Η τριετία 1987-1989 ήταν άκρως διαμορφωτική για τα γούστα μου ως προς τη μουσική: μεταξύ αυτών των 1.000 ημερών άκουσα, μεταξύ 10-12 ετών, τα πρώτα σπουδαία άλμπουμ της ζωής μου μετά την ενασχόλησή μου με τις κασέτες του Χάρρυ Κλυνν (το Appetite For Destruction ήταν ένα από αυτά, όπως αντίστοιχα και το The Dark Side Of The Moon) τα οποία αγόρασα σε βινύλιο και τα έπαιξα ad nauseam στο οικογενειακό Technics πικάπ μέχρι οι γονείς μου να ξεράσουν το γάλα των γιαγιάδων μου.

Όταν το 1990 αγοράσαμε και την πρώτη μας σιντιέρα, εκεί έγινε το έλα να δεις, με δεκάδες cd να κατακλύζουν το δωμάτιό μου, ευγενική χορηγία των εβδομαδιαίων επισκέψεών μου στο Metropolis της Ομόνοιας.

Το χειμώνα του 1999-2000 άρχισα να «κατεβάζω» mp3 από τα διάφορα Napster και Limewire, ενώ στην πορεία, κάπου γύρω στο 2003, αγόρασα και ένα iPod.

Ο δρόμος του (σήμερα 40χρονου ή 45χρονου) μουσικόφιλου πέρασε από διάφορα μονοπάτια: κασέτα, βινύλιο, cd, mp3 και iPod.

Αντιθέτως, ο 7χρονος – επίσης μουσικόφιλος – γιος μου δεν έχει τίποτα από αυτά σήμερα. Εχει δηλαδή: τα cd και τα βινύλια του πατέρα του, αλλά σάπμως θα τα ακούσει όλα αυτά; Εδώ καλά καλά δεν τα άκουσε ο πατέρας του…

Όντως τώρα όμως: θα κάτσει και θα κάνει το ίδιο που έκανε ο μπαμπάς του το 1990 ή θα συμπορεύτει με τα ειωθότα του καιρού του; Θα αρπάξει ένα βινύλιο να το βάλει στο πικάπ (το έχει κάνει ήδη, αν και όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελα, αν και αυτό μάλλον είναι προσωπικό μου κόλλημα και ενδεχομένως και να τον άδικω) ή θα πιάσει το κινητό μου και θα βάλει ένα τραγούδι στο λογαριασμό μου στο Spotify; Και – το κυριότερο – πώς διάολο θα κάνουμε bonding πατέρας και γιος όσον αφορά στη (κοινή) μουσική μας εμπειρία;

Μουσική

Μια ολόκληρη ηλικιακή ομάδα παιδιών – μιλάμε καθαρά για τους γεννηθέντες κατά τον τρέχοντα αιώνα, δηλαδή όλους κάτω των 22 ετών – δεν είναι πλέον σε θέση να έχουν πρόσβαση στη μουσική της επιλογής τους.

Και προσέξτε: μιλάμε για την προεφηβεία και την εφηβεία, δηλαδή τις ηλικίες όπου ισχύει το αξιωματικό «είσαι στα 40 και στα 50 σου, ό,τι άκουσες μεταξύ 12-18 ετών».

«Αλλάξαμε πολλές από τις υποδομές μας πολύ γρήγορα, κάνοντάς τες ψηφιακές», λέει η βρετανίδα συγγραφέας Naomi Alderman, της οποίας το πρόσφατο άρθρο στο Wired με τον τίτλο «The Danger of Digitising Everything» προειδοποιεί για την «αποστέρηση», όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά, των «δικαιωμάτων οποιουδήποτε δεν έχει μια οθόνη».

Λες και πρόσβαση στα αγαθά και τις υπηρεσίες, μουσικές και μη, θα έχουν μόνο και αποκλειστικά οι κάτοχοι smartphones. Oι κοινωνιολόγοι το αποκαλούν αλλιώς αυτό: the digital divide. Το ψηφιακό χάσμα.

Η μουσική στην εποχή της «ψηφιακής ανισότητας»

Τα παιδιά ζούν σήμερα στην εποχή της λεγόμενης ψηφιακής ανισότητας: Το Ίδρυμα Good Things Foundation εκτιμά ότι πάνω από 10 εκατομμύρια άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν διαθέτουν τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες που απαιτούνται για την πρόσβαση στον σύγχρονο κόσμο. Και 6,9 εκατομμύρια άνθρωποι θα συνεχίσουν να αποκλείονται αν δεν τους δοθεί βοήθεια.

