Το Τριστάν ντα Κούνια είναι μια συστάδα από απομονωμένα νησιά στον νότιο Ατλαντικό ωκεανό. To σύμπλεγμα απέχει 2.816 χλμ. από τη Νότια Αφρική και 3.360 χλμ. από τη Νότια Αμερική, ενω ως εξαρτημένο έδαφος του βρετανικού υπερπόντιου εδάφους, βρίσκεται 2.173 χλμ. βόρεια της Αγίας Ελένης.

Κάπως έτσι και με βάση αυτούς τους αριθμούς, το Τριστάν ντα Κούνια είναι το πιο απομονωμένο αρχιπέλαγος στον κόσμο.

Το σύμπλεγμα αποτελείται από ένα κύριο νησί, το Τριστάν ντα Κούνια (με έκταση 98 χλμ²), καθώς και μερικά ακατοίκητα νησιά: την Απρόσιτη Νήσο (Inaccessible Island), τα Νησιά Αηδονιού (Nightingale Islands) και τη Νήσο Γκαφ (Gough Island), που βρίσκεται 395 χλμ. νοτιοανατολικά της κύριας νήσου.

Η απομονωμένη τοποθεσία των νησιών κάνει δύσκολη τη μετακίνηση στον υπόλοιπο κόσμο. Δεν υπάρχει αεροδρόμιο, και τα νησιά μπορεί να προσεγγιστούν μόνο με πλοίο. Αλιευτικά σκάφη από τη Νότια Αφρική τακτικά εξυπηρετούν τα νησιά. Το “RMS Saint Helena” παλαιότερα συνέδεε τα νησιά με τη Νότια Αφρική, και το Ηνωμένο Βασίλειο μέσω της Αγίας Ελένης και της Νήσου της Αναλήψεως, αλλά πλέον δεν πηγαίνει στο Τριστάν ντα Κούνια.

Ο έμπειρος βρετανός ταξιδιωτικός συντάκτης Ρόμπερτ Μάικλ Πουλ επισκέφθηκε το νησί και μοιράζεται την εμπειρία του για το σύμπλεγμα αυτό που βρίσκεται κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά με ένα εκτενές άρθρο στη βρετανική εφημερίδα Telegraph.

«Φωλιασμένο στην απέραντη έκταση του Νότιου Ατλαντικού, το Tριστάν ντα Κούνια είναι προσβάσιμο μόνο με ένα συγκεκριμένοκρουαζιερόπλοιο. Το μέρος αναδύεται μέσα από τη θάλασσα ως ένας σχεδόν ανέγγιχτος επίγειος παράδεισος. Είναι ένα κρυμμένο στολίδι που χρειάζεται ένα τεράστιο ταξίδι μόνο και μόνο για να το επισκεφθείς, αλλά κι ένα σωρό άλλες προκλήσεις για να το εξερευνήσεις πραγματικά», γράφει ο Ρόμπερτ Μάικλ Πουλ.

«Τα τρικυμιώδη νερά είναι ο κανόνας. Και ενώ οι ακτές του νησιού, όπου ζουν πιγκουίνοι, φώκιες και θαλασσοπούλια, είναι μαγευτικές, τα κύματα αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο να πατήσει ο επισκέπτης το πόδι του στο κύριο νησί την πρώτη ημέρα» προσθέτει.

Πώς ζουν, ωστόσο, οι 242 (κατ’ άλλους 238) μόνιμοι κάτοικοι του νησιού;

Η κύρια πηγή εισοδημάτων τους είναι το εργοστάσιο αστακού και η πώληση γραμματοσήμων και νομισμάτων σε ξένους συλλέκτες. Οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν διπλή απασχόληση, αφού συχνά δουλεύουν για την τοπική κυβέρνηση. Πολλοί κάτοικοι έχουν αγροτεμάχια όπου καλλιεργούν πατάτες.

Η ηφαιστειακή έκρηξη του 1961 κατάστρεψε το εργοστάσιο κονσερβοποιίας καραβίδας του Τριστάν ντα Κούνια, που ξανακτίστηκε λίγο αργότερα. Οι καλλιεργητές καραβίδας δουλεύουν για την εταιρεία της Νοτίου Αφρικής «Οβενστόουν» που έχει ένα αποκλειστικό συμβόλαιο πώλησης καραβίδας στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία. Αν και το Τριστάν ντα Κούνια είναι υπερπόντιο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν του επιτρέπεται η άμεση πρόσβαση στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

απομονωμένο νησί
Φωτ.: Andy Isaacson

Πρόσφατα με τη μείωση του ενδιαφέροντος για την Καραβίδα του Τριστάν στις Ηνωμένες Πολιτείες οι νησιώτες έπρεπε να δανειστούν από τα αποθέματα τους. Τα οικονομικά προβλήματα του νησιού μπορεί να προκαλέσουν καθυστερήσεις στον εκσυγχρονισμό των επικοινωνιακών εξαρτημάτων και τη βελτίωση της εκπαίδευσης στο νησί.

