Σε μια εποχή όπου η πληροφορία ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός και η δημόσια κρίση σχηματίζεται μέσα σε δευτερόλεπτα, η λεγόμενη “κουλτούρα της ακύρωσης” έχει αναδειχθεί ως μια από τις πιο ισχυρές και ταυτόχρονα πιο αμφιλεγόμενες κοινωνικές δυνάμεις. Από τη μία πλευρά δίνει βήμα σε φωνές που για δεκαετίες παρέμεναν στο περιθώριο, από την άλλη δημιουργεί ένα τοπίο όπου το παραμικρό λάθος ακόμα κι αν είναι ακούσιο ή ανήκει στο μακρινό παρελθόν μπορεί να μετατραπεί σε δημόσια καταδίκη.
Σε αυτό το κλίμα η ανάγκη για κοινωνική ευαισθησία και η δίκαιη απαίτηση για λογοδοσία συναντούν μια σκοτεινή πλευρά: τον φόβο του λάθους κι όταν ο φόβος αυτός συνδυάζεται με την ιδεοψυχαναγκαστική τάση για τελειότητα γεννιέται κάτι που ειδικοί αποκαλούν ανεπίσημα «Cancellation OCD», δηλαδή μια εμμονική ανησυχία ότι κάθε μας λέξη ή πράξη μπορεί να γίνει αφορμή για ακύρωση.
Η γέννηση μιας νέας εμμονής
Δεν πρόκειται για μια επίσημη διάγνωση, αλλά για μια παραλλαγή των ιδεοψυχαναγκαστικών διαταραχών που τρέφεται από το περιβάλλον της “απόλυτης κρίσης”. Ο άνθρωπος που βιώνει το φαινόμενο αυτό δεν απλώς προσέχει τι λέει ή γράφει, το ξαναδιαβάζει έξι φορές, το ξαναγράφει δύο, το δείχνει σε φίλους για επιβεβαίωση και ακόμη κι έτσι διστάζει. Στο μυαλό του ξεσπούν ερωτήματα σαν δηλητηριώδεις ψίθυροι: «Κι αν κάποιος το παρερμηνεύσει;» «Κι αν ξέχασα κάτι σημαντικό;» «Κι αν, χρόνια μετά, αυτό επιστρέψει για να με καταστρέψει;»
Οι σκέψεις αυτές δεν έχουν πάντα βάση στην πραγματικότητα, όμως η αίσθηση της απειλής είναι τόσο ισχυρή που οδηγεί σε αποφυγή: από το να μην ποστάρει τίποτα στα κοινωνικά δίκτυα, μέχρι να ελέγχει μανιωδώς παλιές αναρτήσεις ή να αναπαράγει ξανά και ξανά στο μυαλό του παλιές συζητήσεις, ψάχνοντας σημάδια «ενοχής».
Η συμμαχία με την τελειομανία
Η κουλτούρα της ακύρωσης με την αστραπιαία ετυμηγορία και τις μόνιμες συνέπειες, γίνεται γόνιμο έδαφος για την τελειομανία. Δημιουργεί την αίσθηση ότι μόνο το αψεγάδιαστο είναι ασφαλές, ότι ένα και μόνο λάθος μπορεί να γκρεμίσει ό,τι έχτισε κάποιος με κόπο. Ενισχύει την ασπρόμαυρη σκέψη, ή είσαι «καλός» ή «κακός» και κάνει την αυτοκριτική να μετατρέπεται σε αδιάκοπη αυτομαστίγωση. Δεν είναι πλέον η υγιής φιλοδοξία να αποδίδεις καλά, αλλά η αγωνιώδης ανάγκη να είσαι τέλειος για να νιώθεις ασφαλής.
Το να βγει κανείς από αυτόν τον φαύλο κύκλο μοιάζει τρομακτικό. Ο εγκέφαλος φωνάζει ότι η καριέρα, η φήμη, ακόμη και η αξιοπρέπειά του βρίσκονται σε κίνδυνο κι όμως η μόνη διέξοδος περνά από την αποδοχή της αβεβαιότητας και την αντίσταση στην εμμονική αναζήτηση ασφάλειας. Η μέθοδος έκθεσης και παρεμπόδισης αντίδρασης (ERP), η πιο αποτελεσματική θεραπεία για το OCD προσφέρει ένα πλαίσιο: δημοσιεύοντας κάτι χωρίς ατέλειωτες διορθώσεις, αντιστεκόμενος στην παρόρμηση να σβήσει παλιό περιεχόμενο μόνο και μόνο από φόβο, μιλώντας σε δημόσιους χώρους χωρίς να έχει διασφαλίσει την “τέλεια” φράση.
Η διαδικασία είναι δύσκολη. Γι’ αυτό και χρειάζεται αυτο-συμπόνια: να υπενθυμίζει κανείς στον εαυτό του ότι τα λάθη δεν τον ορίζουν, ότι μπορεί να τα αναγνωρίσει, να τα διορθώσει και να συνεχίσει. Παράλληλα χρειάζεται να ζει με βάση τις αξίες του, την ειλικρίνεια, τη δικαιοσύνη, τον σεβασμό και όχι με βάση τους φόβους που υπαγορεύει η διαταραχή.
Η αλλαγή δεν μπορεί να είναι ατομική υπόθεση. Όπως χρειάζεται να δείχνουμε κατανόηση στον εαυτό μας, έτσι χρειάζεται να την επεκτείνουμε και στους άλλους. Να αντιμετωπίζουμε τα λάθη όχι ως αφορμές για διασυρμό, αλλά ως ευκαιρίες για διάλογο, μάθηση και βελτίωση. Ένας κόσμος χωρίς λογοδοσία είναι επικίνδυνος, αλλά το ίδιο κι ένας κόσμος χωρίς συγχώρεση.
Η κουλτούρα της ακύρωσης δεν είναι μοιραίο να μετατραπεί σε εργαλείο φόβου. Μπορεί να γίνει πεδίο αυθεντικότητας, θάρρους και συμπόνιας αν επιλέξουμε να την χρησιμοποιήσουμε έτσι. Γιατί στο τέλος η πραγματική ασφάλεια δεν κρύβεται στην τελειότητα, αλλά στην αλήθεια και στην ανθρώπινη ικανότητα να αλλάζουμε.
*Με στοιχεία από το Psychology Today.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.