«Αλλά επειδή εγώ και εσείς είχαμε άμεση πρόσβαση στη μουσική κατά την προεφηβεία μας, αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε ο κανόνας», θέλει να επισημάνει ο Daniel Levitin, ο νευροεπιστήμονας, γνωστικός ψυχολόγος και συγγραφέας μπεστ σέλερ βιβλίων όπως το «This Is Your Brain on Music». «Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια, αν ήθελες να ακούσεις μουσική, έπρεπε να την βρεις εσύ και να την βάλεις να παίξει σε κάποια συσκευή – ή να βρεις κάποιον που να μπορεί. Η γενιά στην οποία μεγάλωσα είναι μάλλον προνομιούχα, καθώς είχαμε πρόσβαση σε… μουσική κατά παραγγελία. Τώρα είμαστε πάλι εκεί που ήμασταν πριν από το 1950 μόνο που σήμερα τα παιδιά πρέπει να βρουν έναν ενήλικα που να μπορεί να τους τραγουδήσει, να παίξει κάποιο όργανο ή να πατήσει τα σωστά κουμπιά στο Spotify», τονίζει ο επιστήμονας, προσθέτοντας ότι «η μουσική σήμερα είναι ουσιαστικά απρόσιτη χωρίς τηλέφωνο. Το να έχεις τον έλεγχο του τι ακούς είναι σημαντικό γιατί σου επιτρέπει να έχεις τη δική σου γνώμη για τη μουσική που ακούς».

Με τα περισσότερα παιδιά να έχουν κινητό τηλέφωνο από τα 12, τα 13 ή τα 14 τους χρόνια, το ερώτημα που τίθεται είναι: μέχρι τότε πώς θα έχουν πρόσβαση στη μουσική του καιρού τους;

Λύσεις υπάρχουν – λεφτά δεν υπάρχουν

Λύσεις υπάρχουν για όλα, στην περίπτωση που θέλετε να προσφέρετε στο παιδί σας μια μουσική εμπειρία που, κάπως να προσομοιάζει έστω, με την αντίστοιχη δική μας πριν από 20-30 χρόνια (αρκεί να διαθέτετε και τα χρήματα).

Μια εξ’ αυτών είναι το Mighty: μια μικρή, χωρίς οθόνη συσκευή που μοιάζει με το iPod Shuffle του παρελθόντος και η λιανική τιμή του είναι περίπου 125 ευρώ. Αν και αντλεί το περιεχόμενό της από μια λίστα αναπαραγωγής Spotify ή Amazon που ελέγχεται από έναν ενήλικα, ένα παιδί μπορεί να ανακατεύει, να παραλείπει ή να επαναλαμβάνει ατελείωτα τα τραγούδια, ακούγοντας μέσω ακουστικών ή ηχείου Bluetooth.

Πολύ πιο αυτόνομο και κατάλληλο για παιδιά είναι το Yoto. Προσβάσιμο σε παιδιά από δύο ετών, είναι ένα ηχείο που αναπαράγει τραγούδια και άλλο ηχητικό περιεχόμενο, όπως audio books. «Επειδή το Yoto είναι μια “ελεγχόμενη τεχνολογία”, οι γονείς αισθάνονται πιο ασφαλείς να επιτρέπουν στα παιδιά να χρησιμοποιούν το player τους εντελώς ανεξάρτητα, γεγονός που με τη σειρά του κάνει το παιδί να αισθάνεται πιο ενδυναμωμένο και να ασχολείται ενεργά με αυτό που ακούει», τονίζει ο Dom Hodge, επικεφαλής της Yoto.

Ωστόσο, αυτό που κυρίως πρέπει εμείς, ως γονείς και ενήλικες, να προστατεύσουμε ως κόρην οφθαλμού είναι η αίσθηση του απρόβλεπτου και της περιπέτειας που σου παρέχει η ανασχόλησή σου με την μουσική – ειδικά όταν είσαι νέος.

Να γυρνάς τα δισκάδικα ψάχνοντας για βινύλια, να σαρώνεις τα διαδικτυακά παζάρια για να βρεις τα αγαπημένα σου cd και (γιατί όχι;), αν αισθανθείς «αρκετά περιπετειώδης στην τοποθεσία Μαρούσι», να βγάλεις τα (πάντελως άγνωστα σε σένα) βινύλια των γονιών σου και να τα παίξεις στο οικογενειακό πικάπ.

Και ας πεις στο τέλος της ακρόασης (που λογικό είναι να το πεις…) «μωρ’ τι μαλακίες ακούει ο πατέρας μου και η μάνα μου». Χαλάλι σου. Γιατί έφτασες σε αυτό το συμπέρασμα μέσα από την δική σου, προσωπική ενασχόληση και όχι μέσα από τον, τρόπον τινά, περιφραγμένο κήπο των σύγχρονων μουσικώ εφαρμογών, με τις «ασφαλείς επιμελημένες λίστες αναπαραγωγής» της κακιάς ώρας, λίστες όπως το Spotify Kids, το οποίο ούτε μουσική θα σάς μάθει, ούτε να ακούτε θα σας διδάξει…