Ολοι τους κατοικούν στον κύριο οικισμό, το «Εδιμβούργο των 7 Θαλασσών», που τοπικά είναι γνωστός ως «Ο Οικισμός» (“The Settlement”). Η κύρια θρησκεία είναι ο Χριστιανισμός, με τα δόγματα της Αγγλικανικής και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Υπάρχουν περιπτώσεις προβλημάτων υγείας λόγω της ενδογαμίας, όπως το άσθμα και το γλαύκωμα, που οφείλονται κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους στους αναπόφευκτους γάμους μεταξύ στενά συγγενικών ατόμων, για παράδειγμα οι γάμοι μεταξύ δεύτερων ξαδερφιών, που έχουν πολύ μικρές δεξαμενές γονιδίων.

Οι νέοι άνθρωποι γενικά θα ήθελαν να παραμείνουν στο νησί αλλά συχνά ανησυχούν για την εύρεση συζύγου. Κάποιοι φεύγουν για το εξωτερικό, παντρεύονται και ελπίζουν να επιστρέψουν. Ο πληθυσμός του Τριστάν ντα Κούνια μοιράζεται μόλις 9 επώνυμα: Κόλλινς, Γκλας, Γκρην, Χάγκαν, Λαβαρέλλο (τυπικό Λιγουριανό επώνυμο), Ρεπέττο (επίσης τυπικό επώνυμο της Λιγουρίας), Ρότζερς, Σκουίμπ και Σουαίην.

Η ιατρική φροντίδα είναι δωρεάν αλλά παρέχεται με μόλις έναν γιατρό από τη Νότια Αφρική και 5 νοσοκόμες, οι τοκετοί και οι χειρουργικές επεμβάσεις είναι περιορισμένοι και κάποιος σοβαρός τραυματισμός σημαίνει ότι θα πρέπει να σταλεί σήμα σε περαστικά αλιευτικά σκάφη για να μεταφερθεί το τραυματισμένο άτομο στο Κέηπ Τάουν. Η τηλεόραση έφτασε στο νησί μόλις το 2001, και το μοναδικό διαθέσιμο κανάλι είναι η Υπηρεσία Προγράμματος Τηλεόρασης του Βρετανικού Στρατού από τα Νησιά Φώκλαντ.

Η εκπαίδευση είναι η στοιχειώδης, με τα παιδιά να αφήνουν το σχολείο στα δεκαπέντε, και παρόλο που είναι δυνατόν να πάρουν το Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης έναν χρόνο αργότερα, τα αποτελέσματα είναι πολύ φτωχά.

Η απομόνωση του Τριστάν ντα Κούνια είχε ως αποτέλεσμα μια ασυνήθη αργκό διάλεκτο της Αγγλικής γλώσσας. Ο Μπιλ Μπράισον καταγράφει κάποια παραδείγματα της διαλέκτου του νησιού στο βιβλίο του, «Η Μητρική Γλώσσα» (“The Mother Tongue”).

Και πως ήταν η εμπειρία του Πουλ από τους κατοίκους του «Εδιμβούργου των Επτά Θαλασσών» -που, σημειωτέον, πήρε το όνομά του από τον πρίγκιπα Αλφρέδο, δευτερότοκο γιο της βασίλισσας Βικτωρίας και μετέπειτα Δούκα του Εδιμβούργου, που το επισκέφθηκε το 1867 και διαθέτει καφέ, παμπ, μπαρ, σουπερμάρκετ και ίντερνετ καφέ.

«Μας υποδέχτηκαν στην αποβάθρα οι ψαράδες του νησιού, καθώς και οι περίεργοι ντόπιοι που ήθελαν να συναντήσουν τους πρώτους ξένους που πάτησαν έπειτα από τέσσερα χρόνια στο νησί τους», γράφει ο δημοσιογράφος, ο οποίος επισκέφτηκε «ένα καφέ που σερβίρει δυο ιδιαίτερες τοπικές λιχουδιές: σάντουιτς με αστακό και ένα γλυκό που ονομάζεται σκωπτικά “κακά πιγκουίνου” – κάτι μπουκίτσες μαύρης σοκολάτας και σοκολάτας γάλακτος».

Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πουλ, από τις συνομιλίες του με τους ντόπιους, κατάλαβε ότι οι κάτοικοι του συμπλέγματος «εκτιμούν την παιδεία και την εκπαίδευση και δίνουν σημασία στη διατήρηση της μοναδικής κληρονομιάς και των παραδόσεών τους μέσω της αφήγησης και των πολιτιστικών πρακτικών».

Μάλιστα, αποχωρώντας μετά από μερικά 24ωρα από το νησί, ο Πουλ πήρε μαζί τους μια οικογένεια που ήθελε να ταξιδέψει στη Νότια Αφρική, προκειμένου να επισκεφθεί συγγενείς της. Ετσι, είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν περισσότερο με ντόπιους, για να μάθουν κι άλλα πράγματα για τη ζωή τους στο πιο απομακρυσμένο νησί του κόσμου.

Στο οποίο, όπως αναφέρει, θα ξαναπήγαινε άνετα, παρά την όποια ταλαιπωρία.