Αν έχετε παραγγείλει ποτέ πίτσα με ανανά -πρόκειται για ελληνική προσθήκη και επινόηση- και σας έχει κοιτάξει η παρέα σας με βλέμμα ντροπής και αηδίας, αυτό το κείμενο έρχεται για να σας δικαιώσει. Ποντάρω ότι πολλοί από εκείνους που την κατακρίνουν, το καλοκαίρι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να φάνε καρπούζι με φέτα, ένας συνδυασμός που προσωπικά, χωρίς να έχω δοκιμάσει τίποτα από τα δύο, με ανακατεύει περισσότερο. Παρόλα αυτά μπορώ να καταλάβω ότι η αντίθεση αλμυρού γλυκού ή γλυκόξινη αίσθηση στην πίτσα από τον ανανά, μπορεί να προκαλέσουν αλλεπάλληλες εκρήξεις στους γευστικούς κάλυκες και επομένως ευχαρίστηση. Ας μην ξεχνάμε ότι γούστα είναι όλα αυτά και πρέπει να τα ικανοποιούμε.
Μία αντίστοιχη περίπτωση είναι αυτή των γλυκόξινων noodles, τα οποία όμως είναι καθολικά αποδεκτά αφού προέρχονται από τη γαστρονομική κουλτούρα της Κίνας. Αν δεν άνηκαν στη συγκεκριμένη κουλτούρα και η συνταγή ερχόταν από κάποιον Αμερικάνο που απλά πειραματιζόταν μία μέρα στην κουζίνα του, θα αποτελούσε ιεροσυλία και προσβολή της κινέζικης κουζίνας.
Ο πολιτισμός και η κουλτούρα ως έννοιες, επινοήθηκαν από τους Βικτωριανούς πριν από περίπου ενάμιση αιώνα, στη συνέχεια καθιερώθηκαν και αναδείχθηκαν σε βασικούς όρους όλων των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, από τη φιλοσοφία και την αρχαιολογία, έως την ιστορία, την κοινωνιολογία και την εθνολογία. Οι πρώτοι χρήστες του όρου “πολιτισμός”, του απέδιδαν πιθανόν τη σημασία της εκλεπτυσμένης συμπεριφοράς, της εξελικτικότητας του ατόμου, της ευγενείας και της απελευθέρωσης των ηθών, ως στοιχεία που έπονται της συμπεριφοράς κάποιου που ζει σε μια πόλη, κάποιου “πολιτισμένου”.
Βέβαια, η αλήθεια είναι πιο σκληρή από αυτή που μόλις αναφέραμε. Η χρήση των δύο εννοιών πραγματοποιόταν κατά τον 18ο αιώνα προκειμένου να δικαιολογηθεί η αποικιακή εκμετάλλευση που ήταν ένα βασικό συστατικό της βρετανικής οικονομικής επιτυχίας εκείνη την εποχή. Με αυτόν τον τρόπο άρχισε η διαχώριση των ανθρώπων σε πολιτισμένους και απολίτιστους, μία διαχώριση που υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Για να επανέλθουμε στο θέμα μας, από την ημέρα που γεννιόμαστε μας μαθαίνουμε ποια είναι τα πολιτισμένα και politically correct φαγητά και ουσιαστικά πρέπει να αποδεικνύουμε συνεχώς πόσο καλά τα έχουμε ενσωματώσει στην καθημερινότητά. Αν θέλεις να μη βρεθείς δακτυλοδεικτούμενος, η καρμπονάρα σου πρέπει να έχει μόνο αυγά, guanciale και pecorino. Αν τολμήσεις να βάλεις μπέικον και κρέμα γάλακτος, προσβάλεις τους γείτονες Ιταλούς, οι οποίοι δε δίνουν δεκάρα για το τι κάνεις εσύ σπίτι σου στην Ελλάδα. Αν το έκανες πράγματι μπροστά τους, τότε ναι, θα ήταν προκλητικό. Φαντάζομαι ότι αντίστοιχα δεν θα ενθουσιαζόσουν, αν κάποιος Ιταλός τουρίστας βουτούσε επιδεικτικά το ντολμαδάκι σε σοκολάτα σε κάποια ταβέρνα.
