το τέλειο άλλοθι για να μη μένει ούτε ένα κενό λεπτό χωρίς περιεχόμενο κι όμως ίσως ακριβώς εκεί βρίσκεται το πρόβλημα: τα podcasts δεν γεμίζουν απλώς τον χρόνο μας, γεμίζουν τον εγκέφαλό μας μέχρι κορεσμού.
Η εμπειρία είναι γνώριμη. Ακουστικά στα αυτιά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στο μετρό, στον δρόμο, στο σπίτι. Ειδήσεις, αφηγήσεις, αναλύσεις, ιστορίες άλλων ανθρώπων. Η σιωπή γίνεται σχεδόν αφόρητη, ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί άμεσα. Όμως ο εγκέφαλος δεν είναι φτιαγμένος για να βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση λήψης. Χρειάζεται κενά, παύσεις, χώρους χωρίς ερέθισμα για να λειτουργήσει ουσιαστικά.
Οι νευροεπιστήμονες μιλούν για το default mode network, το «δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας» του εγκεφάλου. Είναι το σύστημα που ενεργοποιείται όταν δεν κάνουμε τίποτα συγκεκριμένο: όταν χαζεύουμε, όταν περπατάμε χωρίς στόχο, όταν αφήνουμε το μυαλό να περιπλανηθεί. Εκεί γεννιέται η αυτοαφήγηση, η επεξεργασία των συναισθημάτων, η αίσθηση του εαυτού. Είναι το σημείο όπου η εμπειρία μετατρέπεται σε νόημα. Όταν όμως στα αυτιά μας παίζει ασταμάτητα μια ξένη αφήγηση, αυτό το εσωτερικό σύστημα σιωπά, παραμερίζεται.
Τα podcasts δεν είναι παθητική κατανάλωση. Είναι γνωστικά απαιτητικά. Ο εγκέφαλος ακολουθεί χαρακτήρες, γεγονότα, επιχειρήματα, συναισθηματικές κορυφώσεις. Ακόμα κι αν νομίζουμε ότι “απλώς ακούγονται στο βάθος”, στην πραγματικότητα καταλαμβάνουν κρίσιμους πόρους προσοχής. Αυτό που ονομάζουμε multitasking είναι στην ουσία συνεχές task switching: ο εγκέφαλος πηδά από τη μία εργασία στην άλλη πληρώνοντας κάθε φορά ένα μικρό γνωστικό τίμημα. Το αποτέλεσμα είναι κόπωση, μειωμένη συγκέντρωση και μια αίσθηση διάχυτης πνευματικής θολούρας.
Η σύγχρονη ζωή ευνοεί αυτή τη σύγχυση. Τα podcasts συνδυάζονται με περπάτημα, οδήγηση, δουλειές σπιτιού. Δραστηριότητες “αυτόματες”, όπως τις λένε οι επιστήμονες. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν κάτι απρόβλεπτο απαιτήσει προσοχή. Τότε ο εγκέφαλος πρέπει να αποσπάσει πόρους από την αφήγηση που ακούει, με πραγματικό ρίσκο. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί σταματούν να ακούν podcasts όταν οδηγούν: το σώμα διαισθητικά καταλαβαίνει αυτό που ο εγκέφαλος δυσκολεύεται να παραδεχτεί.
Τα podcasts αφηγούνται ιστορίες κι οι ιστορίες έχουν δύναμη. Όταν ακούμε μια καλή αφήγηση, ενεργοποιούνται τα ίδια εγκεφαλικά δίκτυα που θα ενεργοποιούνταν αν ζούσαμε την εμπειρία οι ίδιοι. Με άλλα λόγια για όσο διαρκεί το podcast ζούμε μέσα στο μυαλό κάποιου άλλου. Το πρόβλημα είναι ότι το κάνουμε συνέχεια. Αν κάθε κενό γεμίζει με ξένες αφηγήσεις, πότε βρίσκουμε χώρο για τη δική μας;
Η σιωπή, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται είναι ενεργή κατάσταση. Έρευνες δείχνουν ότι ακόμα και σύντομα διαστήματα σιωπής μειώνουν την αρτηριακή πίεση, επιβραδύνουν τον καρδιακό ρυθμό και ενισχύουν τη νευρογένεση. Στη σιωπή ο εγκέφαλος “ανασυντάσσεται”. Στη σιωπή γεννιούνται σκέψεις που δε θα εμφανίζονταν ποτέ κάτω από συνεχή ακουστική διέγερση. Η πλήξη, τόσο δαιμονοποιημένη σήμερα είναι συχνά προϋπόθεση δημιουργικότητας.
Το ερώτημα δεν είναι τι κάνουν τα podcasts στον εγκέφαλό μας, αλλά τι δεν του αφήνουν να κάνει. Δεν του αφήνουν χώρο να βαρεθεί, δεν του αφήνουν χώρο να ακούσει τον κόσμο, δεν του αφήνουν χώρο να ακούσει εμάς τους ίδιους. Σε μία ολοένα αυξανόμενη κατάσταση υπερπληροφόρησης βρες απλά τη δύναμη να πατήσεις pause. Να αφήσεις τα ακουστικά στην τσέπη και να θυμηθείς πως ακούγεται η σκέψη σου όταν δεν τη σκεπάζει καμία φωνή.
*Mε στοιχεία από το VOX
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.





