Όταν έφτασα στο Λουξεμβούργο, με περίμενε μια χειμωνιάτικη λιακάδα άνευ προηγουμένου, από εκείνες που απολαμβάνεις και δεν το λες ούτε του παπά. Καθ’ οδόν, η πάχνη στις χλοερές εκτάσεις της γης των Βαλλόνων έπεφτε πυκνή, βαριά σχεδόν σαν βέλγικη καλοζωισμένη αγελάδα, και το τοπίο με τίποτα δεν προμήνυε το τσουχτερό πρώιμο έαρ που επικρατούσε στο μικροσκοπικό Μεγάλο Δουκάτο που βρίσκεται κάπου εκεί ανάμεσα σε Βέλγιο, Γαλλία και Γερμανία.
Βγαίνοντας από το τρένο, λοιπόν, με καλωσόρισε ένας λαμπρός ήλιος με δόντια κοφτερά∙ ένα διάχυτο φως που έπεφτε πάνω στην ιδιόμορφη μικρή πόλη σαν ξόρκι, κάνοντας το κάδρο παραμυθένιο∙ ένας καταγάλανος ουρανός στο φόντο που έκανε το κάθε κλικ μου μαγικό. Κι ας φωτογράφιζα τα πάντα με το κινητό.
Προσγειώθηκα απότομα στην πραγματικότητα λίγες στιγμές αργότερα όταν ξαφνικά και χωρίς καμιά προειδοποίηση έκλεισε το κινητό μου. Λίγο το κρύο, που δεν το αντέχουν τα iPhone, λίγο ο ζήλος μου να τ’ απαθανατίσω όλα κι η ταχύτητά μου σε κλικ ανά λεπτό, από τη μια στιγμή στην άλλη, η οθόνη μαύρισε κι έμεινα να κοιτάω το είδωλό μου σαστισμένο μπροστά σε αυτή την τραγωδία που με βρήκε από το πουθενά.
Τραγωδία, μάλιστα. Γιατί και φορτισμένο πλήρως power bank είχα και φορτιστή είχα. Μόνο ένα πράγμα δεν είχα μαζί μου – το PIN της κάρτας μου για να μπορέσω να ξανανοίξω το κινητό μου σε περίπτωση που έκλεινε από μπαταρία. Κάθισα απελπισμένη σε ένα παγκάκι σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία, κάτω από μια ιτιά, δίπλα σε ένα κανάλι, να συνειδητοποιήσω το κακό που με είχε βρει.
Σκέφτηκα τα πάντα, προσπάθησα να βρω μια λύση, έσπασα το κεφάλι μου να θυμηθώ το PIN. Έφτασα πολύ κοντά, μια ανάσα από το να λύσω το τετραψήφιο sudoku – όπως θα ανακάλυπτα μια βδομάδα αργότερα όταν θα επέστρεφα στη βάση μου. Όμως, μου ήταν αδύνατο να θυμηθώ το τελευταίο ψηφίο. Τζίφος.
Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση. Ό γέγονε, γέγονε. Και κάπως έτσι, βρέθηκα στο εξωτερικό, την δεύτερη κιόλας μέρα του ταξιδιού μου, χωρίς κινητό τηλέφωνο, χωρίς τη δυνατότητα να επικοινωνήσω σε περίπτωση ανάγκης, χωρίς πρόσβαση στα – πολλά – data που είχα φροντίσει να έχω εν όψει του ταξιδιού, και, κυρίως, χωρίς την ασφάλεια που μάθαμε να νιώθουμε απλώς και μόνο σφίγγοντας στην παλάμη μας αυτή την σύγχρονη, έξυπνη προέκταση του εαυτού μας. Για τις υπόλοιπες επτά μέρες που θα βρισκόμουν στο εξωτερικό, θα είχα μόνο τη δυνατότητα να συνδέομαι σε Wi-Fi στα διάφορα pit stops για ύπνο και φαγητό.
Αποφάσισα να μην το αφήσω να μου χαλάσει τη διάθεση, να προσπαθήσω να κάνω όλα όσα είχα κανονισμένα, απλώς χωρίς το κινητό και τις δεκάδες εφαρμογές που σε καθημερινή βάση μας λύνουν τα χέρια. Τέλος στους χάρτες, τις εφαρμογές για τα δρομολόγια τρένων, λεωφορείων και μετρό, την εφαρμογή που σου λέει πόσους βαθμούς υπό το μηδέν θα κάνει σήμερα για αν υπολογίσεις πόσα καλσόν θα βάλεις μέσα από το παντελόνι. Ούτε καν το υπόλοιπο του τραπεζικού μου λογαριασμού δεν μπορούσα να τσεκάρω.
Προσπάθησα να θυμηθώ πώς στην ευχή ταξίδευα δέκα χρόνια πριν, που τα κινητά τηλέφωνα δεν ήταν και τόσο έξυπνα, που το roaming ήθελε ενεργοποίηση και κόστιζε ακριβά, και που ήμουν και πιο άπειρη στο όλο θέμα ταξίδι. Πώς στην ευχή έβρισκα τότε το δρόμο μου χωρίς τον ένα και μοναδικό παγκόσμιο πλοηγό, το Google maps;
Θυμήθηκα μια σοφή ρήση του λάου που λέει πως «ρωτώντας πας στην Πόλη». Όταν δεν έχεις στη διάθεσή σου μια εφαρμογή να σου λέει διαρκώς προς τα που να κινηθείς, αναγκαστικά βασίζεσαι κι εσύ σαν την Μπλανς Ντιμπουά στην καλοσύνη των ξένων. Μπλέκεσαι με τα λοκάλια, παίρνεις βαθιά ανάσα, καταπίνεις τον φόβο σου και – τη στιγμή που πληρώνεις για τον καφέ σου – παίρνεις το θάρρος και ξεστομίζεις την ερώτηση που πρόβαρες από μέσα σου όση ώρα ο barista ζωγράφιζε μια καρδούλα στο cappuccino σου.