Δυστυχώς έχουμε προσαρμοστεί σε αυτή τη λογική και αυτή ενισχύεται συνεχώς από την ποπ κουλτούρα. Σε τηλεοπτικές σειρές, ταινίες, εκπομπές, στα social media, όλοι ακολουθούν τις αυθεντικές συνταγές, ως ένδειξη σεβασμού και επειδή αυτό είναι το “σωστό”. Ακόμα και το επίθετο “αυθεντική” μπροστά από τη συνταγή αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος. Σου περνάει υποσυνείδητα το μήνυμα ότι μόνο αν την ακολουθήσεις θα είσαι ασφαλής, αλλιώς θα διαπράξεις ένα μικρό γαστρονομικό έγκλημα. Θα αντέξεις άραγε να ζήσεις με αυτό;
Αν καθίσουμε και συλλογιστούμε μόνοι μας, χωρίς να επηρεαστούμε από την παρέα μας που υποστηρίζει σθεναρά ότι διαπράττουμε ύβρη επειδή έτσι άκουσαν σε ένα βίντεο στο TikTok από έναν διάσημο μάγειρα, θα αντιληφθούμε ότι όλοι αυτοί οι κανόνες δεν έχουν καμία λογική στην πράξη. Όταν ήμασταν φοιτητές και τρώγαμε σχεδόν καθημερινά τα αγαπημένα μακαρόνια με κέτσαπ δεν είχαμε σκοπό να προσβάλλουμε κάποιον. Απλά δεν είχαμε λεφτά και δεν ξέραμε να μαγειρεύουμε. Παρόλα αυτά, ακόμα και αργότερα, όταν το πορτοφόλι μας ήταν λίγο περισσότερο γεμάτο, συνεχίζαμε να τα τρώμε γιατί πολύ απλά μας άρεσαν (εντάξει, σε κάποιους από εμάς). Σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσω ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος να χτυπήσει το κουδούνι ο Μποτρίνι και να ζήσουμε live τον εφιάλτη στη δική μας κουζίνα.
Όλοι οι λαοί είναι πολυπολιτισμικοί και αυτό σημαίνει ότι επηρεάζονται από τις άλλες κουλτούρες. Το να παίρνουμε μία βάση και να εξελίσσουμε σύμφωνα με τις προσωπικές μας προτιμήσεις, δεν είναι έγκλημα ούτε αποτελεί ζήτημα της πολιτισμικής οικειοποίησης. Η Πολιτισμική οικειοποίηση είναι η υιοθέτηση ή κλοπή συμβόλων, τελετουργιών, αισθητικών προτύπων μιας κουλτούρας από κάποια άλλη. Στρέφεται σε μια ομάδα μειονοτική ή με κάποιον τρόπο υποταγμένη οικονομικά, κοινωνικά ή στρατιωτικά από μια άλλη, κυρίαρχη.
Κανείς δεν θέλει να δείξει ασέβεια στην ιταλική, την ιαπωνική, την κινέζικη ή οποιαδήποτε άλλη κουζίνα. Ο καθένας έχει δικαίωμα να πειραματιστεί γευστικά, αρκεί να μην υπάρχει υγειονομικός κίνδυνος. Αν σκεφτούμε ότι η κουζίνα είναι ένας χώρος απόλυτης έκφρασης και δημιουργίας και το φαγητό είναι μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή (για μερικούς ανθρώπους τουλάχιστον), γιατί να μη πειραματιζόμαστε και να ακολουθούμε πιστά τις συνταγές; Θεωρώ ότι είναι φύσει αδύνατο να ακολουθείς συνεχώς την ίδια συνταγή, χωρίς να σου κινεί την περιέργεια η προσθήκη ενός νέου υλικού ή η δοκιμή μίας νέας τεχνικής. Οι μικρές διαφοροποιήσεις δίνουν νοστιμιά, όπως συμβαίνει και στη ζωή, αλλά και στη μουσική.
Ένα τραγούδι μπορεί να έχει στοιχεία από τη Λατινική Αμερική και τα Βαλκάνια, αλλά η βάση του να είναι ανατολική. Αυτό δεν είναι ένα ένα φαινόμενο της εποχής, απλά τώρα έχει πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις. Η μουσική και το φαγητό είναι πεδία ανοιχτά και ελεύθερα. Αν η πρόθεση του καλλιτέχνη δεν είναι η προσβολή, τότε μπορεί να ενσωματώσει όποια στοιχεία θέλει από διαφορετικές κουλτούρες, μέχρι να είναι ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Από τη στιγμή που η μουσική με έρχεται σε επαφή με άλλες κουλτούρες με αυτό τον τρόπο (και καλώς κάνει), τότε είναι οκ να βάζουμε ανανά στην πίτσα, όπως είναι οκ να βουτάμε το λουκάνικο Βαυαρίας στο τζατζίκι. Όλοι είμαστε το ίδιο πολιτισμένοι, απλά έχουμε διαφορετικά γούστα.