Είναι μια πολύ καλή αφορμή για συζήτηση, και κάποιοι μπορεί μάλιστα να μοιραστούν μαζί σου και κάποια «κρυμμένα μυστικά» της πόλης τους ή τα δικά τους αγαπημένα. Συνέβη όντως, ενώ ζητούσα οδηγίες, να καταλήξω να μιλάω για ώρα με μια παρέα ντόπιων. Όχι πάντα, τις περισσότερες φορές όμως, οι ντόπιοι είναι παραπάνω από πρόθυμοι να βοηθήσουν. Συχνά, θα απολαύσουν αυτή την αλληλεπίδραση όσο κι εσύ, θα προσπαθήσουν να στα πουν όσο πιο αργά και καθαρά μπορούν μόλις καταλάβουν πως είσαι επισκέπτης.
Αν, παρ’ όλα αυτά, απολαμβάνεις περισσότερο μια σχετική αυτονομία, υπάρχει πάντοτε η λύση του έντυπου χάρτη της πόλης. Μάλιστα. Κυκλοφορούν ακόμη και έχουν την πλάκα τους, έχουν μια «γλυκιά ολντ’ σκουλιά», που λέει κι ο Μιθριδάτης. Αποφάσισα πως θα έπαιρνα όλη τη βοήθεια που μπορούσα. Μπήκα στο πρώτο βιβλιοπωλείο που βρέθηκε μπροστά μου με στόχο να αγοράσω έναν χάρτη της πόλης. Ήμουν τυχερή, η πόλη είναι τόσο μικρή που είχαν εκτυπωμένο το χάρτη ολόκληρου του Λουξεμβούργου σε μια κόλλα Α4, την οποία προσέφεραν χωρίς χρέωση.
Προσωπικά, η αίσθηση αυτού του ταπεινού έντυπου χάρτη ανάμεσα στα δάχτυλά μου αποκατέστησε σχεδόν άμεσα τη χαμένη μου αυτοπεποίθηση. Η όλη εμπειρία του να ανακαλύπτεις μια πόλη για πρώτη φορά χωρίς να έχεις μια εφαρμογή να σε καθοδηγεί όλη την ώρα είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία, την οποία οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ξεχάσει.
Το βρήκα πολύ απελευθερωτικό όλο αυτό και, ταυτόχρονα, ένιωσα να συνδέομαι με τον τόπο με έναν τρόπο πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό, μιας και χωρίς τους διαρκείς περισπασμούς του κινητού μου, αφοσιώθηκα στην εμπειρία του ταξιδιού με όλες μου τις αισθήσεις. Φυσικά, κάθε πρωί, προτού αφήσω το κατάλυμά μου εκμεταλλευόμουν το διαθέσιμο Wi-Fi στο έπακρο, προετοιμάζοντας διαδρομές, βγάζοντας τα απαραίτητα screenshots εισιτηρίων και άλλων κρατήσεων, και φτιάχνοντας λίστες με τα καφέ, τα εστιατόρια, τα αξιοθέατα και τα μουσεία που ήθελα να επισκεφτώ. Όμως, παραδόξως το όλο σχέδιο δούλεψε! Και όχι μόνο στο Λουξεμβούργο, που όσο να πεις είναι και μικροσκοπικό, αλλά και στην Ολλανδία, την οποία επισκέφτηκα στη συνέχεια.
Ασφαλώς, είχα την τύχη με το μέρος μου, μιας και δεν ήρθα αντιμέτωπη με απρόοπτα, κακοτυχίες και κακοτοπιές. Επιπλεόν, υπήρχαν πάντοτε άνθρωποι που με περίμεναν, στην πραγματικότητα είχα καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού μου αυτού του είδους την ασφάλεια. Γι’ αυτό και δεν φοβήθηκα τόσο να το ζήσω και να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με το τηλέφωνό μου και την τεχνολογία.
Αυτό που ανακάλυψα είναι ότι, όπως οι περισσότεροι, είχα αναπτύξει κι εγώ μια εθιστική σχέση με το κινητό μου και, αν και σπάνια μου έδινε χαρά, συνέχιζα να το χρησιμοποιώ, συχνά καταναγκαστικά, και, επίσης, το μισούσα με έναν τρόπο. Αυτή η εβδομάδα μου επιβεβαίωσε εκείνο που σε έναν βαθμό ήξερα ήδη: καθημερινά, οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε τα κινητά μας τηλέφωνα με ποικίλους τρόπους, από τους οποίους κάποιοι προσθέτουν αξία στη ζωή μας, ενώ κάποιοι άλλοι αφαιρούν.
Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να διατηρήσω μια πιο «υγιή» σχέση με το κινητό μου και την τεχνολογία, μιας και αποτελούν μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μου. Και, δυστυχώς, δεν ξέρω εάν θα ήμουν γενναία αρκετά να ξαναζήσω μια παρόμοια εμπειρία στο εξωτερικό όπως αυτή, μιας και σαν άνθρωπος εκτιμώ έναν κάποιο βαθμό ασφάλειας στη ζωή μου. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μου άφησε μια αίσθηση πολύ μοναδική, που ενδεχομένως θα θυμάμαι για καιρό.